Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο Σωτήρης



Ποιοι είμαστε και πού πάμε, ρε Σωτήρη! Ποιοι είμαστε και πού πάμε!

Ερχόμαστε από έναν μικρό κόσμο, Σωτήρη μου. Τον ιδιωτικό μας τον κόσμο. Και φέρουμε μικρό μυαλό. Και επιχειρούμε να εισέλθουμε στην κοινωνία. Να κάνουμε και μεις κάτι. Κάπως να υπάρξουμε. Βιβλιοπώλης, ταξιτζής, ταξιτζού, αστροναύτης, πουτάνα, φωτοτύπης. Εσύ, φαντάρος έδειξες να το 'χεις με τα στρατιωτικά, είχες και κάποια μόρια, είχες και κορμοστασιά, στο σχολείο μαντάρα τα 'χες κάνει, καλή ιδέα ήταν, πήγες κι έκανες αίτηση για αστυνομικός. Μπάτσος. Αστυφύλαξ.

Που θα πει ένα μόνο πράμα: ότι δουλειά σου είναι να ασκείς βία για πάρτη των υπολοίπων, όσων κάνουμε άλλες δουλειές. Νόμιμη βία. Έτσι λέγεται. Αλτ! φωνάζεις με τη μπάσα τη φωνή σου εσύ, κι ο καργιόλης που επιβουλεύτηκε το βιος μας ή την ανήλικη την κόρη μας, ψαρώνει και κατουριέται απ' το φόβο του. Όχι τόσο γιατί είσαι εσύ φοβερός και τρομερός. Που είσαι, δεν το συζητώ. Αλλά γιατί στο πρόσωπό σου εκτός από σένα ο καργιόλης βλέπει κι όλους εμάς και βλέπει και τον εαυτό του τον ίδιο να τον ελέγχει. Ασύλληπτο δεν είναι; Αυτό θα πει νόμιμη βία, Σωτήρη.

Κάτι λοιπόν η κορμοστασιά σου, κάτι η μυϊκή σου η μάζα, η ζέση σου, όλα μέτρησαν, και επελέγης. Και άιντε σε σεμινάρια. Άιντε σε σχολές. Άιντε σε ασκήσεις. Βγάλτου την Παναγία. Λίγο για να μάθεις να κάνεις ό,τι πρέπει κι ό,τι σου λένε,  λίγο για να παπαγαλίσεις και τίποτε θεωρητικά - εκπαιδευμένος να είσαι, να μην είσαι αμολημένος έτσι δα στους δρόμους. Και πήρες και φόρεσες τη στολή. Και τα εθνόσημα. Αυτό το γαμάω το μπλε το σκούρο, απ’ τους καλύτερους τους μόδιστρους. Το σέξι, το κιριλέ, το σοβαρό. Και τα κίτρινα τα λιλιά τα χρυσαφιά και τ' άσπρα, πώωω, και το εθνόσημο... Τι ζώνες, τι άρβυλα, τι πηλίκιο! Α πα πα. Και να και τ’ όπλο. Να κι οι χειροπέδες. Να και το γκλομπ. Α ρε πούστη Σωτήρη. Να γιατί σ' αγάπησα. Γιατί ήσαν όμορφος.

Και πήρε, που λες Σωτήρη μου, πήρε και κυλούσε η ζωή. Όλα ήταν καλά και άγια. Και τακτοποιημένα. Έπαιρνες και τα λεφτάκια σου κάθε πρώτη και δεκαπέντε, άντε και τα νυχτερινά σου κάθε τόσο, άντε οι υπερωρίες, άντε το επίδομα, να που μάζεψες στο τέλος και πήρες και άιπαντ. Κομπιουτεράς ο Σωτήρης.

Βεβαίως έτρεχες κι όλας. Την πίστη σου βγάζαν. Όλο και κάποιο βλαμμένο έκλεβε, όλο και τίποτε ηλίθιοι πλακώνονταν, τίποτε μεθυσμένοι, τίποτα διαταράξεις - σε δουλειά να βρισκόμαστε. Και δεν ήταν μόνο τα κλεφτρόνια και οι χουλιγκάνοι. Και ναρκωτικά είχαμε, κι εκβιασμούς, και δουλεμπόρια, και τύπους με όπλα, και συμμορίες. Αμ πώς. Είχαμε πράμα. Έπεφτε η κλήση λοιπόν, άλφα τρία εικοσιτέσσερα ακούει, έσπευδες εσύ στο σημείο. Ίου, ίου το περιπολικό σου, να τα φώτα τα μπλε και τα κόκκινα τα στραβωτικά, να τα μεγάφωνα, ακίνητοι, γυαλιστερά αυτοκίνητα, στριγκλιές από λάστιχα, σινεμά σκέτο. Κι επιλαμβανόσουν. Και πού και πού έπεφτε και κάνας πυροβολισμός.

Κι αρχίζαν εδώ τα ακαταλαβίστικα. Όχι γιατί πυροβόλησες, όχι πώς κατάλαβες ότι σε απειλούσε, όχι πώς αποδεικνύεις ότι κινδύνευες, όχι έπρεπε να περιμένεις να σου ρίξει αυτός πρώτα, ξέρεις εσύ τώρα, Σωτήρη. Τα πουστιρλίκια της Δημοκρατίας. Που δε μπορεί να πάρει μιαν απόφαση να τελειώνουμε, κατά πώς παραπονιέσαι. Γιατί έτσι είναι η Δημοκρατία, Σωτήρη μου. Είναι τρομερό σύστημα. Δεινόν, που λέγαν οι παλιοί. Θαυμαστό και φοβερό μαζί. Ένα σύστημα όπου κανονίζουμε και στεκόμαστε στον αέρα. Δηλαδή ίσες δυνάμεις απ' όλες τις μεριές. Και ισορροπούμε. Στο πουθενά. Στο τίποτα. Ιλιγγιώδες, ε; Όσο από δω, τόσο κι από κει. Όσο το έτσι, τόσο το αλλιώς. Μέτρον. Το πιάνεις; Μωρέ το πιάνεις. Αλλά δε συγκινείσαι. Άστο. Δεν πειράζει, παλικάρι μου. Γι' αυτό επελέγης. Αν σε συγκινούσαν αυτά, δε θα την έκανες τη δουλειά σου καλά. Κι εσύ θα κινδύνευες, και σε κίνδυνο θα μας έβαζες, όλους.

Τα πιάνεις και τα παραπιάνεις. Γι’ αυτό και στα λέω. Όλα τα πιάνεις. Δεν είσαι βλάκας. Δεν έχει τίποτε το μυαλό σου, κάποια πάθηση, ας το πούμε. Όχι. Μια χαρά είσαι. Απλώς διαλέγεις να σκέφτεσαι κατ’ ευθείαν. Σ’ ένα επίπεδο. Στον τοίχο. Στο στόχο. Διαλέγεις, για να το πω αλλιώς, να κρατάς αγκαλιά τον μικρό σου τον κόσμο που λέγαμε πρωτύτερα, και το μικρό σου το μυαλό. Και πας ευθεία. Λίγο τεμπέλης, λίγο λεβέντης και λίγο θυμωμένος - όλ’ αυτά μαζί. Και βεβαίως απαίδευτος. Πάλι από τεμπελιά, τι άλλο. Άλλωστε, γι’ αυτό σ’ αγάπησα. Η τεμπελιά είναι τόσο γοητευτική. Και η ισάδα. Μπρουτάλ. Τα πιάνεις, όμως, και τα παραπιάνεις.

Αυτό λοιπόν, αυτή η Δημοκρατία, εσένα πάντα σε ξένιζε. Σε διέλυε. Ήταν το μεγάλο το ζόρι. Το ξέρω. Το κατανοώ. Ποτέ σου δε μπόρεσες να δεχτείς πώς σκατά είναι δυνατόν εσύ να ρισκάρεις και τη ζωή σου, να το πιάνεις το καθίκι, ζωντανό, ανέπαφο, με το γάντι, ακριβώς όπως σου ζητήσαμε, να τον φέρνεις στο δικαστήριο, και μετά εμείς να πλακώνουμε, βρες του συνήγορο, όχι η δίκη, όχι η αναβολή, όχι τα δικαιώματα, όχι η έφεση, όχι το 'να, όχι τ' άλλο, μετά από λίγο να βγαίνει το αρχίδι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και συ πάλι να τον βρίσκεις μπροστά σου, και πάλι να κινδυνεύεις. Κι εσύ και όλοι μας. Φτου κι απ' την αρχή, δηλαδή.

Το 'χες που λες το πρόβλημα. Πάντα αναρωτιόσουν, ρε παιδιά, τι διάολο, άμα τον θέλουμε μέσα τον κλέφτη, ορίστε, τον έπιασα. Βάλτε τον μέσα! Έλα μου ντε! Αφού σταματάν την κυκλοφορία τα κωλόπαιδα, γιατί δεν τους ανοίγουμε τα κεφάλια ν' ανοίξει και ο δρόμος; Εδώ σε θέλω. Τι σε βάζουμε να στέκεσαι και να τρως τις πέτρες βροχή και δε σε αμολάμε να τα ξεσκίσεις; Τι σπορ είναι αυτό; Της αυτοσυγκρατήσεως; Θέμε ρε ή δε θέμε να τα πάρει ο διάολος; Τι μαλακία είναι αυτή, να σε εκπαιδεύουμε, να σε ντύνουμε, να σε οπλίζουμε, κράνη, ασπίδες, αρχίδια, και στο τέλος να σε βάζουμε να στέκεσαι εκεί, μες τη μέση στο δρόμο, και να παίρνεις φωτιά μες τα σπασμένα τα γυαλιά και τις βενζίνες; Ε; Γιατί; Μάνα δεν έχεις εσύ, γαμώ τη;

Δύσκολη εξίσωση, Σωτηράκη μου. Περίπλοκη. Με πολλούς αγνώστους. Άλλα μαθηματικά. Στριφνά. Δε βγάζει νόημα. Κι όσο τα πράματα ήσαν κανονικά, δεν πείραζε. Δηλαδή, δεν πείραζε και τόσο. Έκανες το μεροκάματο, έπαιρνες και τα ρεπά σου, πήρες και το άιπαντ που λέγαμε, δώστου εμπιθρί, δώστου φέισμπουκ, δώστου γκουκγλ, καφετέριες, καμιά γκομενίτσα, ε, έρχονταν τα πράματα στα ίσα τους. Ή κάπως, τέλος πάντων. Η εξίσωση ψιλόβγαινε. Με δυσκολίες, δε λέω. Σαν παιδί που μόλις έβγαλε τις βοηθητικές απ’ το ποδήλατο.

Αλλά ένα πρωί, όλ' αυτά τα πήρε ο διάολος. Όλα κατέρρευσαν. Τι έγινε ρε παιδιά, ρωτούσες. Αλλά το ίδιο ρωτούσαμε όλοι. Μας άρπαξε ο φόβος. Πού είναι τα λεφτά; Δεν υπάρχει μία. Γιατί, ρε; Τι έπαιξε; Τώρα ποιος θα σου απαντήσει; Και ποιος θα σε πληρώσει;

Κι ήρθε κι έγινε κενό, που λες, Σωτήρη. Βάκουμ. Ένα πράμα που σε ρουφάει προς τα κάτω. Και πρέπει από κάπου να πιαστείς. Οπωσδήποτε. Απ’ οπουδήποτε. Νόμος της φύσεως, με πιάνεις; Δεν έχει εδώ αμπελοφιλοσοφίες και θεωρίες. Ποιος είμαι, πείτε μου. Πού πάω; Ποιος αποφασίζει; Γιατί; Και ποια Δημοκρατία; Πού είναι η δράση; Πού είναι οι εχθροί; Το αίμα βράζει. Πού είναι οι αντίπαλοι; Να τους σκίσουμε. Ποιος φταίει;

Στο μεταξύ, αυτή η Δημοκρατία, που λες Σωτήρη μου - ανοίγω τώρα μια παρένθεση, το ξέρω ότι σε ζαλίζουν οι παρενθέσεις μου - μου το 'χεις πει: ρε μαλάκα, μίλα στα ίσα, μου 'χεις πει. Αλλά το κάνεις από επιλογή που ζαλίζεσαι κι όχι από βλακεία, τα 'παμε αυτά, οπότε παλουκώσου κι άκου: αυτή που λες η Δημοκρατία μας, τα τελευταία πολλά χρόνια, και πάντως όλα τα χρόνια της ζωής της δικής σου, που 'σαι και μικρούλης, είχε πάθει ένα κράτημα. Ένα αυτογκόλ. Εκδημοκρατισμός. Ό,τι να 'ναι, παιδιά. Βάλαμε όλοι από ένα αμπέχωνο και αρχίσαμε να μιλάμε στον ενικό. Επί δικαίων και αδίκων. Και δος του νταηλίκια, και δος του τσαμπουκαλίκια. Η περιφρούρηση της απεργίας, τα καδρόνια στις μπουκαπόρτες και οι καταλήψεις των σχολείων. Άσ’ τους, λέγαμε, και παρακολουθούσαμε από απόσταση ασφαλείας. Πάμε για ύπνο, Κατερίνα. Τι έχουμε να φοβηθούμε; Το φάντασμα; Άσ’ τους. Πού θα πάει; Θα ξεθυμάνουν. Σωστό. Ξεθύμαιναν αυτοί. Αλλά το φάντασμα διαχεόταν. Κι εμείς αρχίσαμε να του μοιάζουμε. Εθιζόμασταν στον τσαμπουκά. Στη βία. Στην αγανάχτηση. Με πιάνεις, Σωτήρη μου; Το δίκιο παραγκώνισε το δίκαιο. Χάθηκε ο μπούσουλας. Παραλοϊσμένα πήγαινε το καράβι.

Κι εκκολάπτονταν και τα ωά του φιδιού. Και μέσα στη θλίψη και στην αυτοπεδίκλωση, μέσα στην κατάρρευση και στο κενό, μέσα στο σώμα αυτό που ασθενούσε βαριά, ήρθαν να εκδηλωθούν και τα πρώτα συμπτώματα της νόσου. Οπότε, για να φτάσω εκεί που θέλω να πάω εξ αρχής σ' αυτή την κουβέντα μας, μέσα στον ζόφο και το ψύχος, μέσα στην κατάθλιψη και τη μείωση μισθών, μέσα στην ανάγκη και το φόβο και το επείγον, ήρθες ένα μεσημέρι και δήλωσες: αμ ξέρω 'γω τι πρέπει να γίνει.

Εγώ συνηθισμένος ήμουνα και δεν έδωσα και μεγάλη σημασία. Πάντα έτσι τα αμόλαγες. Αμάσητα. Είπαμε: λίγο τεμπέλης, λίγο θυμωμένος, λίγο λεβέντης. Τι πρέπει να γίνει Σωτήρη μου; σε ρώτησα ανύποπτος, καθώς κοίταζα τα μακαρόνια μην κολλήσουν. Θάνατος στους προδότες, είπες εσύ.

Ένιωσα ένα τσίμπημα. Απόμακρο. Ένα πράμα σα φόβο. Κάτι είχε ο τόνος σου καινούριο. Κάτι που σήμερα αποκτούσε άλλον ήχο. Έμεινα να ανακατεύω τα μακαρόνια. Τι λες ρε Σωτήρη; Ποιοι είναι οι προδότες; είπα στο τέλος. Αυτοί που τα φάγανε, απήντησες με το απλοποιημένο μυαλό σου. Και ποιοι είναι αυτοί, ρε Σωτήρη, σε ρώτησα. Οι πολιτικοί, είπες. Τα καθάρματα. Το σύστημα. Έξω όλοι. Θάνατος.

Επέμεινα να κοιτάζω τα μακαρόνια ανασυντασσόμενος. Διαλέγοντας λέξεις. Μ’ έζωσαν οι υποψίες. Μήπως ήσουνα στ’ αλήθεια βλάκας μωρέ, και δεν το 'χα πάρει χαμπάρι; Κι όμως όχι. Τεμπέλης ναι. Λεβέντης ναι. Θυμωμένος ναι. Αγράμματος ναι. Τα 'παμε αυτά. Όχι όμως βλάκας. Άρχισα να θυμώνω. Στο τέλος τον συγκράτησα τον θυμό και είπα μαλακά: δεν υπάρχουν αυτά, αγόρι μου. Δεν υπάρχει τέτοιο πράμα. Τι θα πει οι πολιτικοί. Τι είναι πολιτικός; Του κάνεις αιματολογικές και το βρίσκεις ότι είναι πολιτικός και τον σκοτώνεις; Αυτό εννοείς; Δεν υπάρχουν αυτά, παλικάρι μου. Όποιος ζητάει την ψήφο σου και τον έχεις άχτι, δεν τον ψηφίζεις. Τον κράζεις. Γιούχα. Τον στέλνεις σπίτι του. Κι αν τα 'φαγε κιόλας, νόμους έχουμε. Τον καθίζεις στο σκαμνί και τον στέλνεις στη στενή.

Τι ήταν να το πω αυτό το τελευταίο; Ναι, ξέρω, είπες. Για να πλακώσουν οι δικηγόροι, να αναβληθεί η δίκη, να φάει αναστολή, και να τον ξαναβρούμε μπροστά μας. Το 'ξερες το σενάριο. Τόσες φορές το 'χες φάει στη μάπα. Τόσα χρόνια σε πόναγε και σε ξαναπόναγε. Δεν το 'λυσες. Και το γράμμα το ανεπίδοτο είχε μέσα σου κακοφορμίσει. Τώρα μες στην ανάγκη και στη φωτιά, έπρεπε εσύ να σιγοψηθείς να μάθεις τι θα πει κράτος δικαίου και τι νομικός πολιτισμός, και παπαριές. Πάνω στην τούρλα του Σαββάτου. Με τα λεφτά σωσμένα, με το επείγον να καίει, και να βάλουμε τώρα στο απρόθυμο το μυαλό σου πώς λειτουργεί το πράμα. Να μιλήσουμε για Τρίτη Εξουσία. Ωχ, Παναγία μου. Ο τόπος να σειέται και μεις να ξεκινάμε μάθημα για τις αντοχές των υλικών.

Τον πολιτικό και τον πακιστανό, συνέχισες. Κι ένιωσα το στομάχι μου να μαζεύεται και να με σφίγγουν τα φίδια. Κάπου τον ξέρω εγώ αυτόν τον συνδυασμό, σκέφτηκα. Τον ξέρω εγώ τον πακιστανό, συνέχισες. Είναι απατεώνας. Βρωμιάρης. Ύπουλος. Κάθε βράδυ που τους μαζεύω, ξέρεις τι ψέματα μου λένε;

Έμεινα να σκέφτομαι. Σιωπηλός. Εμ, βέβαια, Σωτηράκη. Ψέματα σου λένε. Τώρα που τελειώσαν και τα δικά μας τα λεφτά, δεν το βλέπεις το σενάριο; Δεν το κατανοείς τι παθαίνεις άμα σου τελειώσουν όλα;

Εσύ, αν ήσουν στην ξένη τη χώρα λευκός, κι όλοι να 'ναι μαύροι, κι ήσουν χωρίς λεφτά, χωρίς χαρτιά, και να 'ρχονται οι μαύροι οι μπάτσοι, σκούρες μπλε στολές, μπλε και κόκκινα φώτα, ίου ίου, λάστιχα που στριγγλίζουν, χειροπέδες που αστράφτουν, και να σε πηγαίνουν μέσα κάθε λίγο και λιγάκι, και να 'ρχονται και οι μαύρες οι νοικοκυρές, εκεί που σ’ έχουν με τις χειροπέδες να περιμένεις να σε παραλάβει η κλούβα, να 'ρχονται οι αγαναχτισμένες και να σε βρίζουν, και να σε φτύνουν, σάλιο αληθινό, που να κυλά στο μάγουλο;

Τι θα του 'λεγες του μαύρου του μπάτσου, Σωτηράκη μου; Αλήθειες θα του 'λεγες; Ανάλυση για το μεταναστευτικό θα του 'κανες; Του κόσμου τα ψέματα θα του 'λεγες. Δεν είδα, δεν άκουσα, εγώ απλώς περνούσα, είχα χαρτιά αλλά μου τα κλέψανε. Όχι, δεν είμαι και τόσο λευκός, ιδέα σας είναι. Από τα φώτα. Τέτοια θα του 'λεγες. Μπας και γλιτώσεις την μπουνιά στο στομάχι που σου κόβει την ανάσα η ρημάδα και σημάδι δεν αφήνει για να κάνεις μετά καταγγελία. Και την απέλαση. Του κόσμου τα ψέματα θα του 'λεγες. Του κόσμου τα ψέματα Σωτηράκη μου, του μαύρου του συναδέλφου σου, αγόρι μου.

Αλλά παρασύρθηκα. Ας γυρίσουμε στη λευκή μας τη χώρα. Και σε εσένα. Που ήρθες και είπες, θάνατος στους προδότες. Ποιους προδότες, βρε; Ξέρουν αυτοί, είπες εσύ. Και σου λέω, τι λες ρε μαλάκα, τι θάνατος και μαλακίες; εσύ θα κρίνεις, εσύ θα δικάσεις, εσύ θα τους πιάσεις κι εσύ θα τους εκτελέσεις; Αμέ, είπες. Γιατί, δεν ξέρω εγώ να κρίνω; Δε βλέπω γω τι γίνεται μπροστά μου; Ίδρωσα. Να κάτσουμε τώρα να συζητήσουμε περί διαχωρισμού των εξουσιών και πώς δουλεύει αυτό το πράμα. Και τι είναι αυτοδικία. Ω ρε πούστη μου. Και να μου φαίνονται όλα βουνό. Τους εύκολους τους καιρούς τις βαριόμασταν τις αναλύσεις. Πού να σε ξυπνάμε τότε. Κι άιντε τώρα πάνω στη φωτιά και στο χαμό να κάνουμε Αγωγή του Πολίτου. Και ξαφνικά να συνειδητοποιώ και το τρομερό: ότι έχεις και όπλο. Είσαι και εκπαιδευμένος να το χειρίζεσαι. Τώρα; Τι κάνουμε; Τι να σου πω και τι να μη σου πω; Δηλαδή για πες μου, είπα εντέλει. Για να συνεννοηθούμε, δηλαδή. Μας λες ότι ξέρεις κάποια λύση που δεν ξέρουμε οι υπόλοιποι και ότι θα την βάλεις μπροστά; Αυτό λες;

Ήταν το βράδυ που τα σπάσαμε, Σωτηράκη. Εσύ εδήλωσες ότι αν χρειαστεί, ναι, θα τη βάλεις μπροστά τη λύση. Γιατί είσαι πατριώτης εσύ. Έτσι είπες. Κι εγώ σου είπα ότι φίλοι ξεφίλοι, από δω και κάτω πρόσεχε τι θα πεις γιατί θα πάω να τα αναφέρω στον διοικητή σου χαρτί και καλαμάρι. Πρώτον γιατί είμαι κι εγώ πατριώτης. Σου διέφυγε, έτσι; Σαρπράιζ! Αλλά και διότι μέχρι εκεί θα ξέρεις, φαντάζομαι: αν δεν μπορώ να σε μεταπείσω, υποχρεωτικά σε δίνω μπας και σε σώσω, κι αν όχι εσένα, τουλάχιστον τα υποψήφια θύματά σου. Το ξέρεις πώς λειτουργεί, Σωτήρη. Δεν το ξέρεις;

Μη μου πεις λοιπόν περισσότερα, Σωτηράκη. Γιατί θα σε δώσω. Φίλοι ξεφίλοι. Γιατί δεν το πιάνεις ότι έχεις περάσει απ’ το πολιτικό στο ποινικό, έτσι δεν είναι; Αχ αυτά τα μπλε σου τα μάτια. Εδώ δεν είσαι σε διατεταγμένη υπηρεσία, μαλάκα. Δεν είναι νόμιμη η βία με την οποία απειλείς. Είναι δικιά σου. Είναι πρωτοβουλία. Ιδιωτεία. Σκέφτηκες να μας σώσεις, έτσι; Με τι; Με το όπλο που σου αγοράσαμε όλοι; Εσού περιλαμβανομένου; Και με εντολές τίνος;

Είναι φαίνεται γραφτό. Κάθε κάμποσα χρόνια, κάθε κάνα δυο γενιές, το κοινωνικό σώμα βραχυκυκλώνεται. Έχει έρθει στο προσκήνιο και η νέα γενιά. Που δεν είδε, δε διάβασε, δεν άκουσε. Χωρίς αντισώματα. Αμπόλιαστη. Ανυπεράσπιστη. Και πάνω εκεί βρίσκουν τις συνθήκες τις κατάλληλες και σπάνε και το τσόφλι τους τα φίδια. Κι αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται αστραπιαία. Το σώμα ασθενεί, οι άμυνες συμβιβασμένες κι η νόσος θεριεύει.

Νομίσαμε ότι τα 'χαμε πετάξει τα σκουπίδια αλλά δεν. Κάτω απ’ το χαλί ήταν. Υπνώττοντα. Ό,τι παραμερίσαμε, να 'το πάλι μπροστά μας. Ό,τι βάλαμε στην άκρη, να 'την πάλι η αποφορά του. Ό,τι κι αν οικοδομήσαμε με τον νου, να 'το τώρα καταργημένο, να καίγεται από τη βρωμερή ανάσα του κτήνους. Όσους Χριστούς κι αν χρίσαμε, τόσους Εωσφόρους γεννήσαμε.

Περίλαμπρος αυτός. Αυγινός. Ωραίος. Εκπάγλου καλλονής και απιστεύτου δυνάμεως. Το αίμα να κυλά. Κι όλα τα καλά τα λόγια ν’ ακούγονται. Ότι εμείς οι καλύτεροι. Κι οι άλλοι τα γουρούνια. Ότι εμείς η δύναμη. Γιατί εμείς μισούμε. Γιατί έχουμε το δίκιο. Οι άλλοι είναι κότες. Ότι εμείς το φως και μεις η ρομφαία. Οι εχθροί μας θα καούν. Θα λιώσουν. Γιατί είναι εκφυλισμένοι. Σιχαμένοι. Γιατί είναι εβραίοι. Είναι κουμμούνια. Που θα πει το ίδιο. Είναι πούστηδες. Λεσβίες. Σλάβοι. Σχιζοφρενικοί και άρρωστοι και σιφυλιδικοί. Είναι σύστημα. Είναι κατεστημένο. Οι πολιτικοί. Οι ξένοι. Οι άλλοι. Οι τραπεζίτες. Τα γουρούνια.

Πώς; Δεν έχω ειρμό; Τίποτα δεν έχεις καταλάβει. Τι να τον κάνω εγώ τον ειρμό; Ειρμό χρειάζεται η άρρωστη η Δημοκρατία σας και ο Ιουδαιοχριστιανισμός σας. Εγώ δεν χρειάζομαι ειρμό. Συσσίτια για έλληνες. Αυτό χρειάζομαι. Καλό; Αίμα χρειάζομαι. Κάτι που να φωνάζει. Πολιτικώς ασυνάρτητος; Και ποιος σου είπε ότι είμαι πολιτικός; Την πολιτική σας μόνο τη χρησιμοποιώ. Το κτήνος είμαι. Είμαι αυτό που κρύβουμε όλοι μας. Είμαι η οπλή. Το τέρας. Αυτό που γυρεύει να ελευθερωθεί και να κάψει ό,τι ρει μπροστά του. Γιατί; Γιατί έτσι. Αυτή είναι η λατρεία μου. Σπάω το κεφάλι του πακιστανού. Αυτόνα έχω πρόχειρο, κι αυτόνα δείχνω και σας ξεσηκώνω. Μικρός είχα σπάσει και το κεφάλι του μικρού μου αδερφού. Βλέπεις πώς έρχονται και δένουν όλα; Και μόλις τελειώσουν οι πακιστανοί, θα έρθουν οι λεπροί. Μετά οι εβραίοι. Και οι αδερφές. Κι όλο και κάτι θα βρίσκουμε. Ποια καθαρότητα και ποιας φυλής ρε μαλάκα; Και ποιο μνημόνιο; Τίποτα δεν είμαι και τίποτα δεν πιστεύω. Αυτά είναι για τους αδύναμους. Αλλού το πάω εγώ. Εγώ είμαι ανδρωμένος, συνειδητοποιημένος, κι έτοιμος για όλα. Είμαι η Αυγή. Η Έως. Θα σου ψιθυρίσω οτιδήποτε. Θα συμμαχήσω με οποιονδήποτε. Αυτός είναι ο ιερός σκοπός μου. Σήμερα έτσι, αύριο αλλιώς. Δεν έχει σημασία. Γιατί αυτό που ζητώ είναι το αίμα. Ζητώ να συντριβεί ό,τι με κλείδωσε στα τάρταρα. Ζητώ να σπάσουν οι αλυσίδες. Να θρυμματιστούν οι σφραγίδες. Να ελευθερωθώ. Ζητώ το δίκιο μου. Ό,τι τόσον καιρό μου αφαίρεσε ο Λόγος σας και ο Χριστός σας, αυτό ζητώ πίσω. Ό,τι μου στέρησε η σύφιλη της Δημοκρατίας σας και του Πολιτισμού σας, αυτό το θέλω να μου επιστραφεί.

Είμαι εντός μας, όλων μας. Γιατί είμαι αυτό που κρύψαμε. Είμαι αυτό που αρνηθήκαμε. Είμαι αυτό που μας τρομάζει - γιατί είναι δικό μας και δεν το τακτοποιήσαμε. Είμαι η ρωγμή. Είμαι ό,τι δεν σμιλέψαμε και ό,τι περίσσεψε από τις επεξεργασίες μας. Ανθρωπάρια. Είμαι εντός μας και μας καταλαμβάνω όλους. Ποια οικονομική κρίση και ποια ανέχεια, μωρέ! Αυτά είναι αφορμές. Όχι η αιτία. Η αιτία είναι ότι εγώ είμαι όλοι μας. Είμαι άνεργος και φοιτητής, αλλά είμαι και γιατρός και μουσικός. Παντού. Νοσοκόμα και νοικοκυρά, σύζυγος και πουτάνα. Αμόρφωτος ταξιτζής, σπουδαγμένος στρατιωτικός και επιχειρηματίας. Είμαι ο στεναγμός. Είμαι το ανομολόγητο. Είμαι ο πυθμένας. Το παν. Είμαι αυτό που γυρεύει. Είμαι το αίμα το γλυκό.

Εξ όλων συνίσταμαι και όλοι συνιστάμεθα εξ εμού. Είμαι ο ελευθερωτής. Γνωρίζω το αρχαίο παιχνίδι. Γνωρίζω από δύναμη. Από ρώμη. Γνωρίζω από χαιρετισμό. Από στολές. Από ενορχήστρωση. Ξέρω από στόχους. Ξέρω από θυμό. Κι από ανάγκη. Κι από στύση. Δε με τρομάζει το αίμα. Ούτε το χώμα. Ούτε το σπέρμα. Γνωρίζω να θέλω. Είμαι εδώ. Και παντού. Μας πιάνω με το κεφάλι χωμένο στην άμμο, να πιστεύουμε ότι είμαι άλλος κι όχι εμείς. Ότι είμαι ο οξαποδώ. Κι όσο αυτό πιστεύουμε, τόσο εγώ θεριεύω. Γιατί είμαι αυτό που δεν κοιτάμε. Αυτό που δεν μιλάμε. Αυτό που καταχωνιάζουμε. Κι αν διανοηθούμε να τα βάλουμε μαζί μου, κατ’ εικόνα και ομοίωσή μου θα γίνουμε. Και τότε είναι που θα 'χω νικήσει κατά κράτος.

Ή μαζί μου θα είμαστε, ή αυτό που αποστρεφόμαστε θα γίνουμε.

Είναι η ώρα μου.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.