Πα πα πα, περάσαν τα χρόνια. Θυμάσαι μικρούλα που ήσουνα κι ανακατεύονταν τα μαλλάκια σου και δεν καθόσουνα να χτενιστείς – πού να καθίσεις. Έτρεχες να βγεις να πα να παίξεις και δε μαζευόσουνα. Μπλεκόνταν οι μπουκλίτσες κι έλεγες Παναγία μου, πώς θα τη χτενίσω τώρα, θα μας ακούσει η γειτονιά. Και το μαγουλάκι σου ρόδινο απ’ το λαχάνιασμα, κι όσο κι αν ίδρωνες, λάσπες, κακό, μοσχοβολούσες, τι πράμα κι αυτό, αυτό το μοσχοβολητό Και μετά που πονήρεψες, που πάλι δεν καθόσουν να χτενιστείς, σιγά που θα καθόσουν, έτρεχες να προλάβεις που περνούσαν τ’ αγόρια κι έβγαινες στον κήπο και δεν τους κοιτούσες κι έκανες και καλά δουλειές και φρόντιζες τα λουλούδια κι έτρεχε το νερό Πότε, βρε παιδί μου, είκοσι νούμερο φόραγες, και πήγες σαρανταδύο, μεγάλωσε το πόδι σου κι έγινε θηρίο, με το κότσι το δυνατό και τη φόρα και το βάρος του σώματος, πήγες κι έγινες μέχρι κει πάνω, κατάλαβες τι γίνεται; πας και γίνεσαι μέχρι κει πάνω κι η μικρούλα δεν ξέρεις πώς να την βρεις και τι να την κάνεις – είναι πάν...
επί παντός