Είναι όταν ανακαλείς. Άνθρωπο. Όταν λείπει αυτός. Οριστικά. Ισοβίως. Όταν απουσιάζει δια παντός. Κι εσύ λες τ’ όνομά του.
Τι θα πει δια παντός; Άσ’ το. Μαθηματική έννοια. Δυσπρόσιτη. Ξέρω ’γώ – όπως λέμε άπειρον. Κατάλαβες;
– Αμέ! Κατάλαβα.
– Τι κατάλαβες, βρε;
– Άπειρον δεν είπες; Άπειρον κατάλαβα.
Τρέχα γύρευε τι κατάλαβες. Τίποτα δεν κατάλαβες. Ούτε συ που τ’ άκουσες, ούτε εγώ που το ’πα. Δουλευόμαστε. Κύριος οίδε τι καταλαβαίνουν οι γάτες από νομοθεσία. Ε, κάπως έτσι λέμε οι άνθρωποι άπειρον. Είναι έννοια για θεούς, κι εμείς καμωνόμαστε πως καταλαβαίνουμε και συνεννοούμαστε.
Γιατί, τι θα πει για πάντα; Όχι, πες μου. Ισοβίως; Μπα! Από πού κι ως πού το για πάντα ισούται με μια ζωή; Με τίνος τη ζωή; Βλέπεις που αρχίζουν τα ζητήματα; Δεν είναι περισσότερο από ζωή; Για πάντα, δεν είπαμε;
Τζαναμπέτικη έννοια. Οπότε πιάνουμε και τον μνημονεύουμε, εκείνον που λείπει. Κάθε που πάει να πιάσει άνοιξη, το πιάνουμε από κει που το ’χαμε αφήσει, κοιμισμένο το ζήτημα —ποιος ασχολείται χειμωνιάτικα, μέσα στα κρύα— και το αναθερμαίνουμε.
Που, έτσι κι αλλιώς, τα Σάββατα γι’ αυτή τη δουλειά τα ’χουμε. Όλα τα Σάββατα, όλου του χρόνου. Γι’ αυτούς που λείπουν για πάντα. Κι αφού οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουμε το για πάντα —το ’παμε αυτό— τα Σάββατα πάμε και συναντιόμαστε.
Πόσω μάλλον τα ανοιξιάτικα Σάββατα. Και μάλιστα τα τρία Ψυχοσάββατα, τα Μικρά, του Τριωδίου. Αυτά πριν τη Σαρακοστή. Της Αποκριάς, της Τυρινής, και των Αγιών Θοδώρων.
Ακατόρθωτη έννοια το για πάντα. Το ’παμε. Οπότε πιάνουμε και τα γράφουμε σε χαρτάκια τα ονόματα και πάμε και τα διαβάζει ο παπάς. Λέει φωναχτά το όνομα το σωστό και πραγματοποιείται η συνάντηση. Διότι ο παπάς είναι φορτωμένος με ειδικότητα: μεσολαβεί. Απάνω του συγκεντρώνονται τα ανθρώπινα, οι θελήσεις, για να τα βλέπει το θείο να γίνονται σαφή. Να μη γίνει παρεξήγηση. Είναι το διάμεσο ο παπάς. Το λινκ. Κάνεις κλικ κι επικοινωνείς – κάπως έτσι, για να σου το εξηγήσω να το καταλάβεις.
Ανακάλημα λοιπόν. Που κατήντησε σήμερα να σημαίνει μνημόσυνο. Αλλά σήμαινε φωναξιά. Ανακάλεσμα. Ανακαλεσιά. Δεν ακούς το ανακάλεμά μου, καημένε, να γυρίσεις; Δεν ακούς που σε φωνάζω;
Ναι, κατήντησε να σημαίνει μνημόσυνο και θρήνο. Καθόλου λάθος, από μιαν άποψη. Αφού απευθύνεται σε κάποιον που λείπει, θρήνος λέγεται, πώς να λέγεται. Είναι που δε μπορούμε να το κατανοήσουμε αυτό το ρημάδι το για πάντα. Παλιοέννοια. Για να την προσεγγίσεις, όπως και όλες τις έννοιες, όσες προσεγγίζει ο άνθρωπος, χρειάζεσαι την εμπειρία της. Αλλά τις εμπειρίες τις έχεις εκ των υστέρων – το λέει και η λέξη. Οπότε; Γίνεται μια ζωή να έχει εμπειρία από το πάντα;
Τέλος πάντων. Άσ’ το. Για το ανακάλημα μιλούσαμε. Των Ψυχοσαββάτων. Που πας και λες του παπά το όνομα το αγαπημένο να το πει φωναχτά – ξέρει αυτός, είναι επιφορτισμένος. Κι άμα δεν πιστεύεις και δεν είσαι της εκκλησίας, δεν πειράζει, το λες από μόνος σου. Σχεδόν το ίδιο κάνει. Απλώς όταν ο κόσμος είναι πολύς και καταλαβαίνουν όλοι το ίδιο, αυτό και λιγότερο σε πνίγει, και από το τίποτα παίρνει σάρκα. Αυτό θα πει εκκλησία. Κοινωνία και πραγμάτωση. Δε θα πει θρησκευτικό μαγαζί. Αλλά μην ανοίξουμε τέτοια συζήτηση τέτοιαν ώρα. Άσ’ το κι αυτό.
Ανακάλημα, που λες. Γιατί το για πάντα είναι πολύ μπαμπέσικη σκέψη και δεν τη χωράει ανθρώπου νους. Το ’παμε αυτό; Ναι, το ’παμε. Οπότε, κατ’ εικόνα και ομοίωση κι εμείς, ανασταίνουμε τους μικρούς μας θεούς κάθε που ανασταίνεται ο κόσμος. Κάθε που πάει για άνοιξη.
Γιατί οι άνθρωποι είμαστε τώρα. Ενώ το για πάντα είναι για το τέλος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου