Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

חָרַב

Καταστρέφομαι. Ερειπώνομαι. Υφίσταμαι όλεθρο. Δηώνομαι. Καταρρέω.

Έχουν λέξη γι’ αυτό οι σημιτικές γλώσσες. חָרַב στα εβραϊκά και خَرِبَ στα αραβικά. Το θέμα h-r-v. Χαράβ, λένε εβραϊκά και χάραμπ αραβικά.

Κι από κει, חֶרֶב στα εβραϊκά. Χέρεβ. Θηλυκό. Το ξίφος. Με το οποίο σχετίζεται —έτσι υποστηρίζεται— και η ελληνική ἅρπη. Δρεπανοειδές ξίφος. Αλλά και δρεπάνι. Γράφει για τον θερισμό ο Ησίοδος στο Ἔργα καὶ Ἡμέραι: ότε δὴ σκάφος οὐκέτι οἰνέων, ἀλλ᾽ ἅρπας τε χαρασσέμεναι καὶ δμῶας ἐγείρειν. Τότε λοιπόν μη σκάβεις πια τα αμπέλια, μόνο τα δρεπάνια ακόνιζε και τους δούλους ξεσήκωνε.

Αλλά πριν απ’ όλα αυτά και το χουρριτικό hurubbi. Ξίφος κι αυτό. Με τα συμφωνογράμματα του ουγκαριτικού αμπτζάντ, του προδρόμου του φοινικικού, του εβραϊκού και του αραβικού.

Hurrubi, που άλλοι προτείνουν ότι συνδέεται με το σανσκριτικό कृपाण, krapna, και την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *korp-, απ’ όπου και το λατινικό carpō, τραβώ, μαδώ, θερίζω. Καθώς και το ελληνικό καρπός, αλλά και το κείρω, κόβω. Κείρομαι, εκάρην. Και κουρείο.

Και κρώπιον. Ή κρώβιον. Δρέπανον, δηλαδή. Θέριστρον. Αλλά και αξίνα δίστομη. Γιατί από κει που λές καρπός, λες και σκέπαρνος. Πολύ θέλει;

Και θα μπορούσε κάλλιστα αυτή η ρίζα, το σημιτικό h-r-v που σχετίζεται —αν σχετίζεται— με το ινδοευρωπαϊκό *korp- και (s)ker- να σχετίζεται και με το δασυνόμενο ῥάμφος. Ή να γίνει ῥομφαία. Μεγάλο δίστομο σπαθί.

Ξίφος τρομερό. Όταν ο Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος, ο Μακεδονικός, στελνόταν από τη Σύγκλητο το 168 π.Χ. να αντιμετωπίσει τον Περσέα τών Μακεδόνων, αὐτοῦ δ’ ὅμως πρὸ τῆς Πύδνης ὑπομένοντα πειρᾶσθαι μάχης ἀναγκαῖον ἦν. Έκατσε τα σκέφθηκε, τα ζύγισε, και το τόλμησε. Το σύνθημα δόθηκε, κι άρχισαν οι αλαλαγμοί. Και η κλαγγή.

Γράφει ο Πλούταρχος: πρῶτοι δ’ οἱ Θρᾷκες ἐχώρουν, ὧν μάλιστά φησιν ἐκπλαγῆναι τὴν ὄψιν, ἄνδρες ὑψηλοὶ τὰ σώματα, λευκῷ καὶ περιλάμποντι θυρεῶν καὶ περικνημίδων ὁπλισμῷ μέλανας ὑπενδεδυμένοι χιτῶνας, ὀρθὰς δὲ ῥομφαίας βαρυσιδήρους ἀπὸ τῶν δεξιῶν ὤμων ἐπισείοντες.

Ήταν το πρώτο πράγμα που είδε. Τους Θράκες. Κάτι θηρία ως εκεί πάνω. Με μαύρους χιτώνες και με όρθιες τις ρομφαίες τους, τις βαρυσιδηρές, σείοντάς τες στο δεξί τους.

Ποιος ξέρει τι είδε ο Συμεών ο Δίκαιος, όταν μαζί με την Άννα, την Προφήτιδα, υπάντησαν τη μάνα που ήρθε για τα σαράντα. Πήρε στην αγκαλιά του το παιδί.

Καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ῥομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί.

Έτσι της είπε.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...