Αλλάζουνε όλα εδωκάτω με ορμή.
Τι να καταλάβουμε οι φτωχοί;
Τι να καταλάβουμε οι φτωχοί.
Ήταν ένας στροβιλισμός αυτός, θυμάσαι; Βαλσάκι. Ξεκινούσε με πιάνο και με σκέψη και περισυλλογή. Κι ύστερα γινόταν καρουσέλ. Απελευθερωνόταν. Τρία τέταρτα. Τιάμ-παμ-παμ, τιάμ-παμ-παμ. Εντάξει, δεν το χορεύαμε κιόλας, το ακούγαμε μόνο. Αλλά βαλσάκι. Πήγαινε κι ερχόταν, όπως πάνε κι έρχονται οι κύκλοι τα φύλλα που τα στροβιλίζει ο αέρας που πάει να παραστήσει τον επικίνδυνο αλλά πού. Μια δυο γύρες, κι ύστερα εκπνέει. Αυτό ήταν. Έτσι γίνεται σ’ αυτά τα ψεύτικα κλίματα. Μια δυο γύρες ο αέρας και τέλος. Ασόβαρα πράματα. Όχι για να ανησυχήσεις. Μόνο για να επενδύσεις σε ανησυχία.
Να ένα σημαντικό μέρος αυτής της ιστορίας: ότι μπορείς να ανησυχήσεις, αλλά όχι για κάτι πρακτικό. Όχι, ας πούμε, ότι θ’ ανοίξουν οι ουρανοί και να προνοήσεις να φτιάσεις καράβι. Ούτε καν ότι θα πιάσει κρύο ανελέητο και να φτιάξεις μάλλινα και προβιές. Μπα. Τίποτε απ’ αυτά. Μπορείς όμως ελεύθερα να ανησυχήσεις για κάτι που δεν αφήνει αποτύπωμα στην πραγματική ζωή. Τέτοια θέλει η καρδούλα για να μελαγχολήσει. Πράγματα αόριστα. Προάγγελους. Το μούχρωμα του απογεύματος. Μια πρώτη υποψία ψύχρα. Ή και τίποτε. Όταν οι χυμοί του σώματος είναι στενάχωροι και θέλουν μια υλική αντιστοίχιση, μπορείς πάντα να τη βρεις γύρω σου – ένα σπασμένο λουλούδι, έναν έρημο δρόμο, ένα λερωμένο κομμάτι μάρμαρο. Έτσι είναι η ανησυχία. Τίποτα.
Στο μεταξύ η Άννα είχε πάντα χρώμα κυανό. Ένα γαλάζιο μυστήριο, σαν τ’ ουρανού. Έλεγες δεν είναι χρώμα αυτό. Είναι σκέψη. Είναι αποτέλεσμα. Όχι δηλαδή όπως πέφτει το φως πάνω στο κόκκινο το ποδήλατο και σου επιστρέφουν εσένα μόνο οι κόκκινες ακτίνες και λες, πάει, είναι κόκκινο ρε παιδί μου το ποδήλατο. Όχι. Άλλη λειτουργία το γαλάζιο τ’ ουρανού. Πουθενά δεν πέφτουν οι ακτίνες. Πέφτουν δηλαδή αλλά όχι σε επιφάνεια. Περνάν μέσα από τον αέρα, από τα μόριά του, και χτυπιούνται δώθε κείθε – σκεδάννυται το φως, έτσι το λεν αυτό. Χαμός. Και κουνιέται προς το γαλάζιο του κι αυτό βλέπεις εσύ. Γαλάζιο. Οπτασία δηλαδή.
Κυανή η Άννα και κυανός ο Άννας. Εκεί αρχίζαν τα δύσκολα. Από τα μεγαλύτερα τραύματα αυτός ο Άννας. Πώς δηλαδή ένας γέρος αρσενικός με γένια, ένας παπάς, ένας τράγος, πώς δηλαδή Άννας; Και πώς είχε κολλητό τον Καϊάφα και σε παρέπεμπαν ο ένας στον άλλον κι έφτανες μέχρι τα Λουτρά του Καϊάφα που πηγαίναν η Περιηγητική και οι γριές και κάναν ιαματικά, αλειφόντουσαν μ’ εκείνη τη λάσπη, ή δεν είχε λάσπη; μήπως ήταν σε άλλο μέρος η λάσπη; πάντως ήταν χοντρές και φορούσαν ολόσωμα μαγιό λουλουδάτα που αφήναν την πλάτη έξω και καθόνταν σα φάλαινες και λιάζονταν, όλες μαζί.
Όχι. Αυτό ήταν το κακό σημείο. Μπορούσες να το αποκρύψεις. Δεν σε αφορούσε. Όλα που θα γίνεις δεν σε αφορούν και είναι και άσχημα και εχθρικά. Σα φάλαινες. Ενώ η ίδια η Άννα ήταν ένα πράμα όμορφο εξ ορισμού – άλλωστε το ’λεγε και η λέξη: Άννα. Απόδειξη ότι οι λέξεις εννοούν αυτό που λένε: Άννα. Ορίστε. Όμορφη κι αέρινη και γαλάζια. Οι Άννες βλέπεις, δεν έχουν αποτύπωμα. Δεν έχουν χνάρι. Πατούν εις την άμμο κι αυτή μένει απάτητη. Περνούν και δεν ακούγονται κι είν’ όμορφες πολύ και είναι ιδανικές και τις ερωτεύεσαι, διότι για να ερωτευτείς κάποια πρέπει να είναι έτσι ακριβώς: μια γαλάζια υπόσταση που στον άνεμο ταξιδεύει και χνάρι δεν αφήνει.
Αγάλματα κομμάτια στα μάτια της τα δυο.
Λησμονημένες πόλεις. Ναυάγια στον βυθό.
Ήταν ο μοναδικός τρόπος να προσεγγισθεί το συλλογικό εφηβικό αίτημα: να πλησιασθεί η Άννα. Η οπτασία. Το άυλο. Ήταν μια καλή διαδρομή στο τίποτα. Το πλασμένο από επιθυμίες και φαντασίες – αυτά που μόνο δικά του είναι κανενός και όχι τού αλλουνού με τον οποίο προσδένεται και σχετίζεται – αν τα καταφέρει εντέλει. Όλα εκείνα που νομίζεις για έναν άνθρωπο πριν αρχίσεις να γνωρίζεσαι μαζί του.
Η ζωή αλλάζει
δίχως να κοιτάζει
τη δικά σου μελαγχολία.
Κι έρχεται η στιγμή
για ν’ αποφασίσεις
με ποιους θα πας
και ποιους θ’ αφήσεις.
Οπότε να μια παραπάνω απόδειξη: και αέρινη είναι, αλλά και αυτοεκπληρούμενη. Αφού είναι η μοίρα της, της Άννας, κάποτε να εγκαταλείπει τη σκηνή εις επίρρωσιν του δράματος. Πότε έρχεται αυτή η στιγμή δεν το ξέρεις, αλλά όταν παρέρχεται το ξέρεις πάντα. Εκ των υστέρων. Όταν η Άννα έχει τραυματισθεί. Εσύ δηλαδή. Κι έχει απομείνει η φάλαινα. Πάλι εσύ. Και μαζί και η υποψία μήπως σκότωσες και δεν έπρεπε. Μήπως δεν τα ’κανες καλά. Η σκιά στην ψυχή. Μήπως μεγαλώνεις.
Υπάρχει τίποτα δυσκολότερο από το να παραιτείται κανείς από το τίποτα;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου