Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Δεκέμβριος, 2022

ΕΛΤΑ

Τότε ήταν αλλιώς, που λες. Τέτοιες μέρες δεν έπαιρνες ανάσα. Γινόταν ο κακός χαμός. Δεν πειράζει. Καλύτερα τώρα. Ανοίγεις το μαραφέτι, γράφεις μια κουβέντα, πάει στον προορισμό της, εντάξει. Πατάς καρδούλες, λουλουδάκια, πώς τα λεν αυτά, και συνεννοήθηκες. Εικονίτσες, ξέρω ’γω. Όχι σαν τότε που δεν προλάβαινες – αν δεν το είχες γράψει ένα μήνα πριν, γράμμα στον προορισμό του δεν πήγαινε. Τον Γενάρη θα το ’παιρνε ο άλλος. Και αν. Κατόπιν εορτής. Ένα μήνα πριν και χαρτιά και στιλό και χαρακωμένη κόλα, και γράψε σβήσε, και άντε πάλι, και σάλιο στο γραμματόσημο – σώπα ρε, δουλειά ήταν αυτό; Ολόκληρο μεροκάματο για να στείλεις μιαν ευχή, είμαι καλά, και σας εύχομαι από καρδιάς Καλή Πρωτοχρονιά που είναι γιορτή για την Αγάπη, θα πάτε στον θείο Σπύρο; και τι κάνει η Μαρούλα δε μου γράφει να μου τη φιλήσετε. Τα είδαμε να εκσυγχρονίζονται μετά, τι αλλαγές, τι βελτιώσεις – αλλά ήταν αργά. Πολύ αργά. Τα νέα ήρθαν αφού είχε σταματήσει ο ποταμός εκείνος, είχε σωθεί, ό,τι ήταν να γραφτεί είχε πια γρ...

Σαν Διονίζιο

Διονίζιο ντι Τζάντε. Τον ξέρεις; Ο Διονύσιος από τη Ζάκυνθο. Γεννηθείς τω 1547. Στο νησί τού Γρηγορίου Ξενοπούλου. Ε στάτο ουν ντραματούργκο ε σκριτόρε γκρέκο. Δραματουργός και συγγραφέας γκρέκο, γεννηθείς τω 1867. Ο Ξενόπουλος λέμε τώρα, όχι ο Διονίζιο. Σκριτόρε γκρέκο, και θυμήθηκα τη μάνα μου. Γεννηθείσα τω 1929. Που την παίζανε κάτι χαζοϊταλοί στην κατοχή κι εκείνη, δωδεκάχρονη τότε, έπιασε και τους έμαθε και τραγούδαγαν «Κορόιδο Μουσολίνι» και το καταφχαριστιόντουσαν οι καημένοι ώσπου μια μέρα κάποιος τούς το σφύριξε, ξέρετε ρε τι τραγουδάτε; στο απόσπασμα θα πάτε, ηλίθιοι, και την στρώσαν στο κυνήγι τη μάνα μου και της φώναζε ο χοντρός, «του σέι μπιρικίνα! θα σου δώσω ένα μπάτσο γκρέκο!» μην το πάρει η γιαγιά μου ότι ήθελε να τη φιλήσει τη μικρή, κατάλαβες; Ανακάτεμα. Διονίζιο ντι Τζάντε, λοιπόν. Ε στάτο ουν βέσκοβο. Επίσκοπος. Ορτοντόσο γκρέκο. Ντα ούνα φαμίλια Βενετσάνα παρακαλώ, οριτζινάρια ντέλλα Νορμάντια. Από τη Νορμανδία. Γραδενίγος Σιγούρος, έτσι λεγόταν κατά κόσμον. Των ...

Κατ' οικονομίαν

Οικονομία. Ότι δηλαδή προσέχεις να μην ξοδέψεις και μείνεις ταπί. Αυτό θα πει κάνω οικονομία. Με τις οικονομίες του, λέει, τσουπ, αγόρασε το σπιτάκι του. Μ’ αίμα χτισμένο, και λοιπά. Αλλά αυτό που δεν ξοδεύεις πολλά λεφτά, αυτή η έννοια είναι παράγωγη. Στην πραγματικότητα οικονομία θα πει απλώς να κρατάς λογαριασμό. Το Υπουργείο των Οικονομικών δεν είναι Υπουργείο να κρατιόμαστε να μην ξοδεύουμε – λέμε τώρα. Είναι της οικονομίας. Που δηλαδή κανονίζει πού και πώς θα μαζέψει φράγκα και πού και πώς θα τα διαθέσει. Κι άμα πάμε πιο πίσω στη λέξη και στα χούγια της, οίκος και νέμω, σου λέει. Απλά πράματα. Νέμω τα του οίκου. Δηλαδή κανονίζω πώς θα κινηθεί τι στον χώρο που ελέγχω. Λεφτά αλλά και άνθρωποι. Και ζώα και πράματα. Και γεννήματα. Διακανονισμός είναι. Πώς θα τα κανονίσω. Πώς θα τα ρυθμίσω. Πότε τρώμε και τι τρώμε, πού θα το βρούμε αυτό που τρώμε και πώς θα το ετοιμάσουμε, πότε κοιμόμαστε, πότε σπέρνουμε, πότε σπέρνουμε παιδιά και πότε ποτίζουμε. Και ποιος φυλάει σκοπιά. Αυτό θα πει ο...

Άη Στράτης

Στράααατα. Στρατούουλα. Στράαατα. Στρατούουλα. Τότε τη βαστούσαν ακόμη τα πόδια της τη γιαγιά μου. Και βαστούσε εμένα, και καλά να περπατάω. Έτσι είναι οι γιαγιές. Πιάνουν ένα νήπιο που ούτε να μιλήσει, ούτε να περπατήσει, και του μιλάν με τις ώρες. Και το περπατάν. Λες κι αυτό καταλαβαίνει. Στράααατα. Στρατούουλα. Τι του μιλάς χριστιανή μου; Δε βλέπεις που χασκογελάει σα χαζό το φαφούτικο; Ντιπ δεν καταλαβαίνει. Στράααατα. Και μετά μεγαλώνεις. Δεν έχει πια γιαγιά να σε περπατήσει. Οπότε δε θέλει και πολύ να συνδεθούν οι απώλειες. I giorni grigi sono le lunghe strade silenziose di un paese deserto e senza cielo. Οι γκρίζες μέρες είναι οι στράτες οι μακρινές, οι σιωπηλές, του έρημου χωριού, χωρίς ουρανό. Βλέπεις, έτσι είναι οι σπαραγμοί. Συγγενεύουν. Ομοιοχρωματίζονται. Φαίνονται όλοι ένας. Και πώς να τους ξεδιαλύνεις. Γιατί άντε και περπάτησες. Street. Straße. Ο δρόμος. Muntre Straßen ein und aus. Μέσα κι έξω στους δρόμους που σφύζουν, εκεί θα κυλήσει το δάκρυ σου, του ποιητή, και θα κ...

Άννα

Αλλάζουνε όλα εδωκάτω με ορμή. Τι να καταλάβουμε οι φτωχοί; Τι να καταλάβουμε οι φτωχοί. Ήταν ένας στροβιλισμός αυτός, θυμάσαι; Βαλσάκι. Ξεκινούσε με πιάνο και με σκέψη και περισυλλογή. Κι ύστερα γινόταν καρουσέλ. Απελευθερωνόταν. Τρία τέταρτα. Τιάμ-παμ-παμ, τιάμ-παμ-παμ. Εντάξει, δεν το χορεύαμε κιόλας, το ακούγαμε μόνο. Αλλά βαλσάκι. Πήγαινε κι ερχόταν, όπως πάνε κι έρχονται οι κύκλοι τα φύλλα που τα στροβιλίζει ο αέρας που πάει να παραστήσει τον επικίνδυνο αλλά πού. Μια δυο γύρες, κι ύστερα εκπνέει. Αυτό ήταν. Έτσι γίνεται σ’ αυτά τα ψεύτικα κλίματα. Μια δυο γύρες ο αέρας και τέλος. Ασόβαρα πράματα. Όχι για να ανησυχήσεις. Μόνο για να επενδύσεις σε ανησυχία. Να ένα σημαντικό μέρος αυτής της ιστορίας: ότι μπορείς να ανησυχήσεις, αλλά όχι για κάτι πρακτικό. Όχι, ας πούμε, ότι θ’ ανοίξουν οι ουρανοί και να προνοήσεις να φτιάσεις καράβι. Ούτε καν ότι θα πιάσει κρύο ανελέητο και να φτιάξεις μάλλινα και προβιές. Μπα. Τίποτε απ’ αυτά. Μπορείς όμως ελεύθερα να ανησυχήσεις για κάτι που δεν α...

Νικολής

Νικολή, Νικολή, καπετάνιε ντερτιλή μια και ήρθες απ' τα ξένα για μολόγα μου και μένα, πόσο πάει το φιλί; Πόσο πάει το φιλί, στη Δύση στην Ανατολή; Αυτός ήταν ο Δρόμος για τα Κύθηρα. Το 1973. Οδικώς πως. Πολύ πριν το Ταξίδι τού Αγγελόπουλου. Ένδεκα χρόνια πριν. Ήμασταν ακόμη στη Χούντα, στα τελειώματα. Ηλίας Λυμπερόπουλος τα στιχάκια. Και Γιώργος Κατσαρός η μουσική. Τραγούδι, ποιος άλλος, ο Μητροπάνος. Ντερτιλής, ο ντερτιασμένος. Ο διατελών, τώρα ή συχνά πυκνά, εν καταστάσει ντερτιού. Dert, άμα κοιτάξεις το λεξικό. Ο πόνος. Η λύπη, η θλίψη. Εμείς, ως οι πλησιέστεροι συμπάσχοντες, το 'χουμε στο λεξιλόγιο: ο καημός, ρε παιδί μου. Κατάλαβες; Καίω και καύμα. Ντέρτι. Και ντέρτια και dertler. Εξ ου το ελληνοπρεπέστατον ντερτιλής, ο έχων καημόν βαρύν κι ασήκωτον. Ντερτιλής όπως μουστακλής, καραμανλής, μερακλής, μια χαρά ελληνικά. Τι, όχι; Σε βλέπω και ξινίζεις τα μούτρα σου και δεν καταλαβαίνω. Παραλής, ρε παιδί μου. Χασικλής. Παντερμαλής. Bandırmalı, δηλαδή. Από την Bandırma, την Πάνο...

Βαρβάρα

Ο βάρβαρος, η βάρβαρη, το βάρβαρο. Ή το βαρβαράκι. Διότι ο βάρβαρος κι η βάρβαρη εκάνουνε παιδάκι, στα όπα όπα το ’χουνε, το λένε βαρβαράκι. Τι, όχι; Εντάξει. Αστειευόμαστε. Κάποτε ήταν ο βάρβαρος και η βάρβαρος. Απ ’  όπου με κάποιον τρόπο ξεπήδησε ένα θηλυκό σε -α, σαν ωραία, σαν μοιραία, σαν γενναία; Ποιος ξέρει. Πάρε και μια καταβίβαση τόνου, σαν δικαία, και το ’χεις: η βαρβάρα. Το βάρβαρον, ως βαρβαράκι ή βαρβαρόπουλο, έπαιζε και εξακολουθεί να παίζει κι αυτό, αλλά πάει και γίνεται επώνυμο. Ο τηλεφωνικός κατάλογος έχει και Βαρβαράκη και Βαρβαριώτη και Βαρβαρόπουλο – δεν ξέρουμε ο Βαρβαριώτης και ο Βαρβαρίτης, που είναι τόπου σημαντικοί, μήπως είναι από τίποτε Αγια Βαρβάρες – πιθανόν. Και πάλι γόνοι βαρβάρων πάντως είναι. Μπαρ μπαρ. Καλά, δε θέλει να ’σαι και καμιά ιδιοφυΐα στα ετυμολογικά. Ήχος σκέτος. Λέξη με πέταλα. Τι δεν κατάλαβες; Είναι αυτό που ακούς όταν δεν καταλαβαίνεις τι ακούς. Μπαρ μπαρ. Έτσι το ’χαν στο μυαλό τους οι αρχαίοι ημών: ότι είναι κάτι κακόηχο και χάλια....