Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τοῦ τυφλοῦ



Περνώντας λοιπὸν εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς.

Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες: ῥαββί, ποῖος ἡμάρτησεν, αὐτὸς ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, γιὰ νὰ γεννηθῇ τυφλὸς; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς: οὔτε αὐτὸς ἡμάρτησεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ· ἀλλὰ γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ τὰ κάνω ὅσο εἶναι ἡμέρα· γιατὶ ἔρχεται νύκτα ὅπου οὐδεὶς δύναται να ἐργάζεται. Ὅσο εἶμαι στὸν κόσμο, το φῶς εἶμαι τοῦ κόσμου.

Ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψου εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ – ποὺ θὰ πεῖ «ἀπεσταλμένος». Ἀπῆλθεν αὐτὸς καὶ ἐνίφτηκε, καὶ ἦλθε βλέπων.

Οἱ γείτονες λοιπὸν καὶ ὅσοι τὸν ἔβλεπαν προηγουμένως ὅτι τυφλὸς ἦτο, ἔλεγον: αὐτὸς δὲν εἶναι ποὺ καθόταν καὶ ζητιάνευε; καὶ ἄλλοι ἔλεγον ὅτι ναί, αὐτὸς εἶναι· καὶ ἄλλοι ὅτι ὄχι, τοῦ μοιάζει· ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. Ἔλεγον λοιπόν αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί;

Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἄλειψέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μου: ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψου· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. Τοὺ εἶπαν λοιπόν: ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; Λέγει: οὐκ οἶδα.

Τὸν πᾶνε τότε στοὺς Φαρισαίους, τὸν κάποτε τυφλόν. Ἦτο δὲ Σάββατον ὅταν τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. Και πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω.

Ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές: αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ Σάββατον δὲν τηρεῖ. Καὶ ἄλλοι ἔλεγον: πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τέτοια θαύματα νὰ κάνῃ; καὶ διχογνωμούσαν.

Λέγουσι πάλιν τῷ τυφλῷ: τὰ δικά σου τὰ μάτια ἄνοιξε· σὺ τί λέγεις γι’ αὐτὸν; Καὶ εἶπε αὐτὸς ὅτι εἶναι ναβί.

Δὲν τὸν ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι ὅτι τυφλὸς ἦταν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώναξαν τοὺς γονεῖς τοῦ ἀναβλέψαντος καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; καὶ πῶς τώρα βλέπει;

Ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον: ξέρομεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· τώρα πῶς βλέπει, δὲν ἠξεύρομεν, καὶ ἄν κάποιος ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς, ἡμεῖς δὲν ἠξεύρομεν· ἒνήλικος εἶναι, αὐτὸν ἔρωτήσετε, καὶ αὐτὸς θὰ σᾶς πεῖ. Τὰ εἶπαν αὐτὰ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· γιατὶ ἤδη συνεννοοῦντο οἱ Ἰουδαῖοι ὅτι ἂν κάποιος ὁμολογήσῃ Χριστόν, νὰ τὸν πετᾶν ἔξω ἀπ’ τὴ Συναγωγή. Γι’ αὐτὸ οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἒνήλικος εἶναι, αὐτὸν ἐρωτήσετε.

Ἐφώναξαν οὖν ξανὰ τὸν ἄνθρωπον ποὺ ἦτο τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ: δόξα τῷ Θεῷ νὰ λές· γιατὶ ἡμεῖς ἠξεύρομεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ἁμαρτωλός. Ἄπεκρίθη λοιπὸν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· δὲν ξέρω ἂν εἶναι ἁμαρτωλός· ἓνα ξέρω, ὅτι τυφλὸς ὄντας, τώρα βλέπω. Εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί σοῦ ἔκαμε; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; Ἀπεκρίθη αὐτός· σᾶς εἶπα ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ σεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι;

Τὸν ἐλοιδόρησαν καὶ εἶπον· μαθητὴς αὐτοῦ εἶσαι ἐσύ· ἡμεῖς τοῦ Μωϋσέως εἴμεθα μαθηταί· ἡμεῖς γνωρίζομεν ὅτι διὰ τοῦ Μωϋσέως λελάληκεν ὁ Θεός· αὐτὸν ἒδῶ οὔτε ποῦθε βαστάει ἡ σκούφια του δὲν ξεύρομεν.

Ἄπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· αὐτὰ εἶναι τὰ θαύματα, ὅτι ἐσεῖς οὔτε ποὺ τὸν ξεύρετε, κι ὅμως, ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. Ξέρουμε δὰ ὅτι τοὺς ἁμαρτωλοὺς ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ᾿ ἐάν κάποιος εἶναι θεοσεβὴς καὶ ποιῇ τὸ θέλημά του, αὐτὸν τὸν ἀκούει. Στὸν αἰῶνα, δὲν ἀκούστηκε κάποιος ν’ ἀνοίξῃ ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου. Κι ἂν δὲν ἦταν παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν.

Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· σὺ μὲ ἁμαρτίες εἶσαι πλασμένος, καὶ ἔρχεσαι καὶ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω.

Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ: σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; Ἄπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε: καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· καὶ τὸν ἔχεις δεῖ, καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ, ἐκεῖνος εἶναι. Ὁ δὲ εἶπε· πιστεύω, Κύριε· καὶ τὸν προσεφίλησε.

Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον γιὰ νὰ γίνῃ ἡ κρίση: οἱ μὴ βλέποντες νὰ βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ νὰ γίνωνται. Καὶ ἤκουσαν κάποιοι ἐκ τῶν Φαρισαίων ποὺ ἦταν κοντά, καὶ εἶπον αὐτῷ· δηλαδὴ καὶ ἡμεῖς τυφλοί εἴμαστε; εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἂν τυφλοὶ ἤσασταν, δὲ θὰ εἴχατε ἁμαρτίαν· ὅμως λέγετε ὅτι βλέπετε, καὶ ἡ ἁμαρτία σας μένει.









Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.