Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Γιατί μαμά



Ο φίλος Πάνος​ δημοσιεύει το γράμμα μιας κοπέλας, κόρης χωρισμένων γονιών, προς τη μάνα της. Η οποία μάνα της έστειλε απάντηση σε μένα! Θεώρησα σωστό να τη δημοσιεύσω κι εγώ με τη σειρά μου:

Κορούλα μου

Διάβασα το γράμμα σου. Αναρωτιέσαι γιατί φέρθηκα όπως φέρθηκα στον πατέρα σου και σε σάς τους δύο, εσένα και τον αδελφό σου.

Ο πραγματικός μου σκοπός, όπως ίσως βλέπεις τώρα που μεγάλωσες, δεν ήταν να λύσω τις διαφορές μου με τον μπαμπά σου. Θα σου πω το προφανές: αν πράγματι ήθελα να λύσω διαφορές, θα το έκανα μ' εκείνον. Όχι παρουσία κοινού. Οι διαφορές με τον σύντροφο δεν επιλύονται μπροστά στα παιδιά.

Δεν ήθελα να επιλύσω κάτι.

Ο λόγος που έκανα όλες αυτές τις ατέλειωτες σκηνές όταν ήσασταν μπροστά, εσύ κι ο αδελφός σου, ο λόγος που σας έλεγα όλα τα προβλήματα του γάμου μας, που σας ξυπνούσα μέσα στη νύχτα για να πάμε στη γιαγιά – ο λόγος που φέρθηκα όπως φέρθηκα σε όλες τις περιπτώσεις για τις οποίες γράφεις και αναρωτιέσαι, ήταν γιατί ήθελα να σας πάρω με το μέρος μου. Ήθελα να σκοτίσω τα μυαλά και τις ψυχές σας και να αποσπάσω την άνευ όρων συμπάθεια και συμμαχία σας, εσένα και του αδελφού σου, στη μάχη μου απέναντι στον πατέρα σου.

Ποια μάχη, μη με ρωτάς, κορίτσι μου. Τον μισούσα τον πατέρα σου. Γιατί; Γιατί έτσι. Είναι κάτι που έχει να κάνει με τον τρόπο που εγώ καταλαβαίνω τις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους και ιδίως με το άλλο φύλο. Ένα μόνο θα σου πω, κι απ' αυτό ίσως καταλάβεις πολλά: τον μισούσα γιατί όταν σας ξυπνούσα μες τη νύχτα να πάμε στη γιαγιά, εκείνος έτρεμε από το φόβο και την απελπισία του, όπως πολύ σωστά γράφεις στο γράμμα σου. Για σένα που το γράφεις, αυτό είναι λόγος να τον συμπαθείς. Αλλά εγώ γι' αυτό ακριβώς τον μισούσα. Πρώτα γιατί μ' αυτόν τον τρόπο έβαζε υποθήκη για να τον λυπάστε εσείς αργότερα. Αλλά και γιατί όταν εγώ βλέπω φόβο και απελπισία, μόνο ένα πράμα ξέρω να κάνω: να αποτελειώνω το θύμα μου.

Λες ότι δεν έφταιγε μόνο ο μπαμπάς για τα προβλήματα που είχαμε εκείνος κι εγώ. Φυσικά, γλυκειά μου. Βεβαίως και δεν έφταιγε ο καημένος. Για τίποτα. Εκτός από ένα: πρώτα που με παντρεύτηκε, κι ύστερα που δε μου έβαλε τα δύο πόδια σ' ένα παπούτσι. Ενώ κάθε μου ενεργεια τού το ζητούσε απελπισμένα. Θα μου πεις, καλά ρε μάνα, γι' αυτό τον πήρες αυτόν τον αθώο άνθρωπο; Μ' αυτόν το σκοπό;

Καλή μου, οι άνθρωποι σαν και μένα, όταν διαλέγουν σύντροφο, επιλέγουν κάποιον που τους έχει πείσει ότι μπορεί να παίξει το παιχνίδι τους και να νικήσει. Δε διαλέγουν αθώους. Είναι στημένο. Παίρνεις αυτόν που έχει την ίδια αρρώστια με σένα, αυτόν που κι εκείνος το βλέπει σαν αναμέτρηση. Γιατί αν δεν είναι το ίδιο άρρωστος με σένα, αποκλείεται να 'ρθει μαζί σου στην εκκλησία. Καταλαβαίνει ότι είσαι για δέσιμο και την κάνει εγκαίρως.

Αν όμως μπει στο παιχνίδι και στην πορεία ηττηθεί κι αρχίσει την κλάψα και το φόβο, αλίμονό του. Τίποτε δε μπορεί να τον γλιτώσει. Και γιατί σέρνεται, αλλά και γιατί σ' εξαπάτησε. Γιατί πρόδωσε. Γιατί δεν άντεξε. Γιατί σ' αφήνει στα κρύα του λουτρού. Γιατί ομολογεί ότι έχασε. Το βρίσκεις αντιφατικό; Είναι. Αλλά δε μπορώ να σε βοηθήσω σ' αυτό. Αν μπορούσα θα είχα βοηθήσει πρώτ' απ' όλους εμένα: δε θα είχα αναζητήσει κάποιον σαν τον πατέρα σου για άντρα μου.

Λες ότι σε γέμισα μίσος για κείνον. Ότι σε έκανα να του μιλάς αισχρά. Και να τον βλέπεις σαν εχθρό.

Άκου κορίτσι μου. Ναι, τον μισούσα. Αλλά αν εσύ είχες αληθινή αγάπη για κείνον κι όχι τον τωρινό σου οίκτο, δεν υπήρχε περίπτωση εγώ να σου άλλαζα τα μυαλά. Θες να σου πω γιατί τα κατάφερα, όπως με κατηγορείς; Γιατί ήσουν έτοιμη να ταχθείς με το μέρος μου. Γιατί ήσουν πρόθυμη να τον απαρνηθείς και να συμφωνήσεις να τον μισείς προκειμένου να σε αγαπώ εγώ. Ανταλλαγή είναι. Δε φταις εσύ γι' αυτό. Ήσουν πολύ μικρή για να έχεις τα κότσια να γλιτώσεις από τέτοιο δόκανο. Εγώ ήμουν η μάνα. Χρησιμοποίησα την ανάγκη σου να σε αγαπώ και το φόβο σου για μένα με τον τρόπο αυτόν: βάζοντάς σε να μισείς τον πατέρα σου.

Ωστόσο, αυτό μπορώ να σου πω για να βοηθήσω αληθινά: αν δεν παραδεχθείς μέσα σου ότι, έστω από φόβο, ότι έκανες αυτή τη συναλλαγή μαζί μου, αυτή τη συμφωνία να μισείς τον πατέρα σου για να έχεις τη δική μου εύνοια, ούτε από τις τύψεις ποτέ θα γλιτώσεις, ούτε από την κατάρα να το ξαναπάθεις ή να το προκαλέσεις η ίδια. Αναγνώρισέ το ώστε να είναι η τελευταία φορά που μπλέκεσαι σε τέτοια δίχτυα.

Τέλος, γράφεις, και παραθέτω αντιγράφοντας πιστά: «Δεν έφταιγε ΜΟΝΟ ο μπαμπάς. Δεν θέλω πια να σταυρώνω τον πατέρα μου, τον εαυτό μου και την οικογένεια που θα φτιάξω. Αχ μαμά! Μακάρι να καταλάβεις μια μέρα. ΘΕΛΩ, έχω ΑΝΑΓΚΗ, να Σας αγαπώ και τους δυο.»

Ποιος σ' εμποδίζει να μας αγαπάς και τους δυο; Και γιατί μου απολογείσαι; Εγώ στη θέση σου θα με είχα διαγράψει, τέτοια που είμαι. Άντε όμως. Ας το καταλάβω. Τι να κάνεις κι εσύ! Να μείνεις χωρίς μάνα; Σωστά. Θα παραδεχτείς όμως ότι η μάνα σου είναι σαρκοβόρο, και θα κανονιστείς αναλόγως. Και μετά, αγάπα με ελεύθερα. Και θυμήσου: μη διανοηθείς να μου ζητήσεις ποτέ οίκτο. Θα σου κάνω αυτό που έκανα και στον πατέρα σου. Ελπίζω πια να έχεις καταλάβει.

Κι ένα τελευταίο να σου πω:

Το γράμμα σου θαλασσοπνίγεται στον λυρισμό και το συναίσθημα. Χαίρομαι που σου αποκάλυψα τι ήταν όλα αυτά τα δικά μου: ήταν ο τρόπος μου να σας κατασπαράξω. Θα σου αποκαλύψω λοιπόν και κάτι για σένα: η κλάψα και ο θρήνος σου δεν είναι ο πόνος που υποδύεσαι, αλλά ο δικός σου τρόπος να κατασπαράζεις ανθρώπους.

Αν θες μια τελευταία συμβουλή από εμένα, το τέρας, μην το κάνεις αυτό. Μην κατασπαράζεις ανθρώπους. Είναι αδιέξοδο. Απελπισία. Δεν τελειώνει πουθενά. Παραιτήσου.

Αλλά αν το κάνεις, μην το κάνεις σαν τον πατέρα σου. Καν' το αποφασισμένα. Μη διαλαλείς τα παθήματά σου για να προσελκύσεις τα θύματα που θα σε λυπηθούν. Μόνο όσοι δεν παραδέχονται τον πραγματικό τους σκοπό το κάνουν έτσι. Και είναι καταδίκη. Θα διαπράξεις τέρατα, και θα είσαι και χαμένη από χέρι. Ποιον θα προσελκύσεις; Κάποιον που θα σε λυπηθεί. Αλλά οι ηλίθιοι που λυπούνται, δεν αγαπούν. Προσέρχονται για ίδιον όφελος. Και μια μέρα θα κατασπαραχθείτε. Θα είσαι και θηρίο και κακομοίρα.

Αυτά τα λίγα. Πήγαινε και μελέτησέ τα. Άσε με εμένα. Έχω τα δικά μου. Κοίτα εσύ να σκεφτείς καθαρά. Κοίτα να σπάσεις τη συνέχεια. Να γλιτώσεις. Να βγεις απ' τον κύκλο.

Καταλαβαίνεις ότι σου λέω αλήθεια, το ξέρω. Ρώτα και κείνον. Αν έχει μεγαλώσει αρκετά, τα ίδια θα σου πει. Εμείς αιματοκυλιστήκαμε. Εσύ μην ανακατεύεσαι.

Φύγε πέτα.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.