Βάζεις ας πούμε βαγόνι το βαγόνι, το ένα πίσω από το άλλο, κι έχεις τρένο. Σιδηρόδρομο. Και πάει αυτό μακριά, από δω, από κει, πάνω βουνά, κάτω βουνά, ποτάμια, λαγκάδια, όπου θες πάει, γιατί το καλό είναι πως άπαξ και χαράξεις την τροχιά και στήσεις τις γραμμές, μετά έρχεται αυτό και πατάει πάνω και πάει - έτοιμη δουλειά. Και πηγαίνει χειμώνα καλοκαίρι, μέρα και νύχτα, είναι μεγάλο πράμα, παίρνει μέσα οδηγούς, παραοδηγούς, προσωπικό, κόσμος πολύς, και πάει και δε σταματάει, έρχεται η ώρα να κοιμηθούν οι πρώτοι, κοιμώνται αυτοί και το παν το τρένο οι δεύτεροι, άλλη βάρδια, χωρίς σταματημό, κι ύστερα κουράζονται αυτοί και πιάνουν πάλι άλλοι, δε σταματάει αυτό. Δε γίνεται να μείνεις ξύπνιος να παρακολουθήσεις το ταξίδι, πάει πέρα από τις αντοχές σου, δε μπορεί, θα σε πάρει ο ύπνος κάποια στιγμή κι αυτό συνεχίζεται. Πέρα από τη νύστα σου, πέρα από την κούρασή σου, πάει σα ζωή κι όσο μπορείς παρακολουθείς, αλλά τι να κάνεις, άνθρωπος είσαι κι εσύ, κοιμάσαι κάποτε, δε μπορείς να τα προφτάσει...
επί παντός