Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σπαθαροκανδιδάτος



Μίγμα. Ανακάτεμα του Σπαθάριου και του Κανδιδάτου. Υβριδικό. Όχι, δεν είναι έντομο. Ούτε κάνα φολιδωτό ζωντανό σε κάποια παράξενη γωνιά τού πλανήτη. Είναι αξιώματα. Σε μια κραταιά αυτοκρατορία, σ’ ένα σύστημα που διαφεντεύει τις τύχες του κόσμου, όπου όλα είναι κανονισμένα – ή τουλάχιστον πρέπει να είναι. Και όλα δουλεύουν ρολόι. Γίνεται κάθε προσπάθεια γι’ αυτό. Όλα έχουν το όνομά τους και τις παρασυνδέσεις τους και όλα την αιτία τους και τις αναφορές τους.

Είναι αξιώματα της Μεγάλης Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Βυζάντιο, όπως έχουμε συνηθίσει να το λέμε. Ένα πράμα από την Ισπανία μέχρι το Αφγανιστάν. Κι από την Αίγυπτο και τη Λιβύη μέχρι την Κριμαία. Μες τη μέση μια Θάλασσα, και γύρω γύρω άνθρωποι.

Οι Σπαθάριοι ήσαν φρουροί. Σωματοφύλακες. Κι είχαν σπάθα. Αυτό ήταν το διακριτικό τους. Και μάλιστα σπάθα με χρυσή λαβή. Από την άλλη, ο Κανδιδάτος ως διακριτικό φορούσε χρυσούν μανιάκιον. Χρυσό κόσμημα, δηλαδή, στον λαιμό, σαν αλυσίδα, με πλεγμένους πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια. Φρουρός κι αυτός. Κανδιδάτος. Επίδοξος, θα πει, για κάποια συγκεκριμένη θέση – ποιος ξέρει. Candidare θα πει λευκαίνω ή λαμπρύνω. Και λευκές ήσαν οι ρωμαϊκές τήβεννοι.

Τρέχα γύρευε. Έτσι κι αλλιώς τα αξιώματα αυτά σιγά σιγά ξέκοβαν από την ονομασία τους. Κι αργότερα κι από την ουσία τους. Κι εξέπιπταν σε σκέτους τίτλους. Που κι αυτονών με τον καιρό η αξία χανόταν. Ο Φιλόθεος, που ήταν ατρικλίνης, δηλαδή κάτι σαν υπεύθυνος επί της εθιμοτυπίας, να φροντίζει ποιος θα καθίσει πού, ποιος θα περάσει πρώτος και ποιος μετά, πού θα σταθεί ο καθένας – αυτός ο Φιλόθεος, λοιπόν, έκατσε και συνέταξε έναν κατάλογο να μη χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Και του πάρει το κεφάλι κάνας εξαγριωμένος αξιωματούχος – ξες ποιος είμ’ εγώ ρε. Ένα Κλητορολόγιον. Έτσι το τιτλοφόρησε. Όπου κατέγραψε καταλεπτώς, ποιο αξίωμα είναι τι, ποια τα διακριτικά του και ποια είναι η ιεραρχική σειρά. Πόσο σπουδαίος είναι δηλαδή ο τύπος με το αξίωμα. Να το στρώσουμε το χαλί ή να μην το στρώσουμε; Πόσο μακριά ή κοντά θα πρέπει να σταθεί στον Αυτοκράτορα; Και ποιος να ’ναι δίπλα του και ποιος πίσω του;

Ο καλός μας επιμελής Θεόφιλος λοιπόν μάς λέει ότι ήταν δύο τα είδη των αξιωμάτων. Είχαμε εκείνα που ήταν τιμητικά και τα παραχωρούσε ο αυτοκράτωρ με κάποιο χαρτί. Ή με λιλιά και φιόγκους και κορδέλες. Που τα ’παιρνες, τα φόραγες και χαιρόσουν ιδιαιτέρως, σα γύφτικο σκεπάρνι και καμάρωνες. Και συ και η γυναίκα σου και όλοι στο σπίτι. Ισόβια ήταν αυτά. Το πήρες και πάει τέλειωσε. Ήταν αἱ διὰ βραβείων ἀξίαι. Έτσι λέγονταν.

Είχε όμως κι άλλο είδος αξιώματος. Τὰς διὰ λόγου ἀξίας. Αυτό για να το πάρεις, χρειαζόταν λόγος. Διάταγμα δηλαδή. Αλλά με διάταγμα σου το αφαιρούσαν κι όλας κάλλιστα. Δεν ήθελε πολύ. Τσουπ, το αξίωμα πήγαινε σε άλλον. Ήταν ἀξιώματα που ῥαδίως [...] ἀφαιρούμεν[α], ἐκ προσώπων εἰς πρόσωπα διαβαίνουσιν.

Αυτά ως προς το είδος του αξιώματος. Ως προς το είδος του υποψήφιου αξιωματούχου; Κι εδώ δύο κατηγορίες: οι Ἐκτομίες, οι ευνούχοι δηλαδή, και οι Βαρβάτοι. Ναι, αυτοί που είχαν μπάρμπα. Όχι στην Κορώνη. Στο πρόσωπο. Barba. Δηλαδή γενειάδα. Και βεβαίως και τα αναλογούντα προς τεκνοποιίαν εξαρτήματα. Ενώ οι Ἐκτομίαι δεν τα ’χαν. Πόση διαφορά κάνει αυτή η δυνατότης προς τεκνοποιίαν; Πολύ μεγάλη, φίλε μου. Βάζεις έναν Βαρβάτο να σου φυλάξει τη Βασίλισσα όσο λείπεις στον πόλεμο; Ε, δεν είσαι σαχλαμάρας; Άσε που έναν Εκτομία μπορείς να τον εμπιστευθείς ότι αποκλείεται να σου πάρει τον Θρόνο. Γιατί για να γίνεις Αυτοκράτωρ πρέπει να μπορείς να τεκνοποιήσεις. Αλλιώς πώς θα φκιάσεις διάδοχο; Είδες; Όλα κανονισμένα και καλοζυγισμένα, και οι δουλειές μοιρασμένες.

Σπαθαροκανδιδάτος, λοιπόν. Αξίωμα για Βαρβάτους. Και μάλιστα μεσαίο προς υψηλό. Σε μιαν Αυτοκρατορία που κανονίζει για λογαριασμό περίπου όλου του γνωστού κόσμου, και τελευταίος κλητήρας να ’σαι, είναι πολλά τα λεφτά. Πάρα πολλά. Τόσα που να περισσεύουν να νιώσεις να κάνεις κι εσύ κάτι για τη σωτηρία της ψυχής σου. Και της δικής σου και όποιου άλλου ήθελεν ωφεληθεί.

Τέτοιος λοιπόν ήτο ο Νικόλαος Καλόμαλος. Βαρβάτος και Σπαθαροκανδιδάτος. Στα χρόνια μετά τον θάνατο του Βασιλείου Β΄ τού Βουλγαροκτόνου. Ενδέκατος αιώνας. Αμέσως μετά την ισχυρότερη ίσως περίοδο της Αυτοκρατορίας. Μετά την τελευταία εκτυφλωτική αναλαμπή. Μόλις είχε αρχίσει να ξηλώνεται το πουλόβερ.

Οπότε, ας φτιάξουμε τον Ναό, σου λέει ο Νικόλαος. Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράμα. Αξιωματούχος ισχυρός, πήγε και συνεννοήθηκε με τους στρατιωτικούς αγίους της στρατιωτικής αυτοκρατορίας. Τους Θεοδώρους. Τον Στρατηλάτη και τον Τήρωνος. Κι υπήρχε ήδη ένα εκκλησάκι στην από δω μεριά τής Ακρόπολης, που το είχε σηκώσει, λένε, η Ευδοκία, η Αγία, η σύζυγος τού Θεοδοσίου Β΄. Τον πέμπτον αιώνα. Έξι αιώνες πριν τον Καλόμαλο. Πήγε λοιπόν ο δικός μας κι έβαλε τα λεφτά. Φτιάχτε το, λέει. Τζιτζί. Κι έτσι έγινε. Φτιάξαν έναν ναό κουκλί, κι αυτός έπιασε κι έγραψε απ’ όξω:

Τὸν πρὶν παλαιὸν ὄντα σου ναόν, μάρτυς καὶ μικρὸν καὶ πήλινον καὶ σαθρὸν λίαν, ἀνήγειρε Νικόλαος ὁ σὸς οἰκέτης ὁ Καλόμαλος, σπαθαροκανδιδάτος, ὃς εὖρε σὲ προστάτην παιδιόθεν μέγαν, βοηθὸν καὶ πρόμαχον πολλῶν κινδύνων, ὃν πρέσβευε τοῦ ἄνω τύχειν κλήρου λαβόντα τὴν ἄφεσιν τῶν εσφαλμένων. Για να μου σχωρέσεις τα εσφαλμένα μου, Άγιε μου Θόδωρε.

Κι όλ’ αυτά μηνὶ Σεπτεμβρίω ἰνδικτιῶνος γ΄ ἔτους ςφνη΄. Δηλαδή το 6588 από κτίσεως κόσμου. Άρα το 1080 μετά Χριστόν. Μετά τον θάνατο της Ζωής. Μόλις εννιά χρόνια μετά το Μαντζικέρτ. Ο Ρωμανός Δ΄ είχε υπονομευθεί και εκτελεσθεί, η πηγή ανθρώπων και πλούτου, η Ασία, είχε χαθεί, και η Αυτοκρατορία βούλιαζε στον εμφύλιο.

Σήμερα ο ναός είναι τυλιγμένος με πράσινη λινάτσα κι απ’ έξω έχει πινακίδα μεγάλη: Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα. Προστασία και ανάδειξη του ναού. Προϋπολογισμός €1.300.000. Συγχρηματοδότηση Ελλάδας και Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σωτήριον έτος 2022 μ.Χ. Ή 7530 από κτίσεως κόσμου. Η σωτηρία της ψυχής ως συστατικόν τής αυτοκρατορίας.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.