– Εγώ όμως κοιμήθηκα το μεσημέρι.
Τι θλίψη μ’ είχε πιάσει που το άκουσα, αυτό το άλλο παιδάκι, να λέει ότι όμως αυτός κοιμήθηκε το μεσημέρι. Χεστήκαμε που κοιμήθηκες το μεσημέρι. Ποιος σε ρώτησε ρε φλώρε; Εδώ μοιραζόμαστε σε δυο ομάδες για να παίξουμε μπάλα. Οι από δω και οι από κει. Κι εσένα δε σε παίζουμε. Εκεί είναι το ζήτημα. Το πρόβλημά σου, εκεί είναι. Ότι δε σε παίζουμε εμείς. Όχι αν κοιμήθηκες το μεσημέρι.
Αγάμων ελέγετο τότε η Πλατεία. Χώμα, μιλάμε. Δεν είχαν ακόμη βάλει τις πλάκες. Δεν είχε πεζοδρόμιο. Ούτε είχαν βάλει παγκάκια. Ούτε τίποτα. Χώμα σκέτο. Πατημένο. Και δέντρα. Το τόπι από χαρτιά και τα κολλάγαμε με σελοτέιπ και γινόταν αυτό μια μπάλα ευμεγέθης και πλακωνόμασταν και παίζαμε. Μονότερμα. Όλοι στην ίδια μεριά επίθεση. Βέβαια μετά από κάμποσες κόντρες άρχιζε η μπάλα να ξεφτάει. Να διαλύεται. Έριχνες κλωτσιά κι απογειωνόταν και την ακολουθούσαν στον αέρα λουρίδες τα ξεφτίδια και μαζί και ικανή ποσότης χώματος. Διότι το πεδιλάκι – δεν είχαμε τότε παπούτσια να κλείνουν, παίζαμε μπάλα με τα πέδιλα, καλοκαίρι ήτανε. Το αθλητικό παπούτσι είναι πολύ μεταγενέστερη έννοια. Το πεδιλάκι λοιπόν άρπαζε και μια δόση χώμα καθώς το κλώτσαγες τη χαρτόμπαλα με τα σελοτέιπ και σου ’ρχόνταν όλα μαζί, μπάλα, ξέφτια και χώμα, αν ήσουν ο ένδοξος υπερασπιστής τής εστίας. Κι αν έκλεινες τα μάτια να γλιτώσεις το χώμα, έτρωγες το γκολ. Αν πάλι τα κρατούσες ανοιχτά και σ’ έβρισκε ο χάρος και σε τύφλωνε, πάλι το ’τρωγες το γκολ.
Άκου τι πήγε κι έκανε. Αυτός κοιμήθηκε το μεσημέρι. Εκεί είναι το πρόβλημα; Όχι. Εδώ είναι το πρόβλημά σου ρε μεγάλε. Εδωπέρα, με μάς και με τη μπάλα. Έκανες κάποια ενέργεια γι’ αυτό το πρόβλημα; Όχι, δεν έκανες.
Αγάμων. Αμερικής ήδη από πολύ νωρίτερα, αλλά ακόμη Αγάμων τη λέγαν οι εισπράκτορες στο τρόλεϊ. Ήταν λέει παλιά στέκι κάτι αγάμων στην περιοχή. Φανατικών εργένηδων, ξέρω ’γω. Και μετά έγινε Αμερικής επειδή οι Αμερικάνοι είχαν λέει πάει με το μέρος μας, της Ελλάδας δηλαδή. Επειδή ήταν φιλέλληνες. Αυτό. Οι Αμερικάνοι. Και την είπαν Πλατεία Αμερικής. Και πριν κι από Αγάμων, Ανθεστηρίων λεγόταν. Πηγαίναν εκεί οι Αθηναίοι να πιάσουν τον Μάη. Εξοχή.
Ήταν και πολύ περιοχή τώρα πια. Κέντρο. Αθήνα. Όλοι οι σπουδαίοι, όσοι δεν ήταν τόσο σπουδαίοι που να έχουν σπίτια στην Ομόνοια και στο Μουσείο, από παλιά, από προσπάπου, όλοι οι τωρινοί σπουδαίοι, εκεί είχαν σπίτια και καθόνταν. Πλατεία Αμερικής. Μετά Κεφαλληνίας, Αγγελοπούλου, και να ’σουν στον ΟΤΕ. Τι είναι; Τρεις στάσεις. Κι άλλη μια Πολυτεχνείο. Κι ύστερα Κάνιγγος. Ορίστε. Κατάκεντρον. Τέρμα τα δίφραγκα.
Μα εγώ κοιμήθηκα το μεσημέρι! Πω πω θλίψη. Έκλαψε η ψυχή μου. Μωρέ, θες να του είχε πει η βρομιάρα, κοιμήσου εσύ και θα σε παίξουν τα παιδιά; Μπα. Αποκλείεται. Ήταν σατανικές και ψεύτρες, όλες τους, αλλά τόσο ψέμα αποκλείεται. Αυτό πια δεν ήταν ψέμα. Ήταν έγκλημα. Ήταν σφαγή στο γόνατο. Δεν υπάρχουν τόσο κακοί άνθρωποι. Αλλά και πάλι. Ό,τι και να σου ’πε εκείνη. Αυτό ήταν το πρόβλημα; Αυτή τι σου ’πε ή εσύ τι θέλησες να πιστέψεις για τη ζωή σου; Κάνουν έτσι οι άθρωποι οι κανονικοί;
Εγώ όμως κοιμήθηκα το μεσημέρι! Τότε ήμασταν πολύ μικροί για να σκεφτώ στ’ αρχίδια μας. Πρώτες τάξεις του Δημοτικού, ξέρω ’γω. Λίγο πιο μεγάλος να ’μουν, αυτό θα ’χα σκεφτεί. Στ’ αρχίδια μας. Μπορεί να του ’χα ρίξει και καμιά ψιλή. Με τη λοιδορία και την οργή και τη βία ξεφεύγεις. Τραβάς μια σφαλιάρα στον άλλον και δεν πονάς εσύ που σε αφορά το ζήτημα. Αλλά τότε δεν τις είχα ακόμη οργανώσει αυτές τις αρετές. Πολύ μικρός. Με βρήκε αφύλαχτο. Κι έκλαψα. Μέσα μου.
Σφάζεται ο μόσχος ο σιτευτός που γύρισε ο άσωτος και συ καταστενοχωριέσαι. Εγώ, τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ. Τόσα χρόνια σού δουλεύω και ποτέ δε σε παράκουσα, και ποτέ δε μου ’δωκες ένα κατσικάκι να φχαριστηθώ με τους φίλους μου.
Ε, δεν έχεις τοκίσει λάθος λεφτά σε ανύπαρκτη τράπεζα; Δεν τα ’χεις χάσει τα πάντα όλα;
Η ψυχή ματώνει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου