Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Βλέμμα

Το βλέμμα του βρέφους είναι στραμμένο προς εκείνη. Και το δικό της, προς εμάς. Τι βρέφος, δηλαδή. Κοτζάμ άντρας, τουλάχιστον έφηβος. Να τα συναρπαστικά, της ψυχής και του νου: κανείς μας δεν ενοχλείται. Μας φαίνεται φυσιολογικό – έτσι ζωγράφιζαν τα βρέφη τότε, ίσως σκεφτόμαστε. Βλέπεις τα μυαλά μας είναι συντονισμένα στο αφήγημα «μύθος – θρησκεία – επιστήμη». Ότι ο κόσμος βηματίζει σταθερά από το πρώτο προς το δεύτερο, κι από κει πάει στο τρίτο. Σταθερά και προδιαγεγραμμένα – έτσι θα γίνει – τι λέω, έτσι γίνεται ήδη. Και την ίδια στιγμή είμαστε συντονισμένοι και με τον άλλο παράλληλο μύθο: βλέπεις, δεν είχαν φωτογραφικές μηχανές τότε. Η τεχνολογία ήταν στα σπάργανα. Οι άνθρωποι ήταν ατελείς. Και ζωγράφιζαν ατελώς. Τόσο μπορούσε να απεικονίσει ο χρωστήρας την πραγματικότητα. Κι εκείνη μάς κοιτά μέσα από την εικόνα. Τα μάτια της δεν εστιάζουν στα δικά μας. Σκέφτεται, θαρρείς. Σκέφτεται τι θα συμβεί. Και το σκέφτεσαι λιγάκι κι εσύ. Κι ύστερα τα πράγματα σοβαρεύουν. Νομίζεις πως ξέρει. Ίσω...
Πρόσφατες αναρτήσεις

Λίστες

Πολυκεντρικό Μουσείο Αιγών «Ἀρχοὺς αὖ νηῶν ἐρέω νῆάς τε προπάσας»· τους αρχηγούς λοιπόν θα πω, και τα καράβια όλα. Το πρόβλημα έρχεται από τα βάθη – όσο υπάρχει άνθρωπος. Πώς να μιλήσεις για το ον. Για το όλον. Πώς να το κάνεις με τον λόγο; Αν ο λόγος έφτανε, τ’ άλλα δε θα περίσσευαν; Αλλά δε φτάνει. Μόλις θρασυνθείς κι αρχίσεις και μιλάς, ξέρεις ότι μόνο για ό,τι εσύ γνωρίζεις μπορείς να πεις. Κι απ’ αυτά, μόνο για την όψη τους που εσύ κατανοείς. Κι αυτό το ξέρεις. Οπότε; «Οὐδ᾽ εἴ μοι δέκα μὲν γλῶσσαι, δέκα δὲ στόματ᾽ εἶεν, φωνὴ δ᾽ ἄρρηκτος, χάλκεον δέ μοι ἦτορ ἐνείη.» Ούτε δέκα γλώσσες να είχα, ούτε δέκα στόματα. Και φωνή καμπάνα και στήθια μέταλλο, απελπίζεται ο Τυφλός που τα πανθ’ ορά. Και πάλι δε θα τα κατάφερνα, λέει. Άλλον τρόπο ψάχνει. Άλλη λειτουργία. Και καταφεύγει στη λίστα. Στον κατάλογο. Αριθμεί τους αρχηγούς και τα καράβια όλα. Των Βοιωτών τον Πηνέλαο, τον Κλονίο, τον Προθήνορα, την Αρκεσίλαο και τον Λήτο. Και τ’ αγόρια υπό τον Ιάλμενο και τον Ασκάλαφο, τα παιδιά του Άρη ...

Εκκλησία

Εκκλησία. Εκ του εκκαλώ. «Ἐπειδὴ τοίνυν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, παρεληλύθει τὰ Διονύσια, ἐγίγνοντο δὲ αἱ ἐκκλησίαι, ἐν τῇ προτέρᾳ τῶν ἐκκλησιῶν ἀνεγνώσθη δόγμα κοινὸν τῶν συμμάχων.»[1] Καθώς είχαν παρέλθει τα Διονύσια, άνδρες Αθηναίοι, και συγκαλείτο η εκκλησία του δήμου, στην πρώτη της συνεδρίαση διαβάστηκε απόφαση κοινή των συμμάχων. «Ἐκκλησιάσαι γοῦν ἐδεόμην οἴκοι μένων»[2], έχω να μείνω στην πατρίδα και να πάω στη συνέλευση του δήμου. «Τὸ δὲ πάντων μέγιστον, ὅτι ἡ μὲν τοῦ νομοθέτου κρίσις οὐ κατὰ μέρος, ἀλλὰ περὶ μελλόντων τε καὶ καθόλου ἐστίν, ὁ δ᾽ ἐκκλησιαστὴς καὶ δικαστὴς ἤδη περὶ παρόντων καὶ ἀφωρισμένων κρίνουσιν.»[3] Και το σημαντικότερο όλων είναι ότι η κρίσις του νομοθέτη δεν είναι περιπτωσιολογική, αλλά για το μέλλον και το όλον, ενώ το μέλος της εκκλησίας τού δήμου και ο δικαστής αποφασίζουν για τα τωρινά και συγκεκριμένα. Εκκλησιάζομαι, δηλαδή πάω στη μάζωξη. Και με τρόπο μυστήριο, συμμετέχω κι όλας. Οίκοθεν νοείται. Μαζί οι δύο έννοιες – και πάω, και συμμετέχω. Δεν πάω και ...

Νίκη

Ο  Αλέξανδρος δε και γάμους εποίησεν εις τα Σούσα, δικούς του και των Εταίρων. Αυτός μεν, εκ των Δαρείου των θυγατέρων την πρεσβυτέραν, την Βαρσίνην, αυτήν επαντρεύτηκε, και, καθώς λέγει ο Αριστόβουλος, επήρε κι άλλη, την νεωτέρα των θυγατέρων τού Ώχου πήρε, την Παρύσατη. Ήν δε ήδη παντρεμένος και με του Οξυάρτου του Βακτρίου το παιδί, την Ρωξάνη. Την Δρύπετη δε, την έδωκε στον Ηφαιστίωνα, Δαρείου κόρη κι αυτήν, αδελφή της δικιάς του γυναικός, θέλοντας γαρ τα παιδιά τους των δυο, τα δικά του και του Ηφαιστίωνος, να βγουν ξαδέρφια. Στον δε Κρατερόν έδωκε την Αμαστρίνην, το παιδί του Οξυάρτη, του αδερφού τού Δαρείου, και στον Περδίκκα το παιδί του Ατροπάτου, του σατράπου της Μηδείας. Στον Πτολεμαίο, τον σωματοφύλακα, και στον Ευμένην, τον γραμματέα τον βασιλικόν, έδωκε τα παιδιά τού Αρταβάζου – στον μεν την Αρτακάμαν, στον δε την Άρτωνην. Και στον Νέαρχον το παιδί της Βαρσίνης και του Μέντορος. Και στον Σέλευκον την Απάμαν, το παιδί του Σπιταμένους του Βακτριανού. Ωσαύτως και στους ά...

Σημεία

Καὶ ἐκόντευε νὰ παρέλθῃ ἡ μέρα τῆς πεντηκοστῆς, καὶ ἦσαν ἅπαντες μαζεμένοι ὁμόθυμοι. Καὶ ἐγένετο ἐξαίφνης ἐξ οὐρανοῦ ἦχος, ὥσπερ πνοὴ βιαία νὰ ὁρμᾷ ὁποῦ ἦσαν καθήμενοι, καὶ ἐγέμισεν ὁ οἶκος ὅλος. Και ὡσὰν να ἐξεχωρίστηκαν γλῶσσες φωτιᾶς, ἔκατσε καθεμιὰ στὸν καθένα τους, κι ἐγέμισαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν λαλιαῖς ἄλλες, καθὼς ποὺ τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς καὶ μιλοῦσαν. Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ κατοικοῦσαν Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους ὑπὸ τὸν ἥλιον. Γενομένης δὲ τῆς βοῆς ταύτης, ἐμαζεύθη πλῆθος. Καὶ τὰ ἔχασαν, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος στὴν δική του τὴν λαλιὰν νὰ τοῦ μιλούν. Κι ἐξίσταντο πάντες κι ἐθαύμαζον, λέγοντες πρὸς ἀλλήλους: καλὰ, Γαλιλαῖοι δὲν εἶναι πάντες αὐτοὶ οἱ λαλοῦντες; πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τη δική του τὴν λαλιά, τὴν μητρική; Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς Κυρήνης, καὶ οἱ παρεπιδημοῦντες ...

Τραπεζικά

Τ ραπεζικών θεμάτων συνέχεια: Λέει ο ένας: «τράπεζαν ἡμῖν <ἔκ>φερε, τρεῖς πόδας ἔχουσαν, τέτταρας δὲ μὴ ᾿χέτω.» Βγάλε μας δηλαδή τραπέζι, τρία πόδια να ’χει, αλλά τέσσερα να μην έχει. Κι απαντάει ο άλλος: «καὶ πόθεν ἐγὼ τρίπουν τράπεζαν λήψομαι;» Και πού θα ’βρω ’γώ τραπέζι τρίποδο; Κι εδώ ξεκαρδιζόταν ο κοσμάκης. Είναι από χαμένη κωμωδία του Αριστοφάνη ο διάλογος. Τίποτε δεν απέμεινε απ’ το έργο. Δεν ξέρουμε περισσότερα. Και πώς ξέρουμε τις ατάκες αυτές; Τις αναφέρει ο σοφός Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές του. Αθήναιος ο Ναυκρατίτης. Τύπος και πολύ αρχαίος, αλλά πολύ μεταγενέστερος του Αριστοφάνη. Να φανταστείς μιλάμε για τον 2ο αι. μ.Χ., αρχές τρίτου. Πρέπει να είχε δει τον Μάρκο Αυρήλιο να τα βάζει με τις διάφορες γερμανογοτθικές αγέλες στον Δούναβη ο Αθήναιος, και μάλιστα σέρνει τα εξ αμάξης στον Κόμμοδο, τον γιό τού Μάρκου Αυρήλιου, τον ανεκδιήγητο, αυτόν που τον σκότωσε ο Ράσελ Κρόου στην ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ – αυτήν που τον Κόμμοδο τον έπαιζε ο Χοακίν Φίνιξ – μεγάλε Χοακ...

Τοῦ τυφλοῦ

Περνώντας λοιπὸν εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες: ῥαββί, ποῖος ἡμάρτησεν, αὐτὸς ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, γιὰ νὰ γεννηθῇ τυφλὸς; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς: οὔτε αὐτὸς ἡμάρτησεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ· ἀλλὰ γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ τὰ κάνω ὅσο εἶναι ἡμέρα· γιατὶ ἔρχεται νύκτα ὅπου οὐδεὶς δύναται να ἐργάζεται. Ὅσο εἶμαι στὸν κόσμο, το φῶς εἶμαι τοῦ κόσμου. Ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψου εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ – ποὺ θὰ πεῖ «ἀπεσταλμένος». Ἀπῆλθεν αὐτὸς καὶ ἐνίφτηκε, καὶ ἦλθε βλέπων. Οἱ γείτονες λοιπὸν καὶ ὅσοι τὸν ἔβλεπαν προηγουμένως ὅτι τυφλὸς ἦτο, ἔλεγον: αὐτὸς δὲν εἶναι ποὺ καθόταν καὶ ζητιάνευε; καὶ ἄλλοι ἔλεγον ὅτι ναί, αὐτὸς εἶναι· καὶ ἄλλοι ὅτι ὄχι, τοῦ μοιάζει· ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. Ἔλεγον λοιπόν αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἄλε...