Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τρύφων

Το وخش‌ارد είναι πέρσικο όνομα. Vaxšard, είναι ο κοντινότερος τρόπος να το προφέρεις.

Έστω όμως ότι είσαι ο Μεγαλέξαντρος. Κι ένας τύπος μ’ αυτό το όνομα και με 30.000 στρατό έχει ταμπουρωθεί στη Σογδιανή Πέτρα και δε μασάει – εδώ μόνο πετώντας θα μπεις μεγάλε, σου διαμηνύει. Τι κάνεις;

Πρώτα τόνε λες Οξυάρτη, να μην έχεις και τον γλωσσοδέτη να βασανίζεσαι. Ύστερα στέλνεις τρακόσιους αλπινιστές, το πρώτο τέτοιο σώμα στη στρατιωτική ιστορία, κι ανεβαίνουν το βράχο. Εμφανίζονται μέσα στο οχυρό, οι δικοί του κοιτάν σα χαζοί, κι ο τύπος παθαίνει νταράκουλο και παραδίνεται.

Συμπεριφέρεσαι κοσμίως και πολιτισμένα, ήρεμα —δεν είσαι κάνα ζώον—, μπαίνεις στην πόλη σαν κύριος, κι ο Οξυ-τέτοιος έχει ήδη αρχίσει να σε εκτιμά σιωπηρώς. Τι ’ναι ρε τούτος, σκέφτεται. Και πάνω εκεί, τελετές, παράδοση, παραλαβή, ταρατατζούμ, βλέπεις και την κόρη του και σε πιάνει ζάλη. Εσείς πώς λέγεστε; τη ρωτάς με κομμένη την ανάσα.

Σε κοιτάει και γυαλίζουν τα σιδερικά σου και της κόβεται κι εκείνης η αναπνοή. روشنک, σου λέει τ’ όνομά της η πριγκιποπούλα. Roshanak. Κι έχει αρχίσει να ζαλίζεται κι εκείνη. Roshanak. Από το *raṷxšnā-. Αβεστικά. Στα αρχαία περσικά ο λαμπερός, ο λαμπρός. Roshanak. Λαμπρή, δηλαδή. Αστέρω. Ομορφιά. Φωτεινή. Όλ’ αυτά μαζί.

Εδώ είπες τον Vaxšard Οξυάρτη, δε θα πεις τη Roshanak Ρωξάνη; Θα την πεις. Και δε θα της κάνεις και πρόταση γάμου; Πώς δε θα της κάνεις. Τ’ άκουσε ο καημένος ο Οξυ-πώς τον λέγαν και φωτίστηκε ολόκληρος, να παιδί μάλαμα για το κορίτσι μου. Σφάχτε τα καλύτερα αρνιά, πιάστε οι μουζικάντηδες τα όργανα. Γλέντι μερόνυχτα, μιλάμε, δεν είχε ματαγίνει σ’ εκείνα τα μέρη.

Αλλά το παιδί που θα κάνουμε δε θα το πούμε τίποτε πέρσικα να μη μπορώ να του τη λέω, εντάξει; Το ξεκαθάρισε εξαρχής ο Στρατηλάτης. Σύμφωνοι. Ό,τι πει το παλικάρι μας. Ο στύλος του σπιτιού μας.

Αλέξανδρο το είπαν το παιδί. Έγκυος ήταν η Ρωξάνη όταν πέθανε ο στύλος, στις 11 Ιουνίου του 323. Πήγε να γίνει σκοτωμός μεγάλος για τη διαδοχή. Σταθήτε ρε, είπε ο Περδίκκας, τι σκοτωνόσαστε, εδώ αγόρι θα γεννηθεί! Έχομεν βασιλέα.

Είχαν. Τον Αλέξανδρο Δ΄. Αλλά δε μείναν εκεί τα πράματα. Δε γλιτώθηκαν οι φόνοι και το κακό. Παιζόταν όλος ο τότε γνωστός κόσμος. Αυτός ο Αλέξανδρος Δ΄ δε βασίλεψε. Παιδί ακόμη τον έφαγε ο Κάσσανδρος. Λίγα χρόνια αργότερα ο Πτολεμαίος Α΄ ο Σωτήρ γινόταν φαραώ της Αιγύπτου. Τον διαδέχτηκε ο Πτολεμαίος Β΄ ο Φιλάδελφος, ο γιος της Βερενίκης. Κι αυτόν ο Πτολεμαίος Γ΄ ο Ευεργέτης. Κι αυτόν ο Πτολεμαίος Δ΄. Ο Φιλοπάτωρ.

Μυθικοί βασιλιάδες. Αυτός ο τελευταίος, ο Φιλοπάτωρ, είχε φτιάξει για την πάρτη του μέχρι και τεσσαρακοντήρη. Καράβι δηλαδή με σαράντα σειρές κωπηλάτες. Το βάζει ο νους σου; Τέσσερεις χιλιάδες άνθρωποι στα κουπιά. Δυο καρίνες – κάτι σαν καταμαράν. 128 μέτρα σκάφος. Το αναφέρει ο Πλούταρχος, που το αναφέρει ο Αθήναιος από τη Ναυκράτιδα της Αιγύπτου. Που το περιέγραφε ο Καλλίξενος ο Ρόδιος. Στο Περί Αλεξανδρείας του. Γαλέρα αναψυχής, για να ξεσκάει ο καημένος ο φαραώ από τις κρατικές έγνοιες.

Για τρυφή μιλάει ο Πολύβιος. Και ως καλό λογαριαζόταν. Απόδειξη μεγαλείου. Σημάδι ότι ο βασιλέας μπορούσε να είναι μέγας κι ελεήμων και φιλάνθρωπος. Μέγιστη ισχύς, άρα και μέγιστη ευσπλαχνία. Τρυφή. Από το *θρυφ-, το θρύπτω, θραύω, θρυψαλίζω. Από κει που βγαίνει και το γερμανικό triefen, στάζω, σταλάζω, καθώς και η εγγλέζικη σταγόνα: drop. Από κει ο τρυφερός, από κει κι ο τρυφηλός.

Τρυφή. Άρα, Τρύφων. Είχε κι αυτό το προσωνύμιο ο Πτολεμαίος Δ΄ ο Φιλοπάτωρ λοιπόν. Ελέγετο και Τρύφων. Κι αργότερα η Κλεοπάτρα η Πριγκίπισσα, η Βασίλισσα της Συρίας, η κόρη του φαραώ Πτολεμαίου Η΄ του Φύσκονος και της Κλεοπάτρας Γ΄, Τρύφαινα ελέγετο κι αυτή.

Ασύλληπτα πράματα. Δεν τα βάζει ο νους του ανθρώπου. Πολλώ μάλλον ο νους του φουκαρά του Τρύφωνος από τη Λάμψακο τής Φρυγίας. Που ήταν χηνοβοσκός. Κι από τη φτώχεια και την ανέχεια και την πείνα, άγιασε ο καημένος. Κι αρρώστους εθεράπευε και δαιμονισμένους, και ήτανε και θαυματουργός. Μέχρι που τον πήρε είδηση ο Γορδιανός Γ΄, ο Ρωμαίος αυτοκράτωρ, να του θεραπεύσει την κορούλα του. Και το ’κανε καλά το κορίτσι ο ταπεινός.

Αλλά χάπι εντ δεν είχαμε. Γιατί μετά κάναν αυτοκράτορα τον Δέκιο, με το ζόρι σχεδόν, και μες το μυαλό του το δημοσιοϋπαλληλικό, αυτός την είδε να φροντίσει και την ασφάλεια της αυτοκρατορίας. Όλοι οι κάτοικοι θα έπρεπε να θυσιάσουν εις τους θεούς και να λάβουν το σχετικό πιστοποιητικό. Τον libellum. Ναι, από κει βγαίνει ο λίβελος. Από το libellus, το βιβλιαράκι με όλα γραμμένα μέσα, καταλεπτώς, που κατέληξε να σημαίνει κατηγορητήριο.

Τρυφὴν τὴν ἀκήρατον, ἰχνηλατῶν ἐκ παιδός, βασάνους ὑπήνεγκας. Τι βασάνους, κομμάτια τον έκοψε ο Δέκιος τον καημένο τον Τρύφωνα. Που αφού τον κατατρυπήσαν με σπαθιά και με καρφιά, εδέησαν να τον αποκεφαλίσουν να ησυχάσει. Και πάει ο φτωχός, κατακομμένος από τα λεπίδια των φαντάρων.

Κι έρχεται και στρογγυλοκάθεται στο μυαλό των ανθρώπων ο Άγιος και μαζί και τα κοφτερά τα εργαλεία. Άκου τώρα! Κλαδευτήρι, ας πούμε, δεν πιάνεις στα χέρια σου του Αγίου Τρύφωνος. Πάει, κατακόβεσαι. Ένας χαζός που ξεχάστηκε και πήγε κείνη τη μέρα για κλάδεμα στο αμπέλι, έκοψε τη μύτη του.

Οι γειτόνοι το ’χουν τερματίσει. Трифон Зарезан. Τρύφων Ζαρεζάν, λένε βουλγάρικα. Ο Τρύφων ο Εσφαγμένος. Ο Μακελεμένος. Γιορτάζει σε δόσεις. Κάθε πρώτη Φλεβάρη ο Άγιος. Και στις δεκατέσσερεις η Μέρα του Αμπελιού. Αμπελουργοί, κηπουροί, καταστηματάρχες με ποτάδικα, όποιος είναι σχετικός, γιορτάζει γιορτή μεγάλη. Ο Διόνυσος και ο Βάκχος παρόντες. Κι ο Τρύφων αναλαμβάνει όλα τ’ αμπέλια και όλα τα σχετικά: Добро утро, Трифоново лозе! Καλημέρα, του Τρύφωνα αμπέλι! Πάντα φορτωμένο να ’σαι. Κι αρρώστιες και μαμούνια, κι ανέμοι και χαλάζια, όλα μακριά! Όξω! Вънка от лозето! Μακριά απ’ τ’ αμπέλι!

Και παίζουν μέσα στ’ αμπέλια. Φωνάζουν κρυμμένοι πίσω απ’ τα τσαμπιά. Τάχα μου:
– Τρύφωνα! Σ’ άκουσα! Εδώ είσαι;
– Εδώ! Εδώ!
– Μα πού ’σαι κι εγώ δε σε βλέπω;
– Σάμπως εγώ με βλέπω με τόσο σταφύλι;

Και τ’ ακούν αυτά τα σταφύλια, τα λόγια τα ενθαρρυντικά, κι αγαλλιούν και μεγαλώνουν και γίνονται θηρία κι αυγαταίνει η σοδειά. Και γίνεται το κρασί καλό. Και πολύ.

Είπαμε: μαχαίρι μη βγάλεις εκείνη τη μέρα.









Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.