Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σπουδή XIII

Εις την Νοτιοδυτική Πελοπόννησο, στην επαρχία της Τριφυλίας, στον κόλπο της Κυπαρισσίας, υπάρχει μια μικρή γραφική πόλις και λέγεται Φιλιατρά. Και κάθε χρόνο, στις 10 Φεβρουαρίου, ένας ηλικιωμένος Γερμανός παίρνει όλην την οικογένειά του και έρχεται από την πατρίδα του να επισκεφθή την μικρή αυτή κωμόπολι της Πελοποννήσου. Και θα αναρωτηθή κάποιος: τι του ήρθε και κάθε χρόνο κάνει το μακρύ και κοπιαστικό ταξίδι αυτός ο Γερμανός;

Βρισκόμαστε στο μακρινό 1944, όταν η Ελλάδα εστέναζε κάτω από τη μπότα του κατακτητή. Τον καιρό εκείνο, κάποιοι Έλληνες αντάρται διενήργησαν επίθεσι εναντίον των Γερμανών με σαμποτάζ και με αποτέλεσμα να τραυματισθούν και να σκοτωθούν κάποιοι εκ των εχθρών. Καταλαβαίνει κανείς την αντίδρασιν. Ήτο τρομερή. Ο διοικητής των Γερμανικών στρατευμάτων στην Τρίπολι εξέδωκε διαταγήν, με το που θα ξημερώση η μέρα, να γκρεμιστή η μισή πόλι των Φιλιατρών. Να εκτελεσθούν οι πρόκριτοι του χωριού. Και να συλληφθούν 1.500 κάτοικοι, να σταλούν εις τα φοβερά στρατόπεδα συγκεντρώσεως εις την Γερμανία, απ’ όπου φυσικά κανείς δεν θα γύριζε πίσω.

Τρόμος κατέλαβε τους κατοίκους της πόλεως. Ήξεραν ότι οι Γερμανοί ήσαν άτεγκτοι. Αν αποφάσιζαν κάτι και εξέδιδαν την σχετικήν διαταγή, το εκτελούσαν οπωσδήποτε χωρίς οίκτο. Αμετάκλητα. Έκλαιγαν οι αθρώποι και οδύροντο και ήσαν απελπισμένοι. Έμαθε τα νέα και ο ιερέας Θεόδωρος Κωτσάκης τότε, και προσπάθησε να μεσολαβήση εις τους κατακτητές. Επεσκέφθη το αρχηγείον της Τριπόλεως για να ικετεύση τον Διοικητήν. Αλλά εις μάτην. Ήσαν τόσες οι βρισιές και η αναταραχή εις τον διάδρομο, και οι φωνές, που μια γυναίκα, Ελληνίδα, τον ετράβηξε από το ράσο να φύγουν μην τους εκτελέσουν εκεί επιτόπου.

Μη μπορώντας τι άλλο να κάμη ο ιερέας ειδοποίησε τους Φιλιατρινούς να προσεύχωνται όλη νύκτα στον Άγιο Χαραλάμπη, τον πολιούχο, να βάλη το χέρι του. Και αυτοί έτσι έκαμαν. Εκρατούσαν αγρύπνια και όλη νύχτα προσευχή με καυτά δάκρυα στον Άγιο να κάμη το θαύμα του και να τους σώση από την καταστροφή και τον όλεθρο.

Το πρωί της κανονισμένης ημέρας, στις 19 Ιουλίου, όλοι περίμεναν με αγωνία. Ωστόσο η ώρα περνούσε και η πόλι ήταν ήσυχη. Οι φοβισμένοι κάτοικοι δεν έβλεπαν κάτι να ανησυχήσουν. Και τότε απορούσαν πολύ. Τι άραγε είχε συμβεί;

Ο Άγιος είχε ακούσει την προσευχή τους. Και την νύκτα είχε παρουσιασθεί στον φρούραρχο της πόλεως, ονόματι Κοντάου, στον ύπνο του, και του είπε.

– Άκουσέ με παιδί μου. Την διαταγή που έλαβες, να μην την εκτελέσης.

Το όνειρο ήταν ζωηρό. Ο Γερμανός αξιωματικός εξύπνησε. Τι να ήταν άραγε αυτός ο γέροντας με την κατάλευκη γενειάδα που ήρθε στον ύπνο του και του έλεγε να μην εκτελέση την διαταγή του; Ό,τι και να ήταν, το σκέφθηκε και πήρε την απόφασίν του. Η διαταγή θα εκτελείτο. Κι αφού αποφάσισε αυτά, ψυχρός και ασυγκίνητος έγειρε και ξανακοιμήθηκε. Δεν πέρασε λίγη ώρα, και ο Άγιος τού παρουσιάσθηκε ξανά.

– Σου είπα κάτι, παιδί μου. Να μην εκτελέσης τη διαταγή που πήρες.

Ο αξιωματικός επετάχθηκε και πάλι από τον ύπνο του. Δε μπορούσε να κατανοήση τι ήταν το όραμα αυτό που έβλεπε τόσον επίμονα. Ωστόσο δεν υπήρχε περίπτωσι να μην εκτελέση την διαταγή του. Άλλωστε ήταν γνωστό ποια ήταν η ποινή για τους απείθαρχους αξιωματικούς: εις θάνατον.

Έγειρε και πάλι στο μαξιλάρι του και ξανά τον πήρε ο ύπνος. Και τότε ο Άγιος εμφανίστηκε για τρίτη φορά. Του μίλησε με αυστηρότητα αλλά και με γλυκύτητα.

– Να μην εκτελέσης τη διαταγή παιδί μου. Σου το λέγω εγώ. Και να μείνης ήσυχος. Θα φροντίσω να μην τιμωρηθής. Και θα σε φυλάξω, εσένα και τους άνδρες σου, και θα γυρίσετε σώοι πίσω στην πατρίδα σας.

Τρίτη  φορά πετάχθηκε ο φρούραρχος πολύ ανήσυχος. Η φωνή ακόμη ηχούσε στ’ αυτιά του. Και τώρα μπορούσε να ακούση και φωνές και κλάματα. Και θρήνους γυναικών και παιδιών. Οιμωγές του πλήθους και κατάρες για την καταστροφή που θα γινόταν. Και για τα παιδιά τα σκοτωμένα. Άνθρωποι άθαφτοι. Κι ήταν όλα τόσο άγρια και ζωντανά που παρ’ όλο που ήταν αλλόπιστος, ετρόμαζε. Κι ήταν άφωνος. Λουσμένος στον ίδρωτα. Τι ήσαν άραγε όλα αυτά που άκουγε και έβλεπε μπροστά του;

Είχε πλέον χάσει τελείως τον ύπνον του και τώρα αναλογιζόταν το κακό που επρόκειτο να γίνη. Άνθρωποι να σκοτωθούν χωρίς κανένα οίκτο. Σπίτια να ξεθεμελιωθούν και περιουσίες να διαλυθούν. Φρικτό κρίμα και άδικο. Δεν ήξευρε τι να έκαμε. Ήταν αξιωματικός του Χίτλερ. Πήρε τηλέφωνο τον Διοικητή. Με φωνή τρεμάμενη του ζητούσε να του δώση οδηγίες.

Αλλά ο Διοικητής είχε χάσει κι εκείνος τη φωνή του. Κι εκείνος εκόμπιαζε και δεν ήξερε πώς να αρθρώση λόγον. Τον είχε επισκεφθεί και εκείνον ο Άγιος προ ολίγου και του είχε πει:

– Η πόλις δεν θα ερημωθή και οι άνθρωποι δεν θα σκοτωθούν. Δεν έκαμαν τίποτε. Τ’ ακούς; Είναι αθώοι.

Ο Διοικητής εγύρισε στον φρούραρχο των Φιλιατρών και μετά δυσκολίας ωμίλησε:

– Η διαταγή ματαιώνεται. Να επιστρέψετε στις θέσεις σας και να μην καταστρέψετε την πόλιν. Αναμείνατε διαταγάς.

Τότε αμέσως οι Φιλιατρινοί ξεχύθηκαν στους δρόμους χαρούμενοι και γελούσαν κι έκλαιγαν. Κι άλλοι αγκαλιάζονταν και φιλόσαντε και δεν ήξευραν πώς να δείξουν τη χαράν των. Όμως ξαφνικά ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο μπήκε στην πόλι. Όλοι επάγωσαν έντρομοι και το κοιτούσαν. Πάνοπλοι στρατιώτες κατέβηκαν, και βγήκε ο φρούραρχος.

– Θέλω να μου δείξετε τις εκκλησίες της πόλεως, είπε στους προκρίτους, που τώρα απορούσαν τι άραγε ερευνούσε ο Γερμανός αξιωματικός.

Έτσι κι έγινε. Οι άνθρωποι τον εγυρίσαν από εκκλησία σε εκκλησία, κι αυτός εκοιτούσε και παρατηρούσε τις εικόνες. Δύο ορθόδοξοι ιερείς τού εξηγούσαν. Πήγαν από τον Άγιο Γιάννη, κατόπν επέρασαν από τον Άγιο Αθανάσιο, κι ύστερα μπήκαν στον Άγιο Νικόλαο. Κι όταν κάποτε του ανοίξαν να μπη και στον Ναό της Παναγιάς, εκείνος αμέσως σταμάτησε μπροστά στην εικόνα του Αγίου Χαραλάμπους.

– Αυτός είναι, είπε με κομμένη τη φωνή.

Οι άνθρωποι εκεί δεν καταλάβαιναν και ζητούσαν να μάθουν τι εννοούσε. Εκείνος έκαμε τον σταυρόν της δικής του θρησκείας και γονάτισε και είπε την προσευχήν του στην γλώσσα του. Κι ύστερα τους ρωτούσε για τον Άγιο. Κι εκείνοι του έλεγαν όλα τα μαρτύρια που είχε υποστεί εκείνος για τον Χριστό. Πώς υπέμενε καρτερικά που τον συνέλαβαν και τον έγδαραν ζωντανό για να αλλάξη την πίστιν του κι εκείνος ποθούσε το μαρτύριο και δεν το απέφευγε γιατί διψούσε για τον δοξασμένο θάνατο της αθλήσεως.

Έτσι ο Γερμανός κατακτητής επίστευσε και όταν ο πόλεμος έληξε, οι στρατιώτες του και όλοι επέστρεψαν σώοι στην πατρίδα τους όπως είχε πει ο Άγιος. Κι ήταν όλο ευγνωμοσύνη που δεν έγινε η αιματοχυσία την ημέρα εκείνη. Κι όταν πέρασαν λίγα χρόνια, ξεκίνησε από τόσο μακριά να έλθη πάλι στα Φιλιατρά να επισκεφθή στις 10 Φεβρουαρίου που είναι η γιορτή του Αγίου Χαραλάμπους.

Αλλά εχάλασε το αυτοκίνητό του και δεν κατάφερε να φθάση, παρά μία μέρα αργότερα, στις 11 Φεβρουαρίου. Και οι Φιλιατρινοί τον περίμεναν με χαρά και ξαναγιόρταζαν μαζί του για δεύτερη φορά κι εδόξαζαν τη χάρη του Αγίου που μίλησε σ’ αυτόν τον ξένο και τώρα άνθιζε στην καρδιά του η αληθινή πίστη.

Αυτή είναι η ιστορία του Αγίου της πόλεως των Φιλιατρών Χαραλάμπους που με θαυματουργό τρόπο έσωσε το ποίμνιό του από βέβαιη καταστροφή και αιματοχυσία. Και κατόπιν ερχόταν πολλές χρονιές ο Γερμανός αξιωματικός ξανά και ξανά κι έβλεπε τους ανθρώπους κι εκείνοι τον περίμεναν και γιορτάζαν μαζί χαρούμενοι.

Ήχος δ΄ Ταχύ προκατάλαβε

Ως στύλος ακλόνητος, της Εκκλησίας Χριστού, και λύχνος αείφωτος της οικουμένης σοφέ, εδείχθης Χαράλαμπες, έλαμψας εν τω κόσμω, δια του μαρτυρίου, έλυσας των ειδώλων, την σκοτόμαιναν μάκαρ· διο εν παρρησία Χριστώ, πρέσβευε σωθήναι ημάς.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.