Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τρένο














Βάζεις ας πούμε βαγόνι το βαγόνι, το ένα πίσω από το άλλο, κι έχεις τρένο. Σιδηρόδρομο. Και πάει αυτό μακριά, από δω, από κει, πάνω βουνά, κάτω βουνά, ποτάμια, λαγκάδια, όπου θες πάει, γιατί το καλό είναι πως άπαξ και χαράξεις την τροχιά και στήσεις τις γραμμές, μετά έρχεται αυτό και πατάει πάνω και πάει - έτοιμη δουλειά.

Και πηγαίνει χειμώνα καλοκαίρι, μέρα και νύχτα, είναι μεγάλο πράμα, παίρνει μέσα οδηγούς, παραοδηγούς, προσωπικό, κόσμος πολύς, και πάει και δε σταματάει, έρχεται η ώρα να κοιμηθούν οι πρώτοι, κοιμώνται αυτοί και το παν το τρένο οι δεύτεροι, άλλη βάρδια, χωρίς σταματημό, κι ύστερα κουράζονται αυτοί και πιάνουν πάλι άλλοι, δε σταματάει αυτό.

Δε γίνεται να μείνεις ξύπνιος να παρακολουθήσεις το ταξίδι, πάει πέρα από τις αντοχές σου, δε μπορεί, θα σε πάρει ο ύπνος κάποια στιγμή κι αυτό συνεχίζεται. Πέρα από τη νύστα σου, πέρα από την κούρασή σου, πάει σα ζωή κι όσο μπορείς παρακολουθείς, αλλά τι να κάνεις, άνθρωπος είσαι κι εσύ, κοιμάσαι κάποτε, δε μπορείς να τα προφτάσεις όλα, περνάει κι από μέρη που δε θα τα δεις ποτέ, όσο αχόρταγα κι αν παρακολουθείς, όσο κι αν έχεις πει να σε ξυπνάνε συνέχεια, πάλι κάποια μέρη θα τα χάσεις.

Δε χορταίνεται το τρένο, πάει και πάει. Δε χορταίνεται ό,τι κι αν κάνεις. Κάποια μέρη τα χάνεις. Το παίρνεις απόφαση. Μένεις με κείνα που θα γνωρίσεις. Τ' άλλα, πάει.

Δε θα τα μάθεις.






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.