Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τα παπούτσια
















Πα πα πα, περάσαν τα χρόνια.

Θυμάσαι μικρούλα που ήσουνα κι ανακατεύονταν τα μαλλάκια σου και δεν καθόσουνα να χτενιστείς – πού να καθίσεις. Έτρεχες να βγεις να πα να παίξεις και δε μαζευόσουνα. Μπλεκόνταν οι μπουκλίτσες κι έλεγες Παναγία μου, πώς θα τη χτενίσω τώρα, θα μας ακούσει η γειτονιά. Και το μαγουλάκι σου ρόδινο απ’ το λαχάνιασμα, κι όσο κι αν ίδρωνες, λάσπες, κακό, μοσχοβολούσες, τι πράμα κι αυτό, αυτό το μοσχοβολητό

Και μετά που πονήρεψες, που πάλι δεν καθόσουν να χτενιστείς, σιγά που θα καθόσουν, έτρεχες να προλάβεις που περνούσαν τ’ αγόρια κι έβγαινες στον κήπο και δεν τους κοιτούσες κι έκανες και καλά δουλειές και φρόντιζες τα λουλούδια κι έτρεχε το νερό

Πότε, βρε παιδί μου, είκοσι νούμερο φόραγες, και πήγες σαρανταδύο, μεγάλωσε το πόδι σου κι έγινε θηρίο, με το κότσι το δυνατό και τη φόρα και το βάρος του σώματος, πήγες κι έγινες μέχρι κει πάνω, κατάλαβες τι γίνεται; πας και γίνεσαι μέχρι κει πάνω κι η μικρούλα δεν ξέρεις πώς να την βρεις και τι να την κάνεις – είναι πάντα εκεί και πώς να της μιλήσεις; δεν έχει πια λόγια, έχεις βγει σε άλλη όχθη

Θυμάσαι στο γάμο σου που έγινες τούρκα, πιάστηκε το κωλονυφικό και δε συμμαζευόσουνα και τα πήρες στο κρανίο, μαλάκες όλοι, τόσο που χέστηκε ο παπάς από το φόβο του κι άρχισε να τα διαβάζει μασημένα, τρεχάμενα, να τελειώνει, ε ρε γέλιο, και φαινότανε ο ώμος σου ο κρουστός, σαν ώμος ευγενικού παλικαριού, αστραφτερός και καλοσυνάτος, και τα χεράκια σου με τα νύχια τα βαμμένα, κι οι μπούκλες μπούκλες, κομμωτήριο, αλλά μπούκλες

Κι ήταν ακόμη τα ποδαράκια σου τα κοριτσίστικα, πάντα σαρανταδύο το νούμερο, αλλά όποιος ήξερε το ’βρισκε το κοριτσάκι, άμα κοιτούσες εκεί που λήγουν τα μετατάρσια κι αρχίζουν οι φάλαγγες, εκεί που αρχίζουν τα δάχτυλα του ποδιού, εκεί πάει και κρύβεται το κοριτσάκι – γι’ αυτό στις σαγιονάρες εκεί τα κορίτσια φοράνε μαργαρίτες και κοσμήματα, για να τονίζεται εκεί που ξεκινάν τα δάχτυλα, να πέφτει εκεί το μάτι, ξέρουν αυτές

Ή τ’ άλλα τα ίσια τα παπούτσια για τις δουλειές και το γραφείο να πηγαίνεις σαν άνθρωπος, όχι όλην ώρα πάνω στα τακούνια σαν ακροβάτης – έλα μωρέ, όχι πως δε σ’ αρέσει, τίνος δεν αρέσει το τακούνι, τι να λέμε, αλλά να, εσύ έχεις κι ένα πολύ ανθρώπινο, κάτι πολύ ολονών έχεις κρατήσει, και πολλές φορές τη χρειάζεσαι τη γείωση και σ’ αρέσει να περπατάς σαν αγόρι – όμορφα που μπορούν να είναι και τ’ αγόρια, είδες

Το ’βαλες το τακούνι σου, δε λέω, εκείνα που είχες με το δέρμα το φιδίσιο, χαμηλοτάκουνα κι εκείνα, εντάξει, τι τακούνι να βάλεις δυο μέτρα γυναίκα, να τους σκιάξεις όλους; έβαζες τα χαμηλοτάκουνα, και τα φορούσες με το καλσόν το μπεζ το ανοικτό, το φυσικό, σα γυμνή που ήσουνα, ξέρεις ποιο λέω, εκείνο που περπάταγες στο χολ και θρόιζαν τα μπούτια σου το θρόισμα τού καλσόν κι ανέμιζε η μακριά η φούστα η εμπριμέ κι ακούγονταν τα τακούνια στο πλακάκι, πα πα πα – κοίτα τι μπορεί να κάνει ένα κορίτσι

Και τακούνι έβαλες και το φχαριστήθηκες κι όλας, εκείνο με την αγκράφα κάτω χαμηλά, την αγκράφα που σκεπάζει τα μετατάρσια και τα δαχτυλάκια τα κοριτσίστικα – ξέρεις εσύ, αμ πώς δεν ξέρεις, σαν τότε που έβγαινες στον κήπο κι έτρεχε το νερό, ότι και καλά εσύ μια δουλειά είχες και βγήκες να την κάνεις

Κι έβαλες και το παντοφλάκι σου να τα ξεκουράσεις, τόσο μπόι πώς να το οικονομήσεις, σε κούραζε, ρε δε μπα στο διάλο, τα πέταγες τα παπούτσια σε μια μεριά κι έβανες την παντόφλα τη χαλαρή να δεις θεού πρόσωπο, ανθρώπινο, στο μεταξύ, πάει, πού να δεις το κοριτσάκι, τόσο καλά είχε κρυφτεί, ήσουν όλη μια υπηρεσία, σαν αξιωματικός, όλο βάρος και στολή, να γίνουν όλα σωστά

Άντε ρε αποκεί, είπες μια μέρα και τα πέταξες τα παπούτσια, όλα, ποιος ξέρει, βρήκες καλύτερη θέση για τα πόδια σου – τώρα πια θα ξέρεις πού πατείς. Τα ’πιασες και τα πέταξες. Α να χαθείτε. Τη βρήκε τη θέση το κοριτσάκι. Σιγά μην ασχοληθεί με τον κάθε σαχλαμάρα που δεν ξέρει τι βλέπει μπροστά του.

Ρε άντε αποκεί.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.