Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κατ' οικονομίαν








Οικονομία. Ότι δηλαδή προσέχεις να μην ξοδέψεις και μείνεις ταπί. Αυτό θα πει κάνω οικονομία. Με τις οικονομίες του, λέει, τσουπ, αγόρασε το σπιτάκι του. Μ’ αίμα χτισμένο, και λοιπά.

Αλλά αυτό που δεν ξοδεύεις πολλά λεφτά, αυτή η έννοια είναι παράγωγη. Στην πραγματικότητα οικονομία θα πει απλώς να κρατάς λογαριασμό. Το Υπουργείο των Οικονομικών δεν είναι Υπουργείο να κρατιόμαστε να μην ξοδεύουμε – λέμε τώρα. Είναι της οικονομίας. Που δηλαδή κανονίζει πού και πώς θα μαζέψει φράγκα και πού και πώς θα τα διαθέσει.

Κι άμα πάμε πιο πίσω στη λέξη και στα χούγια της, οίκος και νέμω, σου λέει. Απλά πράματα. Νέμω τα του οίκου. Δηλαδή κανονίζω πώς θα κινηθεί τι στον χώρο που ελέγχω. Λεφτά αλλά και άνθρωποι. Και ζώα και πράματα. Και γεννήματα. Διακανονισμός είναι. Πώς θα τα κανονίσω. Πώς θα τα ρυθμίσω. Πότε τρώμε και τι τρώμε, πού θα το βρούμε αυτό που τρώμε και πώς θα το ετοιμάσουμε, πότε κοιμόμαστε, πότε σπέρνουμε, πότε σπέρνουμε παιδιά και πότε ποτίζουμε. Και ποιος φυλάει σκοπιά. Αυτό θα πει οικονομώ: κανονίζω.

Κι άμα είσαι και λιγουλάκι θεούσος, ποιος είναι που τα κανονίζει όλα τα πάντα; Γνωστή η απάντηση, έτσι; Τα ’παμε: ποτέ δεν ξέρεις τι θα κανονίσει και γιατί, αλλά πόσο πια μυαλό να ’χεις να ασχοληθείς ώς και μ’ αυτό το πράμα; Ούτε χρειάζεται, ούτε μπορείς. Έχεις τόσα δικά σου που σε σέρνουν απ’ τη μύτη. Ξέρει όμως εκείνος. Οπότε εντάξει είμαστε. Σωστά;

Εδώ που τα λέμε, και θεούσος ακριβώς να μην είσαι, ότι τα πράγματα, κανονισμένα κατά τη στενή έννοια ή ακανόνιστα —όπως θες πάρ’ τα— ότι πάντως δεν υπακούν σε κάτι που μπορείς εσύ να κανονίσεις, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Με όσα ώς τώρα ξέρεις και μπορείς, δε μπορείς. Δεδομένο αυτό. Σύμφωνοι; Σύμφωνοι.

Πρόσεχε τώρα να δεις τι παίζει: κάθεσαι εσύ στο μεταξύ, και για ό,τι περνάει απ’ το χέρι σου, βγάνεις κανόνες. Δε θα τ’ αφήσεις και χύμα τα πράματα. Μπάτε σκύλοι αλέστε. Όχι. Ό,τι μπορείς, παλεύεις να το ρυθμίσεις. Κύριοι, δε θα περνάμε όταν το φανάρι είναι κόκκινο. Σωστό. Αλλά έχει ένα ίου ίου που περιμένει με αναμμένο το καρούμπαλο και μέσα έχει γύρευε ποιον – κάποιον επείγον. Αμάν, πρέπει να περάσει ο άνθρωπος. Τώρα. Τι κάνεις λοιπόν; Τα γνωστά. Τσακιζόμαστε και κάνουμε στην άκρη, σταματάμε, και περνάει το ίου ίου φουλαριστό. Εξαίρεση, κύριε, σου λέει.

Και πώς θα γίνει μην έρθει κι ο επόμενος που απλώς βιάζεται ο αλήτης και κορνάρει για να προλάβει τη γκόμενα; Και να περάσει πρώτος; Ρε δε μπάτε από κει που ξέρετε! Σηκώθηκε η κουτσή Μαρία και κορνάρει και θα περάσει πρώτη; Άντε από κει. Η εξαίρεση δεν δημιουργεί κανόνα. Κύριε, σου συμβαίνει το έκτακτο, χτύπα ξύλο, μάλιστα, να περάσεις. Πώς; Πιστεύεις ότι εσύ είσαι ο έκτακτος; Τον κακό σου. Καθόλου δε θα περάσεις. Με την αράδα σου θα πας.

Κι έτσι, μπαίνει στην κουβέντα κι ο παπάς. Ούτε αυτός εξαιρείται από τα κόκκινα, σύμφωνοι. Αλλά δεν είναι μόνο τα κόκκινα εδώ. Αυτός έχει να κάνει με ψυχές. Σύνθετα πράματα. Τι κάνει; Έχει μέθοδο. Σκεπτικό, όχι αστεία.

Ἀπόψε ὁ ψαλλόμενος Νυμφίος εἶναι κυρίως ὁ Ὄρθρος τῆς Μεγάλης Δευτέρας, ψάλλεται δὲ ἀφ’ ἑσπέρας οἰκονομικώτερον, κατά συγκατάβασιν τῆς Ἐκκλησίας, πρὸς εὐκολίαν τῶν πιστῶν. Έτσι γράφει ο Κοσμοκαλόγερος στο άρθρο του «Ἡ Μεγάλη Ἑβδομὰς ἐν Ἀθήναις». Πως ψάλλεται ό,τι είναι να ψαλεί από το απόγευμα. Ενώ κανονικά δε θα ’πρεπε. Κι όμως. Κατ’ οικονομίαν. Για να ’ρθεί να δέσει καλύτερα με τους πιστούς.

Τι; Ότι κάθονται, ας πούμε, και το συνεννοούνται μεταξύ τους δυο τρεις χριστιανοί και σου λέει, εντάξει, το κανονίσαμε, κατ’ οικονομίαν; Όχι, καθόλου. Είναι ολόκληρη έννοια στο Κανονικό Δίκαιο, κύριε – που είναι θεολογία και νομικά μαζί ένα πράμα. Τα σπουδάζεις στο Πανεπιστήμιο. Που ερευνά και ρυθμίζει, λέει, το δίκαιο εντός της Εκκλησίας. Με βάση όσα είπε ο Χριστός κι οι Απόστολοι, κι όσα λεν οι Ιεροί Κανόνες, οι διατάξεις, αλλά και τα ήθη και τα έθιμα της κοινωνίας και οι νόμοι του κράτους. Περάστε, παρακαλώ.

Τα κατ’ ακρίβειαν και τα κατ’ οικονομίαν. Λένε οι Ιεροί Κανόνες το τάδε πράμα; Εντάξει, αυτό είναι το κατ’ ακρίβειαν. Αλλά έρχεται το θεσμοθετημένο όργανο, παπάδες σπουδαγμένοι και γραμματιζούμενοι, και φκιάνει ένα έγγραφο και λέει: αυτό είναι το κατ’ ακρίβειαν, αυτοί κι αυτοί είναι οι ακριβείς λόγοι και η διδασκαλία, αλλά εμείς για τους τάδε και δείνα άλλους λόγους αποφασίζουμε την δείνα παρέκκλιση. Κατ’ οικονομίαν. Θα γίνει αλλιώς. Για μία και μοναδική φορά και μόνο για τους λόγους αυτούς. Δεν δημιουργείται εθιμικός κανόνας δικαίου και δεν αναιρείται η κατ’ ακρίβειαν πράξη.

Δυνατό; Πολύ. Ώστε, θα μου πεις, καλοί οι κανόνες αλλά ο καθένας κάνει ό,τι του καπνίσει; Μπα. Καθόλου. Οἰκονομία ἐστὶ μίμησις θείας φιλανθρωπίας, γράφει ο Άγιος Νικόλαος ο Μυστικός, συγκλητικός, μεγαλοαξιωματούχος, που πήγε μετά κι έγινε μοναχός, κι ύστερα κοτζάμ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Το 895 μ.Χ. Γίνεται δηλαδή για να γίνουν τα πράματα όπως θα ’θελε η φιλανθρωπία εκείνου – όποιος είναι αυτός και ό,τι πιστεύει κανείς ότι διαθέτει φιλανθρωπία. Γίνεται για να γίνουν τα πράματα σωστά και καλά. Χωρίς να ματώσουμε οι άνθρωποι από τους δικούς μας τους νόμους. Γιατί άλλο αυτοί, αδύνατον να τα οικονομήσουν, όλα τα πάντα, κι άλλο η θεία φιλανθρωπία. Και στο τέλος της γραφής, αἱ περὶ τὰς ἐκκλησίας οἰκονομίαι γίνονται μὲν παρὰ τῶν πεπιστευμένων τὴν προστασίαν αὐτῶν, βεβαιοῦνται δὲ παρὰ τῶν λαῶν. Έτσι γράφει ο Μέγας Βασίλειος. Τα παίρνει χαμπάρι ο λαός και αναδρά. Και τα δέχεται ηρέμως ή σε περιλούζει. Όξω από δω, κλέφτες.

Θα μου πεις τώρα χριστιανέ μου τι λογοδιάρροια είναι τούτη δω σήμερα; Και τι με νοιάζει εμένα η ακρίβεια και η οικονομία, πώς τα λες, και οι κανόνες της εκκλησίας;

Αμ πώς. Οι κανόνες λένε ότι για να γίνεις επίσκοπος, ας πούμε, πρέπει να ’χεις τριανταρίσει. Και ορθώς. Δε γίνεται να σου εμπιστευθούμε να ποιμαίνεις κόσμο και συ να μην έχεις καλά καλά ξεμπλέξει με την εφηβεία σου και τις λαχτάρες σου. Κι όμως. Αν ο κανόνας είχε τηρηθεί κατ’ ακρίβειαν, ο Λευτέρ, το σοφό πλάσμα, δε θα είχε αναλάβει την Επισκοπή τού Ιλλυρικού στα είκοσί του. Δε θα τον είχε κυνηγήσει ο Αδριανός, ο δικός μας, ο φιλέλλην, και δε θα είχε αγιάσει. Και σήμερα, τι εικονισματάκι θα ακουμπούσαν οι ετοιμόγεννες στην κοιλίτσα τους καθώς τις τρέχει το ίου ίου να λευτερωθούν;

Κατ’ οικονομίαν. Μίμησις φιλανθρωπίας, ναι. Τίνος φιλανθρωπία; Πού να ξέρουμε.










Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.