Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Άη Στράτης

Στράααατα. Στρατούουλα. Στράαατα. Στρατούουλα.

Τότε τη βαστούσαν ακόμη τα πόδια της τη γιαγιά μου. Και βαστούσε εμένα, και καλά να περπατάω. Έτσι είναι οι γιαγιές. Πιάνουν ένα νήπιο που ούτε να μιλήσει, ούτε να περπατήσει, και του μιλάν με τις ώρες. Και το περπατάν. Λες κι αυτό καταλαβαίνει. Στράααατα. Στρατούουλα. Τι του μιλάς χριστιανή μου; Δε βλέπεις που χασκογελάει σα χαζό το φαφούτικο; Ντιπ δεν καταλαβαίνει.


Στράααατα. Και μετά μεγαλώνεις. Δεν έχει πια γιαγιά να σε περπατήσει. Οπότε δε θέλει και πολύ να συνδεθούν οι απώλειες. I giorni grigi sono le lunghe strade silenziose di un paese deserto e senza cielo. Οι γκρίζες μέρες είναι οι στράτες οι μακρινές, οι σιωπηλές, του έρημου χωριού, χωρίς ουρανό. Βλέπεις, έτσι είναι οι σπαραγμοί. Συγγενεύουν. Ομοιοχρωματίζονται. Φαίνονται όλοι ένας. Και πώς να τους ξεδιαλύνεις.

Γιατί άντε και περπάτησες. Street. Straße. Ο δρόμος. Muntre Straßen ein und aus. Μέσα κι έξω στους δρόμους που σφύζουν, εκεί θα κυλήσει το δάκρυ σου, του ποιητή, και θα καταλήξει στο σπίτι της αγαπημένης σου. Da ist meiner Liebsten Haus. Εκεί είναι της αγάπης μου το σπίτι.

Ο δρόμος ως διαδρομή. Yol. Τι είναι καλύτερα; Μέσα ή έξω; Τζαναμπέτικο πράμα η στράτα. Μην ξεγελιέσαι με τον χάρτη και τα τζιπιές, δεν είναι δεδομένη. Καθόλου. Από δω πας, εκεί σε βγάζει. 10 Downing Street. Τον έφτιαξε τον δρόμο ο Τζορτζ Ντάουνινγκ. Το 1680. Στρατιώτης και διπλωμάτης, κολλητός τού Κρόμουελ και του Καρόλου Β΄. Επενδυτής και ακινητούχος. Πολλά τα λεφτά. Αγόρασε το μέρος και το ’χτισε, διατάγματα, αποφάσεις, οργανωμένα πράματα.

Στράααατα. Στο σταυροδρόμι στέκονται οι Ρουμάνοι. Τη λεν και stradă, αλλά και uliță. Στράντ(ε) από την αδερφή τους τη λατίνα, αλλά και ούλιτσ(ε) από την άλλη τους την αδερφή, τη σλάβα. Την улица. Όπως τη λεν οι Ρώσοι. Ούλιτσα. Δρόμοι και μονόδρομοι. Δρόμοι που αγάπησα. Και δρόμοι της φωτιάς. Ποτέ δεν είσαι σίγουρος αν έχεις ξαναπεράσει. Сталкер.

Στράαατα. Κι εδώ σου έχω την έκπληξη. Όχι. Δε θα πει δρόμος. Θα πει στρωμένος. Sterno είναι το λατινικό και *sterh₃- το αμάρτυρο, το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό, η ρίζα. Στρώνω. Ομαλοποιώ ή εξομαλύνω – ό,τι προτιμάς. Ευπρεπίζω. Και επιστρώνω και καταστρώνω. Sternere. Από το ίδιο που ελληνικά λέμε στρώμα και στρώση. Και στρατός. Καλό;

Στράαατα. Κάποια καλή πρόνοια κανόνισε οι μισοί άνθρωποι να ’ναι λίγο χαζούλες. Δεν πολυκαταλαβαίνουν. Που λες, και πιάνουν αυτές τα παιδιά, βρέφη μιλάμε, τίποτε δε νογάνε λέμε, και τούς μιλάν, απ΄ το πρωί ώς το βράδυ. Πάει η σαχλαμάρα σύννεφο. Και μπούρου μπούρου και μπούρου μπούρου. Και τα περπατάν. Στρατούουλα.

Οπότε δι’ αυτής της οδού, το είδος ορθώνεται, περπατά και μιλά.

Του Άη Στράτη σήμερα.


---------------------------

Τα ιταλικά είναι τού Nico Fidenco: A casa d’Irene. Τα γερμανικά τού Wilhelm Muller: Die Winterreise, Wasserflut. Τα τούρκικα από την ταινία του Κούρδου Yilmaz Güney. Κι ο Στάλκερ τού δικού μας Αντρέι Ταρκόφσκι.









Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.