Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Καμπή

Άλλαξε τελείως το σκηνικό από προχθές, έτσι δεν είναι; Τι λέω. Ποιες προχθές. Πρακτικά από τον Γενάρη. Όταν ήδη φάνηκε ότι όλα έχουν τελειώσει.

Ξέρεις τι δεν κατάλαβα; Γιατί να επιμείνεις να μείνει ο Πάουλους με την Έκτη μέσα στην πόλη; Αφού έτσι κι αλλιώς την κυκλοφορία στην περιοχή εσύ την κανόνιζες. Γιατί δεν τον άφησες να βγει να συμπτυχθεί παραέξω; Τι ήταν αυτό που είχες στο μυαλό σου; Στρατιά ολόκληρη. Κοντά τρακόσιες χιλιάδες άντρες. Βάλε υλικά, βάλε εφόδια, βάλε μηχανοκίνητα, όπλα, κανόνια – ολόκληρη στρατιά, λέμε. Γιατί να μείνουν μέσα;

Κι αν ακόμη δεν το σκέφθηκες εσύ πρώτος —που θα ’πρεπε να το ’χες σκεφθεί—, ακόμη κι αν δεν το σκέφθηκες, το βλέπεις να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια σου: οι Ρώσοι χτυπούν από βορρά και νότο, δεν το βλέπεις; Έχουν βρει μπόσικους τους Ρουμάνους, την Τρίτη στρατιά, και τους Ιταλούς, την Όγδοη, και την Δεύτερη των Ούγγρων που έβαλες να φυλάνε τους δικούς σου ένα γύρω. Έχεις ρίξει τους καλύτερούς σου μέσα σε μια χύτρα. Ντερ κέσελ. Κι έχεις βάλει τους ανίκανους να τους φυλάνε τα πλευρά. Τι να φυλάξουν; Και γιατί να φυλάξουν; Εδώ γίνεται της κακομοίρας. Ζωή ή θάνατος. Επιπλέον, Ούγγροι και Ρουμάνοι σκοτώνονται και μεταξύ τους. Χρειάζονται οι Ιταλοί να τους κάνουν τον διαιτητή. Όλοι αυτοί γιατί θα πέθαιναν για πάρτη σας; Κακοεκπαιδευμένοι, κακοεξοπλισμένοι και ψιλοαδιάφοροι. Γιατί;

Όχι. Με τίποτα. Ο Πάουλους να μείνει στη θέση του. Φετίχ ήταν αυτό, έτσι δεν είναι; Δεν ήταν στρατηγική. Ήταν πείσμα. Κόλλημα. Να μείνει στη θέση του. Μισή σχολή να ’χες βγάλει, κοινό νου να είχες, θα ’ξερες ότι τα μέρη δεν κρατιόνται επειδή τα πατάς, αλλά επειδή μπορείς να ελέγξεις ποιος τα πατάει. Αν για να ελέγξεις ποιος τα πατάει, πρέπει να στέκεσαι εκτός, το κάνεις, δεν είναι κακό. Δεν είναι δειλία. Δεν είναι λιποψυχία. Είναι στρατηγική.

Τριακόσιες χιλιάδες άνθρωποι. Σου λέει κάτι το νούμερο; Ο καθένας απ’ αυτούς μια μάνα, μια γυναίκα, μια γκόμενα, μια αδερφή, κάτι – πόσες χιλιάδες ψυχές; Και γονείς και συγγενείς. Και παιδιά – δεν είχαν παιδιά αυτοί; Θα ’χαν, δε μπορεί. Ξέρεις πού εκτοξεύεται το νούμερο; Ξέρεις.

Δεν είναι που δεν άφησες τον Πάουλους στο Στάλινγκραντ να ανασυνταχθεί. Ούτε στον Ρόμελ στην Αφρική έστειλες βοήθεια. Ένα χρόνο τώρα σε παρακαλάει. Τον άφησες ακάλυπτο. Δεν κατάλαβες ότι αν τελικά την κρατούσες στα χέρια σου τη Μεσόγειο, τώρα οι Ρώσοι θα ήταν κολλημένοι στον τοίχο. Δεν το ’βλεπες συνολικά το παιχνίδι, έτσι δεν είναι; Έφαγες κόλλημα με τη Ρωσία. Την ήθελες. Τι θα την έκανες τη Ρωσία, ακόμη κι αν την έπαιρνες; Τι θα την έκανες με χαμένη τη Μεσόγειο;

Κι εκεί, τέτοια έκανες. Με τον Ρόμελ, θέλω να πω. Όχι τώρα δεν προλαβαίνουμε, όχι δεν έχω να σου στείλω – στο τέλος του ’στειλες ερωτική επιστολή. «Εγώ και ο γερμανικός λαός παρακολουθούμε την ηρωική αμυντική μάχη που διεξάγεται στην Αίγυπτο με πίστη και εμπιστοσύνη στις ηγετικές σας ικανότητες και στην ανδρεία των γερμανοϊταλικών στρατευμάτων υπό τις διαταγές σας. [...] Δε μπορεί να υπάρξει άλλη σκέψη παρά να κρατήσετε σταθερά, να μην υποχωρήσετε ούτε ένα βήμα, να ρίξετε όλα τα πυροβόλα και όλους τους άνδρες στη μάχη. [...] Δε μπορείτε να δείξετε άλλο δρόμο στα στρατεύματά σας, παρά εκείνον που οδηγεί στη νίκη ή στον θάνατο».

Μόλις τώρα, τον Νοέμβρη γίνονταν αυτά. Κι ενώ την ίδια περίπου στιγμή τα ίδια έλεγες και του Πάουλους. Χρειάζονταν ορμήνεμα κι ενθάρρυνση οι στρατηγοί σου; Δεν ήταν επαγγελματίες; Ήξερες εσύ και δεν ξέραν αυτοί; Ή απλώς έπαιζες με τα μηνύματα, για να τ ακούει ο κόσμος στην πατρίδα; Στις 4 Νοεμβρίου, κι αφού έστειλες το ραβασάκι στον Ρόμελ, ο φον Τόμα έβαλε τα καλά του, καθαρή στολή, παράσημα, λιλιά και όλα, και πήγε και στάθηκε δίπλα στο άρμα του που φλεγόταν, να ’ρθούν να τον πιάσουν οι Άγγλοι του Μοντγκόμερι. «Η διαταγή του είναι τρέλα άνευ προηγουμένου – εγώ δεν μπορώ άλλο να τα ανεχθώ αυτά.» Έτσι είπε ο Ρίτερ φον Τόμα μόλις διάβασε το τηλεγράφημά σου. Ο αρχηγός τού Κόνδορα, ο στρατηγός σου στην Ισπανία το ’39. Τι ήταν ο Τόμα, δειλός; Δε σου έκανε εντύπωση που τα βρόντηξε;

Αυτά τον Νοέμβρη, λοιπόν. Κι ενώ έπαιζε πανωλεθρία στην Αφρική, εσύ παράλληλα έκανες τα ίδια στο Στάλινγκραντ. Ακριβώς τα ίδια. Και σε ειδοποιούν ότι ολόκληρη αρμάδα, Αγγλοαμερικάνοι, είναι μαζεμένοι στο Γιβραλτάρ. Ο Τσιάνο το βλέπει ότι έρχεται η σειρά τής Ιταλίας. Ο Ρόμελ δε θα τη βγάλει, είναι φανερό – στα νώτα του θα ξεμπαρκάρουν οι Αγγλοαμερικάνοι, δεν έρχονται για διακοπές. Κι ενώ ο κόσμος χάνεται, εσύ μπαίνεις στο τρένο και πας στο Μόναχο. Είναι η επέτειος της Μπιραρίας. Έχεις χάσει την αίσθηση, σωστά; Αφήνετε το Ανατολικό Μέτωπο, και πάτε με τον Γιοντλ και τον Κάιτελ να βγάλετε λόγους στους κομματικούς σας. Και στο καπάκι τούς λες και να μην ανησυχούν, το Στάλινγκραντ είναι δικό μας.

Και σου τηλεφωνάει ο Τσάιτσλερ και σου λέει ότι οι Ρώσοι ρίχνονται από βορρά και από νότο, στα νώτα του Στάλινγκραντ. Αυτά που λέγαμε. Και σου λέει, δος τους άδεια να συμπτυχθούν στην καμπή, ο Πάουλους, να συμμαζευτεί πάνω στο ποτάμι, να μπορέσει να κρατήσει. Όχι εσύ. Έξαλλος γίνηκες. Λύσσα. Κανείς να μην κουνηθεί, είπες. Ώσπου έκλεισαν τον κλοιό οι Ρώσοι γύρω από τον Πάουλους. Δεν πειράζει, είπες μετά. Θα τους ρίχνουμε εφόδια να αντισταθούν. Εφτακόσιους πενήντα τόνους την ημέρα. Βεβαίως είπε ο χοντρός τής αεροπορίας, καθώς έπαιζε με τις συλλογές του, τα έργα τέχνης. Αλίμονο. Μην ανησυχείτε. Θα το φροντίσω.

Τι να φροντίσει; Μεταγωγικά δεν είχε, κι αν είχε δε θα πετούσαν πάνω από τον ρώσικο κλοιό. Τι θα φρόντιζε; Ξέρατε τι υποσχόσασταν ο ένας στον άλλον και στον στρατό σας; Ξέρατε, δεν ξέρατε;

Κι ύστερα βάζεις τον Μάνστάϊν να επιτεθεί από τη Δύση. Καλά. Και σου το λέει ο λύκος, που είναι και σπουδαγμένος και παλιά καραβάνα και είναι και δικός σου άνθρωπος – σου το λέει: πες τού Πάουλους να ορμήξει κι αυτός προς εμένα, να ενωθούμε. Να μην καταφέρουν οι άλλοι ν’ ασφαλίσουν τον κύκλο. Κι κείνος κι εγώ να το σπάσουμε το δαχτυλίδι, εκείνος από μέσα κι εγώ απ’ έξω. Καλτσό. Απεράτσιγια Καλτσό. Επιχείρηση Δαχτυλίδι. Γιατί άμα το σιγουρέψουνε το δαχτυλίδι οι Ρώσοι και το τσιμεντώσουν, μετά δε θα μπορεί να περάσει τίποτα. Πες του να ριχτεί προς τα έξω. Προς εμένα. Τώρα.

Όχι. Η Έκτη να παραμείνει να παίζει το κρυφτό, από διαμέρισμα σε διαμέρισμα, στις πολυκατοικίες τού Στάλινγκραντ. Ρώσοι στο μπάνιο, Γερμανοί στην κουζίνα, άλλοι Γερμανοί στον τρίτο, και μετά πάλι Ρώσοι στον τέταρτο. Όλοι με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Άυπνοι, με την αναπνοή κρατημένη και τα δόντια σφιγμένα. Και στο μεταξύ ο Μάνστάιν με την Τέταρτη Τεθωρακισμένη να παλεύει μόνος του να μπει στην πόλη. Αλλά ο Πάουλους να μην κουνηθεί – απαγορεύεται η έξοδος, έτσι είπες. Ώσπου πήγε δώδεκα Δεκεμβρίου. Μια ολόκληρη βδομάδα. Προχώρησε όσο προχώρησε η Τέταρτη, και εντέλει κόλλησε τριάντα μίλα από την πόλη. Κι αυτό ήταν. Τέλος. Ούτε ρούπι παρακεί.

Ο Τσάιτσλερ εκλιπαρούσε. Άσ’ τους να επιτεθούν από μέσα προς τα έξω, κι απ’ έξω προς τα μέσα, συνδυασμένα, να σπάσουν τον κλοιό. Θα χάσουμε τριακόσιες χιλιάδες ανθρώπους. Όχι, εσύ. Το σκεφτόσουν. Τρακόσιες χιλιάδες ψυχές. Κι όσο εσύ το σκεφτόσουν, οι Ρώσοι δεν περίμεναν να τη βρεις την άκρη. Ξαναχτύπησαν από βορρά. Και στις οκτώ Ιανουαρίου, τρεις Ρώσοι αξιωματικοί, παιδαρέλια, φτάσαν μέχρι τον Πάουλους.

– Δεν τη βγάζετε, το βλέπετε. Γιατί να ματώνουμε; Κι έρχονται χειρότερα – τώρα αρχίζει ο χειμώνας ο δικός μας εδώ. Δεν έχετε ρούχα, δεν έχετε φάρμακα, καύσιμα, μπαρούτη, τίποτα δεν έχετε. Εμείς θα σας ταΐσουμε και θα σας ποτίσουμε, και νοσοκομείο θα σας πάμε. Με τις στολές σας και με τα διακριτικά σας. Δεν το λήγουμε εδώ, όπως είμαστε;

Μπα. Με τίποτα. Τι σκοπό είχες; Κανείς δεν κατάλαβε. Ποιος ήταν ο σκοπός, παραμένει μυστήριο. Το βράδυ της άλλης μέρας, δέκα Ιανουαρίου, οι Ρώσοι άρχισαν να χτυπούν με πέντε χιλιάδες πυροβόλα. Μέχρι τις εικοσιτέσσερεις τού μηνός, παραμονή Χριστουγέννων, οπότε ήρθαν ξανά για κουβέντα.

– Ρε παιδιά, γιατί να μην το σταματήσουμε όλο αυτό; Δεν είναι παράλογο;

«Παράδοσις απαγορεύεται. Η Έκτη Στρατιά να κρατήσει τας θέσεις της μέχρι του τελευταίου ανδρός και του τελευταίου φυσιγγίου και δια της ηρωικής της καρτερίας θα προσφέρη μίαν αλησμόνητον συμβολήν εις την εγκατάστασιν ενός αμυντικού μετώπου και την σωτηρίαν τού Δυτικού Κόσμου.»

Έτσι είπες.

Λυρισμός. Χωρίς στρατιωτικό νόημα. Χωρίς ειρμό. Ταχυδακτυλουργίες της λογικής. Ποιανού Δυτικού Κόσμου; Του κόσμου που μόλις είχες εσύ μακελέψει; Ή του κόσμου που τώρα αποβίβαζε στρατιές στην Αφρική για να μακελέψει εσένα;

Πλήρης διαταραχή. Χάος. Καμία στρατηγική. Καμία συναίσθηση. Τζόγος σκέτος. Δε γκάμπλερ. Όπως ο τρελός. Ο παραδομένος στον κατακλυσμό των παρορμήσεών του. Του πάθους του. Τώρα έχω έμπνευση. Έχω σημάδια. Από τη μοίρα. Από το ένστικτο. Ξέρω εγώ.

Πέντε Φεβρουαρίου σήμερα και όλα έχουν τελειώσει. Ο Πάουλους παραδόθηκε προχθές. Με ενενήντα χιλιάδες άντρες – τόσοι τού μείναν. Πόσοι απ αυτούς θα επιστρέψουν κιόλας, είναι άλλο ζήτημα. Η Αφρική χάθηκε κι αυτή – ο Ρόμελ ίσα που πρόλαβε να φύγει. Και πια κάθε επόμενη κίνησή σου δε θα είναι δική σου πρωτοβουλία αλλά των άλλων. Οι μέρες σου μετρημένες.

Ίσως αυτό να ’ταν και το χειρότερο με σένα. Ίσως αυτό να βρισκόταν στη βάση όλου του παρανοϊκού οικοδομήματος. Ο τζόγος. Η ευκαιρία. Ίσως αυτό να ’ταν το χειρότερο κενό στη σκέψη και στην ιδεολογία σου. Στην πολιτική σου και στην φιλοσοφία σου. Στον αγώνα σου. Στη συγκρότησή σου όλη, στο σύμπαν σου, αυτό φαίνεται ήταν η μεγάλη, η απύθμενη άβυσσος.

Ο τζόγος.

---------------------------

Shirer, William L.: The Rise And Fall of The Third Reich. || Kershaw, Ian: Hitler. || Essenbeck, Hans Gert von: Afrikanische Schicksalsjahre – Geschichte des Deutschen Afrika-Korps unter Rommel.





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.