Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Σημεία

Καὶ ἐκόντευε νὰ παρέλθῃ ἡ μέρα τῆς πεντηκοστῆς, καὶ ἦσαν ἅπαντες μαζεμένοι ὁμόθυμοι. Καὶ ἐγένετο ἐξαίφνης ἐξ οὐρανοῦ ἦχος, ὥσπερ πνοὴ βιαία νὰ ὁρμᾷ ὁποῦ ἦσαν καθήμενοι, καὶ ἐγέμισεν ὁ οἶκος ὅλος. Και ὡσὰν να ἐξεχωρίστηκαν γλῶσσες φωτιᾶς, ἔκατσε καθεμιὰ στὸν καθένα τους, κι ἐγέμισαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν λαλιαῖς ἄλλες, καθὼς ποὺ τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς καὶ μιλοῦσαν. Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ κατοικοῦσαν Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους ὑπὸ τὸν ἥλιον. Γενομένης δὲ τῆς βοῆς ταύτης, ἐμαζεύθη πλῆθος. Καὶ τὰ ἔχασαν, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος στὴν δική του τὴν λαλιὰν νὰ τοῦ μιλούν. Κι ἐξίσταντο πάντες κι ἐθαύμαζον, λέγοντες πρὸς ἀλλήλους: καλὰ, Γαλιλαῖοι δὲν εἶναι πάντες αὐτοὶ οἱ λαλοῦντες; πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τη δική του τὴν λαλιά, τὴν μητρική; Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς Κυρήνης, καὶ οἱ παρεπιδημοῦντες ...
Πρόσφατες αναρτήσεις

Τραπεζικά

Τ ραπεζικών θεμάτων συνέχεια: Λέει ο ένας: «τράπεζαν ἡμῖν <ἔκ>φερε, τρεῖς πόδας ἔχουσαν, τέτταρας δὲ μὴ ᾿χέτω.» Βγάλε μας δηλαδή τραπέζι, τρία πόδια να ’χει, αλλά τέσσερα να μην έχει. Κι απαντάει ο άλλος: «καὶ πόθεν ἐγὼ τρίπουν τράπεζαν λήψομαι;» Και πού θα ’βρω ’γώ τραπέζι τρίποδο; Κι εδώ ξεκαρδιζόταν ο κοσμάκης. Είναι από χαμένη κωμωδία του Αριστοφάνη ο διάλογος. Τίποτε δεν απέμεινε απ’ το έργο. Δεν ξέρουμε περισσότερα. Και πώς ξέρουμε τις ατάκες αυτές; Τις αναφέρει ο σοφός Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές του. Αθήναιος ο Ναυκρατίτης. Τύπος και πολύ αρχαίος, αλλά πολύ μεταγενέστερος του Αριστοφάνη. Να φανταστείς μιλάμε για τον 2ο αι. μ.Χ., αρχές τρίτου. Πρέπει να είχε δει τον Μάρκο Αυρήλιο να τα βάζει με τις διάφορες γερμανογοτθικές αγέλες στον Δούναβη ο Αθήναιος, και μάλιστα σέρνει τα εξ αμάξης στον Κόμμοδο, τον γιό τού Μάρκου Αυρήλιου, τον ανεκδιήγητο, αυτόν που τον σκότωσε ο Ράσελ Κρόου στην ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ – αυτήν που τον Κόμμοδο τον έπαιζε ο Χοακίν Φίνιξ – μεγάλε Χοακ...

Τοῦ τυφλοῦ

Περνώντας λοιπὸν εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες: ῥαββί, ποῖος ἡμάρτησεν, αὐτὸς ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, γιὰ νὰ γεννηθῇ τυφλὸς; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς: οὔτε αὐτὸς ἡμάρτησεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ· ἀλλὰ γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ τὰ κάνω ὅσο εἶναι ἡμέρα· γιατὶ ἔρχεται νύκτα ὅπου οὐδεὶς δύναται να ἐργάζεται. Ὅσο εἶμαι στὸν κόσμο, το φῶς εἶμαι τοῦ κόσμου. Ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψου εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ – ποὺ θὰ πεῖ «ἀπεσταλμένος». Ἀπῆλθεν αὐτὸς καὶ ἐνίφτηκε, καὶ ἦλθε βλέπων. Οἱ γείτονες λοιπὸν καὶ ὅσοι τὸν ἔβλεπαν προηγουμένως ὅτι τυφλὸς ἦτο, ἔλεγον: αὐτὸς δὲν εἶναι ποὺ καθόταν καὶ ζητιάνευε; καὶ ἄλλοι ἔλεγον ὅτι ναί, αὐτὸς εἶναι· καὶ ἄλλοι ὅτι ὄχι, τοῦ μοιάζει· ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. Ἔλεγον λοιπόν αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἄλε...

Κωνσταντίνος

Ξαναρχίσαμε και φέτος. Τα γνωστά. Που ήσουν μακελάρης. Που εξόντωσες – και ποιον δεν εξόντωσες. Κι η μάνα σου που ήταν αποτέτοια. Και λίγα σου λέω. Πού να ξέραμε και την ιστορία με την αδερφή σου και τον γιο τού Λικίνιου. Ή τι έκανε ο μπαμπάς σου με την πρώτη του γυναίκα και τι θα γινόταν η Αυτοκρατορία αν δεν είχες κάνει κι εσύ το ίδιο – αυτό δε μας περνάει απ’ τον νου. Τι φοβήθηκες τον Μαξέντιο, ή γιατί τα μάζεψες από τη Ρώμη. Γιατί φαγώθηκες να κόψεις νόμισμα και πώς ενήργησες στη Νίκαια. Πού να μπλέκουμε. Μας αρκεί η δημοσιογραφία. Σεξ και πρωτοσέλιδα. Γιατί, όπως καταλαβαίνεις, σκοπός μας δεν είναι να διαλογιστούμε πώς σκέφτηκες και πώς ομονόησες με την ιστορία. Σαν ατζαμήδες ηθοποιοί σε θίασο παραθεριστών, έχουμε τη δική μας ατζέντα. Παίζουμε τον Κωνσταντίνο, και βάζουμε τα καλά μας, τα χρυσά, μεγαλοπρεπείς, γαλήνιοι, όλο στόμφο, αρχοντιά και χέρι βαρύ πλην τίμιο. Ή το αντίθετο: φοράμε τα σκούρα μας, χθόνιοι και στριμένοι, το βλέμμα λοξό ένα γύρω, ύπουλοι – το μαύρο το κακό. Αυλα...

Σαμαρεῖτις

Καθὼς λοιπὸν ἐγνώριζεν ὁ Κύριος ὅτι οἱ Φαρισαῖοι εἶχαν ἀκούσει ὅτι περισσοτέρους μαθητὰς κάνει καὶ βαπτίζει ὁ Ἰησοῦς παρὰ ὁ Ἰωάννης —παρ’ ὅλο ποὺ ὁ Ἰησοῦς ὁ ἴδιος δὲν ἐβάπτιζεν· ἐβάπτιζαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ— γι’ αὐτὸ ἀφῆκε τὴν Ἰουδαίαν κι ἐπῆγε εἰς τὴν Γαλιλαίαν.  Κι ἔπρεπε νὰ διέλθῃ διὰ τῆς Σαμαρείας. Ἔρχεται τὸ λοιπὸν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ποὺ ἔδωκεν ὁ Ἰακὼβ στὸν υἱόν του τον Ἰωσήφ, κι ἦτον ἐκεῖ ἡ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. Κατάκοπος λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας καθόνταν ἐπὶ τῇ πηγῇ· ἡ ὥρα ἦταν ἕκτη. Κι ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ν’ ἀντλήσῃ ὕδωρ. Λέγει σ’ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς: δός μοι νὰ πιῶ – γιατί οἱ μαθηταί του εἶχαν πάει στὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι. Λέγει λοιπὸν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις: καὶ πῶς ἐσὺ, ἕνας Ἰουδαῖος, ἀπὸ μένα νὰ πιῇς ζητᾶς, ἀπὸ μιὰ γυναῖκα Σαμαρείτιδα; ἀφοῦ δὲν κάνουνε μαζί Ἰουδαῖοι καὶ Σαμαρείταις. Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ: ἂν ἐγνώριζες τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, καὶ ποῖος εἶναι ποὺ σοῦ λέγει δός μοι νὰ πιῶ, ἐσύ ’σαι ποὺ θὰ τοῦ ζήτα...

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...

Σαχαφλάρ Τσαρσισί

Η φάτσα του Αδόλφου πρώτη και καλύτερη, πάνω δεξιά. Ο Καβγάς μου. Ο Αγών μου, δηλαδή. Μάιν Καμπφ. Τούρκικα είναι τα βιβλία – τι να κάνουμε. Να πατάει πάνω σε μια στοίβα ετερόκλητη αυτός ο Καβγάς – βιβλία το ’να πάνω στ’ άλλο: το βιβλίο της Σεβγκί Σαμπαντζί, της δυναστείας των Σαμπαντζί: πώς είναι να μεγαλώνεις μέσα στα πλούτη τα αμύθητα, αλλά και στον πόνο και την περιθωριοποίηση που παίζουν εντός των ανακτόρων. Από κάτω απ’ αυτό, δυο Κόλινς, εκπαιδευτικά βιβλία – για να μαθαίνεις. «Μικρά παιχνίδια, μεγάλες ιδέες», λέει ο τίτλος. Για την ανάπτυξη του παιδιού. Μετά ο Ριζά Ναρινλί με τον «Αμπντουλχαμίτ», κι αριστερά του, όρθια, πάλι ο «Αμπτουλχαμίτ: χορεύοντας με τους λύκους». Τα τρία βιβλία τού Μουσταφά Αρμαγάν. Οι στρατηγικές και η επιβίωση τού Σουλτάνου, από τη μια οι ξένοι κι από την άλλη οι νεότουρκοι. Κάτω απ ’  τον  Ριζά Ναρινλί ,  η Τουτσέ Ισινσού. «Κισμέτ» το λέει το βιβλίο της. Μοίρα. Κατάλαβες: πνευματικότητα, προσωπική ανάπτυξη, μυστικισμός, μεταφυσική – τέτοιο ...