Σαν την εισαγωγή σε καρυοθραύστη. Παιχνιδιάρικη κι εντυπωσιακή και χαμηλοβλεπούσα. Χωρίς εξυπνάδες. Είναι όταν έχεις όλες τις χάρες και τι να πρωτοδείξεις, δείτε κόσμε, αλλά δεν είναι κι ωραίο να δείχνεις – είναι; Οπότε πρέπει να κάνεις σαν άλλος να σε δείχνει. Κι εσύ, τι να γίνει, κάθεσαι και φαίνεσαι.
Σαν βιολιά ορχήστρας. Ψιλός ήχος. Φιοριτούρα. Λένε, λένε, και δος του λένε, το πολύ κι ένα φαγκότο μαζί, ώσπου, πάνω που παίρνεις είδηση τι παίζεται, καταφθάνει το ιππικό, οι βιόλες, τα τσέλα, τα κοντραμπάσα, και σοβαρεύει το σκηνικό, καμιά καραμούζα, κάνα τρομπόνι, σπεύδουν και τίποτε τύμπανα, και να σου που γίνονται τα πράματα αλλιώς.
Αλλά μέχρι τότε, αυτή η λευκότης σου. Αυτή η ελαφριά σκέψη. Αιδημοσύνη. Μια φευγαλέα στιγμή και μια ιδέα κοκκίνισμα – κανείς δεν την είδε, μόνο εσύ το ξέρεις, από τη θερμότητα, από κει το ξέρεις. Ίσως και μια μικρή αμηχανία – σαν ασυγχρονισμός στην κατάποση. Σαν λάθος στιγμή. Και το χτυποκάρδι της έκθεσης. Θέλει θάρρος, δε λέω.
Καθώς το άνθος θέλει να φωνάξει αλλά οι φωνές δεν είναι των ανθέων ιδιότητα – το ’παμε. Χάνεται το μυαλό και πώς ν’ αποφασίσει και τι να πει. Από μέσα φωνάζει κι απ’ έξω σεμνύνεται. Όποιος καταλάβει, κατάλαβε.
Από την άλλη βέβαια, είναι και ρωμαλέα κατάσταση. Δεν το κάνει αυτό ο καθένας να μη φοβάται τα καλώδια της τηλεόρασης και το λούκι που ακούγεται να κατεβάζει νερά. Ο τοίχος ο αγριεμένος έχει κάτι το καθημερινό. Το γήινο. Κάτι από ψώνια, από φροντίδα, σαν υπόσχεση ότι ξέρεις να το πας βόλτα το μωρό – ψέματα, δεν ξέρεις ακόμη, αλλά δε φοβάσαι να μάθεις. Τι ανάγκη έχεις. Μόλις χρειαστεί θα κάνεις ό,τι πρέπει.
Αιδημοσύνη. Θαλασσινή. Το ’χουν αυτό οι θάλασσες. Οικειότητα και απεραντοσύνη μαζί. Δικές και άγνωστες. Και οι γοργόνες το ’χουν. Και τα νιάτα. Αιδημοσύνη και αποκοτιά.
Άντε ρε από κει. Σαν παραμύθι. Δε θα στενοχωρηθούμε πού πάει ο δρόμος. Έχουμε πολλές ζωές για ξόδεμα.
Σαν κοκκινάδι που δεν το ’βαλες. Καλύτερα. Πιο σύντομα έτσι. Τι να κάθεσαι να συλλογάσαι.
Άντε ρε. Κι όποιος κατάλαβε.
---------------------------
Art: Sonke. Οδός Δεληγιάννη. Κοντινό.
Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου