Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πατήρ








Πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *ph₂tḗr. Και πρωτοϊνδοϊρανικό *pHtā́r, λατινικό pater και ελληνικό πατήρ.

Γαλλικά père. Και ιταλικά και ισπανικά padre – η προφορά μόνο αλλάζει: πάντρε και πάδρε. Ρουμάνικα γίνεται tată, από το ινδοευρωπαϊκό *tatás και το λατινικό tata, που είναι στα μωρουδίστικα ο μπαμπάς. Όπως papa στ’ αμερικάνικα. Στον Ποπολάρο του Ξενόπουλου, η Έλντα λέει τον πατέρα της, κοτζάμ Κόντε Ντιμάρα, τονε λέει παπάκη. Κι εμείς λέμε παπα Γιώργης. Δηλαδή πατήρ Γεώργιος. 

Διότι πατήρ και père και padre, και father και Vater, είναι και ο πνευματικώς νοούμενος πατέρας. Εξ ου και οι Πατέρες της Εκκλησίας. Και οι πατέρες του έθνους. Vater, φάτερ ακούγεται, το πι γίνεται φι, έτσι τον λένε γερμανικά, και μάλιστα κι αυτοί, όπως κι εμείς, λέμε πατρίδα. Vaterland. Το ίδιο και στα ολλανδικά. Και στα νορβηγικά Fedreland. Αν κι εδώ που τα λέμε, στα νορβηγικά λένε και hjemland όπως στα αγγλικά homeland. Οπότε κι εμείς λέμε μητέρα πατρίδα, και δεν αφήνουμε κανέναν παραπονεμένο.

Τσέχικα τονε λένε táta, όπως ρουμάνικα. Και δανέζικα far, συγγενικό με τα αγγλογερμανικά father και Vater. Στα ρωσικά папа, και στα σουηδικά pappa. Ενώ στα ουκρανικά επιστρέφουμε στη ρίζα tat-: тато. Το ίδιο και στα πολωνικά: tato.

Πνευματικοί πατέρες, λοιπόν, και Πάτερ Ημών. Και πάτερ φαμίλιας, και πατέρας αφέντης. Padre padrone, που θα ’λεγαν και οι Ταβιάνι. Εμάς πώς μας ήρθε και τονε λέμε μπαμπά; Εμ, είναι τα δικά μας τα μωρουδίστικα. Μπαμπάκα μου και μπαμπούλη μου.

Που μοιάζει με τούρκικα. Αλλά ούτε τουρκική είναι η λέξη. Είναι πέρσικα. Μπάμπα (بابا). Πατέρας, παππούς, σεβάσμιο σερνικό.

Ότι θα ρχόταν το σεβάσμιο αυτό σερνικό να χει και μέρα αφιερωμένη ναν το γιορτάζουμε, είναι προφανές τι σημαίνει: ότι είναι απειλούμενο είδος.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...