Διονίζιο ντι Τζάντε. Τον ξέρεις; Ο Διονύσιος από τη Ζάκυνθο. Γεννηθείς τω 1547. Στο νησί τού Γρηγορίου Ξενοπούλου. Ε στάτο ουν ντραματούργκο ε σκριτόρε γκρέκο. Δραματουργός και συγγραφέας γκρέκο, γεννηθείς τω 1867. Ο Ξενόπουλος λέμε τώρα, όχι ο Διονίζιο.
Σκριτόρε γκρέκο, και θυμήθηκα τη μάνα μου. Γεννηθείσα τω 1929. Που την παίζανε κάτι χαζοϊταλοί στην κατοχή κι εκείνη, δωδεκάχρονη τότε, έπιασε και τους έμαθε και τραγούδαγαν «Κορόιδο Μουσολίνι» και το καταφχαριστιόντουσαν οι καημένοι ώσπου μια μέρα κάποιος τούς το σφύριξε, ξέρετε ρε τι τραγουδάτε; στο απόσπασμα θα πάτε, ηλίθιοι, και την στρώσαν στο κυνήγι τη μάνα μου και της φώναζε ο χοντρός, «του σέι μπιρικίνα! θα σου δώσω ένα μπάτσο γκρέκο!» μην το πάρει η γιαγιά μου ότι ήθελε να τη φιλήσει τη μικρή, κατάλαβες; Ανακάτεμα.
Διονίζιο ντι Τζάντε, λοιπόν. Ε στάτο ουν βέσκοβο. Επίσκοπος. Ορτοντόσο γκρέκο. Ντα ούνα φαμίλια Βενετσάνα παρακαλώ, οριτζινάρια ντέλλα Νορμάντια. Από τη Νορμανδία. Γραδενίγος Σιγούρος, έτσι λεγόταν κατά κόσμον. Των Σέγκουρ, Ségur δηλαδή, που είχαν ενσωματωθεί νελ ιμπέριο Μπιζαντίνο, κατάλαβες, και ανήκε στην αριστοκράτσια λοκάλε ντελ ίζολα ντι Τζάντε, όλα τα καταλαβαίνεις, μασκαλτσόνε, εκείνο τον καιρό, σότο ντομίνιο Βένετο. Υπό Βενετική κυριαρχία. Μπορεί και ντόπιος – δεν αποκλείεται. Γιατί τότε οι Πατρίτσι Βένετι, οι Βενετοί Πατρίκιοι που υπηρετούσαν στα Ιόνια, τα φρόντιζαν τα ντοπιόπουλα. Τα βαφτίζανε με τα δικά τους τα ονόματα και τα σπουδάζανε και τα κάναν αρχοντάκια. Παιδιά τους.
Τέτοιος σπόρος θα ’ταν και ο Κόντε Ντιμάρας, ο ήρωας του Ξενόπουλου. Τρέχα γύρευε τίνος γόνος, άμεσος ή έμμεσος. Ήταν ο Κόντε που είχε παντρευτεί την κοντέσα Μαρία, αλλά χαλβάδιαζε και με τη Ζαμπέλα, τη γυναίκα του γιατρού τού Μαρινέρη. Ανακάτεμα, λέμε.
Και μεγάλωνε ο Ντιονίζιο ντι Τζάντε, ακόμη Γραδενίγος τότε, και γινόταν φωστήρας, διαβαστερός και μελετηρός, ερωτευμένος με τα γράμματα, όλα τα ήξερε, γκρέκο, ιταλιάνο, γκρέκο αντίκο, λατίνο, όλα τα πάντα. Πουθενά δεν τον έπιανες. Και σπούδασε και τεολογκία και πήγε στο μοναστέριο ντελ ίζολε Στροφάδι και γίνηκε μοναχός κι ύστερα παπάς – τον χειροτόνησε, λέει, ο Τζεράσιμο ντι Τσεφαλόνια. Μάλιστα.
Κι ο Ζέππος ο Πεμπονάρης όλο κι ομόρφαινε κι αυτός. Ο Ποπολάρος, ο ανιψιός τού γιατρού Μαρινέρη. Και τον σορόπιαζε η Έλντα, η κόρη τού Κόντε Ντιμάρα. Ήταν ιναμοράτα η μικρά, αλλά πού να το μολοήσει στον παπάκη της – εγκεφαλικό θα του ’ρχόταν. Εντάξει, τον στιμάριζε και τον αγαπούσε τον Ζέππο ο παπάκης, αλλά δε θα το ’παιρνε και στα σέρια να του δώσει την κόρη του, κι ας του ’ριχνε εκείνη λουλούδια φιλημένα απ’ το παραθύρι της. Ο Ζέππος ήταν κατώτερης φαμίλιας. Πώς να δώσεις την κόρη σου την αρχοντοπούλα στον ανιψιό ενός γιατρού. Αυτά τα σόγια δεν ανακατεύονταν.
Προβλήματα είχαν οι Σιγούροι. Σοβαρά ζητήματα με τους Μονδίνους, μιαν άλλη οικογένεια εκεί στο Τζάντε, μεγάλο σόι κι αυτό, και σαν τα κακά σκυλιά τρωγόντουσαν, όντιο μορτάλε, μίσος θανάσιμο, βεντέτα, ξέρω ’γώ. Ενώ τον ίδιο καιρό, ο Διονίζιο ντι Τζάντε, που προηγουμένως μέχρι και στην Τέρα Σάντα, τους Αγίους Τόπους είχε κινήσει να πάει αλλά τον είχε τσιμπήσει στο δρόμο ο Νικάνωρ ο Αθηναίος και τον είχε κάνει επίσκοπο Αιγίνης —ιστορία μεγάλη— ο Διονίζιο, λοιπόν, είχε επιστρέψει στο Τζάντε και ησύχαζε, ηγούμενος στη Μονή της Αναφωνήτριας.
Ο Κόντε Ντιμάρας τού Ξενόπουλου, τέτοια προβλήματα, αντεγκλήσεις και μίση και σκαλώματα, τα έλυνε με τον σέμπρο του, τον Αυγουστή, με τις μουστάκες. Θεριό αφοσιωμένο αυτός. Μπράβος. Κόκκινο ζουνάρι πλατύ, γιλέκι σταυρωτό και πλατύγυρο μαύρο καπέλο. Τον έβαζε ο Κόντες να μοιράζει ματσουκιές δεξιά αριστερά. Μια σφουριχτή και ψίχες του το ’κανε το καύκαλο τού εχτρού – τον έστελνε στο κρεβάτι κάνα χρόνο. Στην καλή περίπτωση. Και όλα καλά.
Αλλά η Έλντα, η κόρη τού Κόντε Ντιμάρα, το είχε προλάβει το κακό. Ο Αυγουστής ο Μπρούσκος δε μπαρτζολετάριζε, όμως ήταν αυτή μία. Έπιασε και του ’δωκε την καρφίτσα της, δώρο γαμήλιο απ’ τη μάνα της, πεντακόσια κολονάτα κόσμημα, σα να λέμε τρεις χιλιάδες σφάντζικες – με δυσκολία θα τα σήκωνε τα λεφτά το μουλάρι τού σέμπρου. Κι ο σέμπρος τον άφησε τον Ζέππο απείραχτο, άγγιχτο, να τον έχει αυτή να τον χαίρεται, κι ας είχε διατάξει ο σιορ Κόντες να τον χαλάσει.
Τον σέμπρο που στείλαν οι Μονδίνοι, τον δικό τους τον φονιά, δεν τον πρόλαβε κανείς. Κι αυτός του το τσάκισε το καύκαλο τού Κονσταντίνο Σιγούρο, ψίχες του το ’κανε, κι ύστερα που φούντωσε το πράμα και πήραν φωτιά τα τόπια, έτρεξε και ζήτησε άσυλο στην Αναφωνήτρια. Στο μοναστήρι. Ναι. Εκεί που ήταν ηγούμενος ο Διονίζιο ντι Τζάντε. Ο Γραδενίγο Σιγούρο. Ο αδελφός τού σκοτωμένου. Ανακάτεμα, είπαμε.
Άμα δεν προλάβεις το κακό, δεν το πρόλαβες. Πάει. Αλλά μπορείς να σταματήσεις τα πράματα εκεί. Αυτό έκανε ο Διονίζιο. Τον έκρυψε τον σέμπρο. Τον μπράβο. Νονοστάντε ιλ σούο ντολόρε. Παρά τη θλίψη του. Τον έκρυψε και τον φυγάδεψε, να τον γλιτώσει. Να τον αφήσει να σκεφτεί. Να τα ρυθμίσει με την ψυχή του. Να βρει την άκρη.
Τον καιρό τού Γραδενίγου, του Διονίζιο ντι Τζάντε, το καζάνι χοχλακούσε στα Νησιά. Οι νόμπιλι, που είχαν τα κτήματα, την ακίνητη περιουσία, ήταν οι γραμμένοι στο Λίμπρο ντ’ Όρο. Στο Χρυσό Βιβλίο. Αυτοί είχαν τα πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Από την άλλη, οι τσίβιλι, οι έμποροι, οι χρυσικοί, οι νοτάριοι – τέτοιοι, θέλαν κι αυτοί να μπουν στο Λίμπρο. Οι αστοί, σα να λέμε. Στο συμβούλιο των Ευγενών. Να πάρουν κι αυτοί δικαιώματα. Κι ήταν κι οι ποπολάροι – αυτοί δεν τους λογάριαζε κανείς. Χωρίς πολιτικά δικαιώματα, χωρίς τίποτε. Εργάτες, γεωργοί, ψαράδες. Και φαντάροι. Και μπράβοι. Σέρμποι.
Έτσι γίνηκε το Ρεμπελιό και πνίγηκε στο αίμα. Δεν άλλαξε κάτι. Πολύ αργότερα, η Γαληνοτάτη τα μαζέψαν και φύγαν. Περάσαν οι Γάλλοι της Δημοκρατίας και το κάψαν το Βιβλίο, κι ήρθαν μετά Ρώσοι και Τούρκοι, κι ύστερα οι άλλοι Γάλλοι τού Βοναπάρτη, και τέλος οι Άγγλοι. Μέχρι που το 1864 τα Νησιά τα κάναν δώρο στον Έλληνα Βασιλέα Γεώργιο Α΄. Τρία χρόνια μετά γεννιόταν ο Ξενόπουλος, κι εξήντα δύο χρόνια αργότερα η μάνα μου.
Καμία σχέση με το Λίμπρο ντ’ Όρο εκείνη. Στην Κατοχή κουβάλαγε γράμματα για λογαριασμό τής ΕΠΟΝ και μάθαινε τραγούδια τής Βέμπο στους Ιταλούς. Ούτε ο Ξενόπουλος ήταν του Λίμπρο ντ’ Όρο. Αυτός στην Κατοχή είχε πια περάσει τα εβδομήντα και το πάλευε αλλιώς. Έγραφε στο Κουαδρίβιο – μια απόπειρα για συνεννόηση με τους Ιταλούς. Οι ήρωές του όμως, ο Κόντε Ντιμάρα και η κόρη του η ερωτευμένη, η Έλντα, αυτοί ήταν στο Βιβλίο, κι ας το ’χαν κάψει οι Γάλλοι νωρίτερα, το 1797. Ενώ ο σέρμπος, ο Αυγουστής, ο μπράβος, αλλά κι ο Ζέππος, ο Ποπολάρος, ο αγαπημένος τής Έλντας, δεν ήταν. Ήταν εκτός.
Πολύ πριν απ’ αυτούς, ούτε ο φονιάς ήταν του Βιβλίου. Ενώ ο Κονσταντίνο, ο σκοτωμένος, ήταν και παραήταν. Ήταν νόμπιλοι. Κι αυτός, κι ο αδελφός του, ο Γραδενίγο, ο Διονίζιο ντι Τζάντε. Ο Άγιος. Που τον γιορτάζουμε, παρεμπιπτόντως, κάθε ντιτσασέτε Ντιτσέμπρε. Κάθε δεκαεφτά Δεκέμβρη.
Βιβλίο, νόμπιλοι, τσίβιλοι και ποπολάροι. Άγιοι, μπράβοι και Ιταλοί φαντάροι. Και κοριτσάκια.
Ανακάτεμα, σου λέω.
-----------------------------------------
Comunità dei Greci Ortodossi in Venezia. San Dionisio di Zante.
Γρηγόριος Ξενόπουλος. Ο Ποπολάρος. Εκδ. Μπίρης, Αθήναι 1972.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου