Ο βάρβαρος, η βάρβαρη, το βάρβαρο. Ή το βαρβαράκι. Διότι ο βάρβαρος κι η βάρβαρη εκάνουνε παιδάκι, στα όπα όπα το ’χουνε, το λένε βαρβαράκι. Τι, όχι;
Εντάξει. Αστειευόμαστε. Κάποτε ήταν ο βάρβαρος και η βάρβαρος. Απ’ όπου με κάποιον τρόπο ξεπήδησε ένα θηλυκό σε -α, σαν ωραία, σαν μοιραία, σαν γενναία; Ποιος ξέρει. Πάρε και μια καταβίβαση τόνου, σαν δικαία, και το ’χεις: η βαρβάρα.
Το βάρβαρον, ως βαρβαράκι ή βαρβαρόπουλο, έπαιζε και εξακολουθεί να παίζει κι αυτό, αλλά πάει και γίνεται επώνυμο. Ο τηλεφωνικός κατάλογος έχει και Βαρβαράκη και Βαρβαριώτη και Βαρβαρόπουλο – δεν ξέρουμε ο Βαρβαριώτης και ο Βαρβαρίτης, που είναι τόπου σημαντικοί, μήπως είναι από τίποτε Αγια Βαρβάρες – πιθανόν. Και πάλι γόνοι βαρβάρων πάντως είναι.
Μπαρ μπαρ. Καλά, δε θέλει να ’σαι και καμιά ιδιοφυΐα στα ετυμολογικά. Ήχος σκέτος. Λέξη με πέταλα. Τι δεν κατάλαβες; Είναι αυτό που ακούς όταν δεν καταλαβαίνεις τι ακούς. Μπαρ μπαρ. Έτσι το ’χαν στο μυαλό τους οι αρχαίοι ημών: ότι είναι κάτι κακόηχο και χάλια. Ένα πράμα μπλιαχ. Διότι, ή μιλάς αυτό που καταλαβαίνουμε, ή είσαι βάρβαρος, κύριε. Λυμένα πράματα. Εύπεπτα. Πώς λέμε γαβ γαβ; Κάπως έτσι.
Πώς; Έχεις κι όνομα; Και πώς λέγεσαι είπες; Artaxšaçāʰ; Τι λες ωρέ; Όνομα είναι αυτό; Και τι θα πει; Μη μου πεις – θα σου πω εγώ: τίποτε δε θα πει. Αρταξέρξης λέγεσαι και δεν το ξέρεις. Από τούδε και στο εξής. Αρταξέρξης. Τέλος. Και ποιος Dārayavaʰuš και κουραφέξαλα. Πρώτον δε βγαίνουν αυτοί οι ήχοι από στόμα ανθρωπινό, και δεύτερον αυτό μανούλα μου δεν είναι όνομα. Είναι κάτι που κατρακυλάει στο έρεβος. Μέχρι να το πεις, νυχτώσαμε. Δαρείος θα λέγεσαι. Συνεννοηθήκαμε.
Είδες; Άλλες εποχές. Όχι δηλαδή πως αργότερα καλυτέρεψαν κατά πολύ τα πράματα. Ουκ εά με καθεύδειν το του Κοδριγκτώνος όνειδος. Αλλά τουλάχιστον πάψαμε να τους θεωρούμε και βαρβάρους. Πήραν βλέπεις και τ’ όνομα και το κάναν Μπάρμπαρα, κι αλλάξαν οι κανόνες του παιχνιδιού. Αυτοί τις ξανθιές, κι εμείς τη Μπαρμπαριά και Τούνεζι.
Ένι γουέι. Μακρηγορούμε και πηδάμε από θέμα σε θέμα. Ενώ το θέμα μας είναι η Βαρβάρα – καλά κατάλαβες, γι’ αυτήν θέλω να σου πω ρε παιδί μου. Τη βάρβαρη, δηλαδή. Την κόρη του Διόσκορου από τη Νικομήδεια. Αυτουνού με τα πολλά λεφτά. Αυτήν, την χωρίς μάνα. Καλά. Μια κουβέντα είναι το χωρίς μάνα. Χωρίς μάνα δε γίνεται – το ξέρουμε. Εκείνο που γίνεται είναι να το κάνεις το κορίτσι με καμιά δούλα σου, καμιά ξένη, πανέμορφη, κι ύστερα να κάνεις πως δεν ξέρεις, ποια, αυτή; τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτή; και να κρατάς το κορίτσι – κι αυτή πανέμορφη. Μη σου πω πιο όμορφη απ’ τη μάνα της. Αλλούτερη. Να σου σταματάει ο νους. Αυτές οι επιμειξίες οι ρημάδες βγάνουν ανεξέλεγκτα πράματα. Χάνεται η μπάλα.
Κι ύστερα ποιος είναι άξιος να πάρει το κορίτσι το δικό σου; Κανένας, μεγάλε. Φτιάχνεις πύργο και την κλείνεις μέσα. Ο πρώτος είσαι; Καθόλου. Ο πολλοστός.
Μέχρι να μην αντέχεται άλλο ο φόνος. Δεν είναι δικό σου το κορίτσι, των ανθρώπων είναι, αλλά θέλει ένα μπαμ για να γίνει αυτό αντιληπτό. Έναν χαμό. Οπότε δε μένει κολυμπηθρόξυλο. Ο κόσμος αναδιατάσσεται, εσύ γίνεσαι κομάτια, και το κορίτσι γίνεται η αγία των εκρήξεων και του πυροβολικού. Ki έρχεται το όλον και δένει.
Από γλωσσολογία, πολύ γάτες οι προ προ τέτοιοι μας. Τον εαυτούλη τους υποπτεύονταν μόνο. Άκουγαν στις μάχες εκείνον τον βόγγο, mādar – ξέραν, τη μάνα τους φωνάζουν οι πληγωμένοι. Και οι δικοί και οι άλλοι. Αλλά δεν πήγαινε το μυαλό τους να τα συνδέσουν, mādar και μάτερ, ότι έρχονται από την ίδια μάνα. Όοοοοχι. Βάρβαρος, λέει.
Κι όμως! Πόσο όμορφος μπορεί να είναι ο βάρβαρος! Ο Άλλος! Τουλάχιστον όσο εσύ. Βέβαια, για να πούμε του στραβού το δίκιο, αυτό το τελευταίο φαίνεται οι αρχαίοι ημών το ξέραν μια χαρά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου