Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάρτιος, 2022

Τα παπούτσια

Πα πα πα, περάσαν τα χρόνια. Θυμάσαι μικρούλα που ήσουνα κι ανακατεύονταν τα μαλλάκια σου και δεν καθόσουνα να χτενιστείς – πού να καθίσεις. Έτρεχες να βγεις να πα να παίξεις και δε μαζευόσουνα. Μπλεκόνταν οι μπουκλίτσες κι έλεγες Παναγία μου, πώς θα τη χτενίσω τώρα, θα μας ακούσει η γειτονιά. Και το μαγουλάκι σου ρόδινο απ’ το λαχάνιασμα, κι όσο κι αν ίδρωνες, λάσπες, κακό, μοσχοβολούσες, τι πράμα κι αυτό, αυτό το μοσχοβολητό Και μετά που πονήρεψες, που πάλι δεν καθόσουν να χτενιστείς, σιγά που θα καθόσουν, έτρεχες να προλάβεις που περνούσαν τ’ αγόρια κι έβγαινες στον κήπο και δεν τους κοιτούσες κι έκανες και καλά δουλειές και φρόντιζες τα λουλούδια κι έτρεχε το νερό Πότε, βρε παιδί μου, είκοσι νούμερο φόραγες, και πήγες σαρανταδύο, μεγάλωσε το πόδι σου κι έγινε θηρίο, με το κότσι το δυνατό και τη φόρα και το βάρος του σώματος, πήγες κι έγινες μέχρι κει πάνω, κατάλαβες τι γίνεται; πας και γίνεσαι μέχρι κει πάνω κι η μικρούλα δεν ξέρεις πώς να την βρεις και τι να την κάνεις – είναι πάν...

Σταυρός

Ίσως το πρώτο πράμα που σχεδιάσαμε ποτέ. Έναν κύκλο. Και μετά εγγράψαμε πράματα μέσα σ ’  αυ τόν τον κύκλο. Έναν σταυρό, ας πούμε. Μάνταλα. Κύκλος θα πει. Σανσκριτικά. मण्डल.  Βέβαια, τα σανσκριτικά είναι γλώσσα. Κι εμείς, σιγά μην περιμέναμε τη γλώσσα για να ζωγραφίσουμε έναν κύκλο. Αυτό δα έλειπε. Ούτε περιμέναμε τις λέξεις για να φτιάξουμε έναν σταυρό μέσα. Πρώτα τον ζωγραφίσαμε, κι ύστερα τη σκεφτήκαμε τη λέξη. Και πολύ αργότερα τη γράψαμε. Δεν περιμέναμε τον πολιτισμό για να υπάρξουμε. Αστεία πράματα. Υπήρχαμε εξ αρχής. Ο πολιτισμός κατέφθασε αργότερα καταϊδρωμένος. Στο μεταξύ είπαμε *stā-. Στέκω. Ίστημι. Στερεώνω. Σταθεροποιώ. Πρωτοϊνδοϊρανικό stíštaHti και πρωτοϊνδοευρωπαϊκό stísteh₂ti. Λατινικά sistō. Σανσκριτικά तिष्ठति, tisthati. Συνεχίζω. Διαρκώ. Αβεστικά histaiti. Πέρσικα ـستان. Που διαβάζεται, σταν. Το μέρος που στέκεσαι. Και το  ’χουμε και το  τσοντάρουμε όπου χρειάζεται – Αφγανιστάν, Πακιστάν και δε συμμαζεύεται. Κι είπαμε στάση, είπαμε sistere, σταθερ...

Περισσός

  Από την περιοχή περνούσαν τα νερά που περίσσευαν από το Αδριάνειο Υδραγωγείο και κατέληγαν στον Ποδονίφτη. Ή τα νερά από τα Υδραγωγεία Νέας Ιωνίας και Καλογρέζας. Που ίσως και να μην ήταν του Αδριανείου - υπάρχει σχετική συζήτηση. Περισσευούμενα νερά, πάντως. Περισσός, λοιπόν, το μέρος. Βιομηχανική περιοχή εκτός Αθηνών. Γίνεται η Καταστροφή, φθάνουν οι πρόσφυγες. Και στο μεταξύ περνάει και το Θηρίο για Κηφισσιά. Οπότε, φτιάχνονται και γεφυράκια, να περνάν οι γραμμές αποπάνω κι ο κόσμος στις στοές αποκάτω. Τα χρόνια περάσαν. Τα γεφυράκια και το τρένο μείναν στη θέση τους. Τα σπρέι διαδόθηκαν ευρύτατα και αντικατέστησαν το πινέλο και τη βούρτσα. Και οι διακοσμητές ανέλαβαν εργασία στις στοές. Μεγάλη ιστορία.

Supernovæ

Εδώ ο κόσμος χάνεται. Κι αυτός σηκώνεται και πάει στο Βατοπαίδι. Τι αξιώματα του τάξανε, τι τιμές. Αμάν παιδί μου. Τίποτα αυτός. Εκεί. Στο Βατοπαίδι. Να πάει να μονάσει. Να ησυχάσει. Κωνσταντινουπολίτης, γέννημα θρέμμα. Ο μπαμπάς του, ο Κωνσταντίνος με τ’ όνομα, ο συγκλητικός, και η μαμά του η κυρά Καλλονή, είχαν έλθει από πού αλλού – από τη Μικρασία. Πώς να μείνεις πια εκεί. Οι Τούρκοι προέλαυναν κι έκαναν ζημιές, κακό, κι αιχμαλώτιζαν κόσμο. Τα μέρη αυτά ήταν πια χαμένα για τους Ρωμαίους. Μια και δυο σηκωθήκαν κι ήρθαν στην Πρωτεύουσα. Είχε προηγηθεί η καταστροφή. Η Άλωση από τους Φράγκους το 1204. Και το 1261 η ανάκτηση από τους Νικαιώτες. Τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο και τον στρατηγό του, τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο. Και τώρα, το 1296 που γεννήθηκε ο δικός μας, μόλις είχαν τελειώσει οι Σταυροφορίες. Οι Ιωαννίτες, οι Ιππότες τού Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ, έχουν αράξει προσωρινά στην Κύπρο. Κι ο γιός τού Μιχαήλ Η΄, ο Ανδρόνικος Β΄, είναι Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων. Κι ο μπαμπάς τού δικού μας ...

Χαῖρε

Χαῖρε, ἀστέρος ἀδύτου Μήτηρ· χαῖρε αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας.  

Μάρω

Τι σκέφεσαι, Μάρω μου;  

Deux Chevaux

Ντε σεβό. Δύο άλογα, δηλαδή. Κι επειδή στα ελληνικά το άλογο είναι ζώον, το άλογο της εφορίας το λέμε ίππο. Εντάξει; Οπότε η σωστή μετάφραση για το deux chevaux είναι δύο ίπποι. Γιατί παραπάνω από δύο είναι τα άλογα του αυτοκινήτου. Η εφορία όμως σε χρεώνει δύο. Σπουδαία εφεύρεση το ντε σεβό. Ο Πόλεμος μόλις έχει τελειώσει, οι δρόμοι είναι χωμάτινοι και λασπωμένοι κι ο κόσμος έχει ακόμη κάρα να πηγαίνει στα χωράφια του. Πώς θα ψηθεί κι ο χωριάτης να πάρει αμάξι; Κάθεσαι και φκιάνεις ένα αυτοκίνητο με ξεχωριστές δεξιότητες. Πρώτα πρώτα να παίρνει τέσσερεις νοματαίους αντί δύο που παίρνουν τα κάρα. Μετά να μην έχει εκείνα τα μπερδεμένα, όχι ο κινητήρας, όχι το διαφορικό, όχι η μετάδοση. Τίποτε απ’ αυτά. Κινητήρας μπροστά και κίνηση κι αυτή μπροστά. Οι κινητήριοι τροχοί να είναι οι μπροστινοί, όχι οι πίσω. Και να ’ναι και αερόψυκτο. Μην έχει ο άλλος τον νου του έβαλες νερό, δεν έβαλες, πάει, θ’ ανάψει ο κινητήρας, ωχ ξεχάστηκα. Και να τρέχει κι όλας. Μιλάμε για ολόκληρα εξήντα χιλιόμετρα ...

Σπαθαροκανδιδάτος

Μίγμα. Ανακάτεμα του Σπαθάριου και του Κανδιδάτου. Υβριδικό. Όχι, δεν είναι έντομο. Ούτε κάνα φολιδωτό ζωντανό σε κάποια παράξενη γωνιά τού πλανήτη. Είναι αξιώματα. Σε μια κραταιά αυτοκρατορία, σ’ ένα σύστημα που διαφεντεύει τις τύχες του κόσμου, όπου όλα είναι κανονισμένα – ή τουλάχιστον πρέπει να είναι. Και όλα δουλεύουν ρολόι. Γίνεται κάθε προσπάθεια γι’ αυτό. Όλα έχουν το όνομά τους και τις παρασυνδέσεις τους και όλα την αιτία τους και τις αναφορές τους. Είναι αξιώματα της Μεγάλης Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Βυζάντιο, όπως έχουμε συνηθίσει να το λέμε. Ένα πράμα από την Ισπανία μέχρι το Αφγανιστάν. Κι από την Αίγυπτο και τη Λιβύη μέχρι την Κριμαία. Μες τη μέση μια Θάλασσα, και γύρω γύρω άνθρωποι. Οι Σπαθάριοι ήσαν φρουροί. Σωματοφύλακες. Κι είχαν σπάθα. Αυτό ήταν το διακριτικό τους. Και μάλιστα σπάθα με χρυσή λαβή. Από την άλλη, ο Κανδιδάτος ως διακριτικό φορούσε χρυσούν μανιάκιον. Χρυσό κόσμημα, δηλαδή, στον λαιμό, σαν αλυσίδα, με πλεγμένους πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρι...

Το πεθυμιό

Τὸ πεθυμιὸ Νά χεν ἡ γῆς πατήματα κι ὁ οὐρανὸς κερκέλια, νὰ πάθιουν τὰ πατήματα, νά πιανα τὰ κερκέλια, ν’ ανέβαινα στὸν οὐρανό, νὰ διπλωθῶ νὰ κάτσω, νὰ δώσω σεῖσμα τ’ οὐρανοῦ, νὰ βγάλη μαῦρα νέφη, νὰ βρέξη χιόνι καὶ νερὸ κι ἀτίμητο χρυσάφι, τὸ χιόν’ νὰ ρίξη ’ς τὰ βουνὰ καὶ τὸ νερὀ ’ς τσοῖ κάμπους, ’ς τὴν πόρτα τσῆ πολυαγαπῶς τἀτίμητο χρυσάφι. ---------------------------------------- Το πεθυμιό είναι η επιθυμία. Τα κερκέλια, οι συνδετικοί κρίκοι. Και να πάθιουν θα πει να επάτουν, να πατούσα. Δημοτικό τραγούδι από τη συλλογή του Νικολάου Γ. Πολίτη, «Εκλογαί από τα Τραγούδια του Ελληνικού Λαού». Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Διεύθυνση και χρονολογία άγνωστες. Πάντως τα τηλέφωνα είναι 629.498 και 637.570. Εξαψήφια που ξεκινούν από 6. Που θα πει, δεκαετία τού ‘60 και Κέντρο της Αθήνας. Τόνοι, πνεύματα και στίξη έχουν διατηρηθεί επακριβώς.

Πλάτωμα

  Πλάτωμα.

Ανακάλημα

Είναι όταν ανακαλείς. Άνθρωπο. Όταν λείπει αυτός. Οριστικά. Ισοβίως. Όταν απουσιάζει δια παντός. Κι εσύ λες τ’ όνομά του. Τι θα πει δια παντός; Άσ’ το. Μαθηματική έννοια. Δυσπρόσιτη. Ξέρω ’γώ – όπως λέμε άπειρον. Κατάλαβες; – Αμέ! Κατάλαβα. – Τι κατάλαβες, βρε; – Άπειρον δεν είπες; Άπειρον κατάλαβα. Τρέχα γύρευε τι κατάλαβες. Τίποτα δεν κατάλαβες. Ούτε συ που τ’ άκουσες, ούτε εγώ που το ’πα. Δουλευόμαστε. Κύριος οίδε τι καταλαβαίνουν οι γάτες από νομοθεσία. Ε, κάπως έτσι λέμε οι άνθρωποι άπειρον. Είναι έννοια για θεούς, κι εμείς καμωνόμαστε πως καταλαβαίνουμε και συνεννοούμαστε. Γιατί, τι θα πει για πάντα; Όχι, πες μου. Ισοβίως; Μπα! Από πού κι ως πού το για πάντα ισούται με μια ζωή; Με τίνος τη ζωή; Βλέπεις που αρχίζουν τα ζητήματα; Δεν είναι περισσότερο από ζωή; Για πάντα, δεν είπαμε; Τζαναμπέτικη έννοια. Οπότε πιάνουμε και τον μνημονεύουμε, εκείνον που λείπει. Κάθε που πάει να πιάσει άνοιξη, το πιάνουμε από κει που το ’χαμε αφήσει, κοιμισμένο το ζήτημα —ποιος ασχολείται χειμωνιάτικα...

Υπογραφή

Υπογραφή. Signature.