Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΕΛΤΑ

Τότε ήταν αλλιώς, που λες. Τέτοιες μέρες δεν έπαιρνες ανάσα. Γινόταν ο κακός χαμός.

Δεν πειράζει. Καλύτερα τώρα. Ανοίγεις το μαραφέτι, γράφεις μια κουβέντα, πάει στον προορισμό της, εντάξει. Πατάς καρδούλες, λουλουδάκια, πώς τα λεν αυτά, και συνεννοήθηκες. Εικονίτσες, ξέρω ’γω. Όχι σαν τότε που δεν προλάβαινες – αν δεν το είχες γράψει ένα μήνα πριν, γράμμα στον προορισμό του δεν πήγαινε. Τον Γενάρη θα το ’παιρνε ο άλλος. Και αν. Κατόπιν εορτής.

Ένα μήνα πριν και χαρτιά και στιλό και χαρακωμένη κόλα, και γράψε σβήσε, και άντε πάλι, και σάλιο στο γραμματόσημο – σώπα ρε, δουλειά ήταν αυτό; Ολόκληρο μεροκάματο για να στείλεις μιαν ευχή, είμαι καλά, και σας εύχομαι από καρδιάς Καλή Πρωτοχρονιά που είναι γιορτή για την Αγάπη, θα πάτε στον θείο Σπύρο; και τι κάνει η Μαρούλα δε μου γράφει να μου τη φιλήσετε.

Τα είδαμε να εκσυγχρονίζονται μετά, τι αλλαγές, τι βελτιώσεις – αλλά ήταν αργά. Πολύ αργά. Τα νέα ήρθαν αφού είχε σταματήσει ο ποταμός εκείνος, είχε σωθεί, ό,τι ήταν να γραφτεί είχε πια γραφτεί. Είχαν πάψει να γράφουν. Τέλος. Είχε ξεκινήσει το τηλέφωνο – τέτοια κόλπα, κατάλαβες; Είχαν αρχίσει να μιλάνε. Κι ύστερα πάει, σώθηκε κι αυτό. Τι, να μιλάς με τις ώρες;

Καλύτερα τώρα. Δε γκρινιάζω. Είναι ίσως η ηλικία. Αλλά εγώ είμαι πάντα με τους νέους. Καλύτερα τώρα. Τι ανάγκη έχουν; Ελεύθερος χρόνος να κάνεις ό,τι θες. Εγώ τους χαίρομαι, να σου πω. Με τους αντίχειρες στο μαραφέτι, σφαίρα πάνε, φοράνε κι εκείνο το δαχτυλίδι στο μεγάλο το δάχτυλο και τον κρίκο στο ρουθούνι, εγώ τους χαίρομαι, μιλάμε τέτοια ταχύτητα, πού τότε. Και είσαι εντάξει.

Όχι. Καλύτερα τώρα. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Κι αν φαίνεται μια μικρή στενοχώρια, δεν ξέρω, είναι η ψύχρα του απογεύματος, τώρα νυχτώνει νωρίς. Άσχετο είναι.

Καλύτερα τώρα. Εγώ είμαι υπέρ.







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...