Πιο ελληνικό, δε γίνεται. Ελληνικό σαν το φιλότιμο, σαν την τυροκαυτερή, τη μπέσα, σαν τη τζαμόπορτα – σαν το σουβλάκι ένα πράμα.
Εν παρενθέσει, και εις επίρρωσιν: μεταξύ σουβλακίου, καλαμακίου, τυλιχτού και σάντουιτς γίνεται ως γνωστόν ο κακός χαμός —όχι έτσι είναι το σωστό, όχι δεν ξέρεις εσύ—, χαμός που ακριβώς αποδεικνύει την ελληνικότητα του ζητήματος. Κάποιος δηλαδή που δεν έχει εμβαπτισθεί στα ελληνικά νάματα, δεν είναι δυνατόν να εννοήσει, ούτε πού είναι το πρόβλημα, ούτε ποίον είναι το σωστό. Πολλώ μάλλον να κατανοήσει προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός.
Πάμε λοιπόν πίσω – για ελληνικότητα ξεκινήσαμε να λέμε, και δε θα ασχοληθούμε με τα τυλιχτά, ούτε με την τυροκαυτερή και το φιλότιμο. Ούτε με τζαμόπορτες. Θα μιλήσουμε για τον Μπάμπη. Που όμοιόν του δεν έχει ο κόσμος όλος. Μπάμπης. Σκέτο. Ένας αστραπιαίος τρόπος, μια συντόμευση, ένα σόρτκατ. Για να πεις για κάποιον ότι λάμπει από χαρά. Μπάμπης. Δηλαδή Χαραλάμπης.
Χαραλάμπω, χαραλάμπεις, χαραλάμπει, χαραλάμπομεν και λοιπά – αν ήταν ρήμα. Αλλά δεν. Είναι όνομα σκέτο. Χαραλάμπης ή Χαράλαμπος. Θα μου πεις, τι τώρα, φτιάξαμε όνομα για τον καταχαρούμενο; Ναι, βρε. Δε θα πει χαζή χαρά, ξέρω ’γω. Θα πει χαρούμενος από πνευματικότητα, βρε. Από πληρότητα. Ένας μάρτυρας που έλαμπε – αυτός ήτο ο Χαράλαμπος.
Βλέπω επιμένεις να χαμογελάς. Γιατί, φίλε; Λιούμπομιρ δηλαδή είναι καλύτερο; Ο Αγαποειρήνης; Ή Λιουντμίλα, που θα πει Κοσμαγάπητη; Ή Αγάπιος, που λέμε κι εμείς; Ειρηναίος; Δε λέμε; Οι λατίνοι δε λένε Πίος; Όχι ποίος! Πίος. Πάπας Πίος. Ευσεβής. Θεοσεβούμενος. Ευσέβιος, σαν να λέμε. Σεβαστιανός.
Περιπλέκονται τα ονόματα. Για το ίδιο πράμα μιλάνε, όλος ο κόσμος, όλες οι γλώσσες, κι έρχονται και τυλίγονται οι λέξεις, σαν κισσός, σαν αγάπη. Ποιο όνομα δεν έχει και την αγαπητική του; Ο Γρηγόριος που γρηγορεί; Ο Βασίλειος που βασιλεύει; Ο Κωνσταντίνος που ευσταθεί; Κι έρχεται μετά και τα ακολουθεί και η ιστορία τους. Αν δεν είχαν μεσολαβήσει τόσοι αυτοκρατόροι, σήμερα θ’ ακούγαμε Κωνσταντίνος και θα σκεφτόμασταν κάναν άκακο παππούλη σε μοναστήρι.
Πάλι πίσω στα ελληνικά και στον Μπάμπη. Ορίστε ένα ωραίο: στη Ρουμανία επιβιώνει αυτούσιος. Χαραλάμπ, λέει. Εντάξει, δεν είναι και καθημερινό, το κρατάνε όμως. Ας πούμε ο Ίον Λούκα Καρατζιάλε είχε ανεψιό έναν Χαραλάμπ Λέκκα, λόγιο κι αυτόν. Για τον Χαραλάμπ Γκεοργκέσκου, ξέρεις; Ουν αρχιτέκτ μοντερνίστ ρομάν ντιν περιοάντα ιντερμπέλικα. Σωστά κατάλαβες: μοντερνιστής αρχιτέκτονας της περιόδου του μεσοπολέμου. Και το χαϊδευτικό αυτού: Μπούμπι. Και τον Χαραλάμπις Ντουμιτράς, αυτόν τον ξέρεις; Μεγάλη μορφή. Παιχταράς τού ράγκμπι – θρύλος τού ’80 και τού ’90. Σήμερα προπονητής. Και τον παλιότερο, τον Χαραλάμπ Βασιλίου; Ουν αγκροχιμίστ ρομάν. Αγροχημικός. Δοξασμένος. Νουμεροάσε κοντριμπούτσιι λα μετόντελε ντε αναλίζα α σόλουλουι, πολυάριθμες συνεισφορές στις μεθόδους ανάλυσης εδάφους. Αμ πώς!
Αλλά δεν τελειώνουν εδώ τα ωραία. Τον Οροσάκοφ τον ξέρεις; Ζωγράφος και συγγραφέας. Αυστριακός. Τι ζωγράφος, δηλαδή, που είναι και εικονογράφος αυτός. Ναι, βυζαντινός εικονογράφος. Λάθος λέξη το βυζαντινός, αλλά για να συνεννοηθούμε ως προς τις καταβολές. Αυστριακός είπαμε; Ναι, αλλά στη Σόφια γεννημένος. Πώς είναι το μικρό του; Το βρήκες! Χαραλάμπι. Харлампий Г. Орешаков, έτσι γράφεται.
Τον Γιερμάκοφ, αυτόν τον ξέρεις; Απ’ αυτόν εμπνεύστηκε, λένε, τον ήρωά του στον «Ήρεμο Δον» ο Σόλοχοφ, ο νομπελίστας. Ε, καλά το κατάλαβες – κι ο Γιερμάκοφ, Χαραλάμπι Βασίλιεβιτς, έτσι λεγόταν. Ρώσος. Κοζάκος. Τιμημένος με τον Σταυρό του Αγίου Γεωργίου, τέσσερεις φορές! Διοικητής τής 1ης Μεραρχίας στον Εμφύλιο, το ’19. Αμέ!
Τον Ιβάν Χαραλάμπιεφ τον ξέρεις βρε; Μπολγκάρσκι λίγκβιστ ι μεντίεβιστ. Βούλγαρος γλωσσολόγος και μεσαιωνοτέτοιος – τοπ ειδικός στην ιστορία τής βουλγάρικης γλώσσας. Πρύτανης σήμερα στο Βέλικο Τάρνοβο. Κι υπάρχει κι άλλος Χαραλάμπιεφ: ο Καλογιάν. Βοηθός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας. Κοινωνιολόγος. Κι άμα χρειάζεσαι ορθοπεδικό στο Πλόβντιβ, στην παλιά Φιλιππούπολη —αχρείαστος δηλαδή να ’ναι—, μπορείς να πας στον ντόκτορ Νικολάι Χαραλάμπιεφ. Είναι σπετσιαλίστ ορτοπέντ τραβματόλογκ, κατάλαβες; Βεβαίως και κατάλαβες. Θες τίποτε από αρχιτεκτονικά; Ορίστε. Χρίστο Χαραλάμπιεφ. Λέκτορας στο Πολυτεχνείο στη Σόφια.
Πολύ ελληνικό, σου λέω. Μπάμπης, παιδί μου. Λέει στη Ρώσικη βικιπαίδεια: σβιάτοϊ γιεπίσκοπ Μαγκνισίισκι – άγιος επίσκοπος Μαγνησίας. Όχι του Βόλου. Εκείνης τής Μαγνησίας, της Μικρασίας. Ξέρεις πού είναι αυτή. Μαγνησία του Μαιάνδρου, του ποταμού, εκεί που φτάσαν οι Μάγνητες από τη Θεσσαλία. Δύο Μαγνησίες ίδρυσαν οι φίλοι, του Μαιάνδρου και του Σιπύλου, της Λυδίας. Κρασί και σύκα – για του Μαιάνδρου λέμε τώρα. Δίπλα από τη Μίλητο, τίποτε δεν ήταν, πέντε ωρίτσες με τα πόδια. Σήμερα με το αυτοκίνητο, ένα τεταρτάκι της ώρας κι έφτασες.
Αρχαίος αυτός ο κόσμος. Επί Σεπτίμου Σεβήρου λέει, και επί επάρχου Λουκιανού. Τον μαζέψαν τον άγιο Χαράλαμπο, εκατόν δεκατριών χρονών ήταν τότε και άγιος δεν είχε γίνει ακόμη, και πήγαν να τον βάλουν σε σειρά. Δε θυσιάζω, θα θυσιάσεις, άλλα λόγια λέτε βρε παιδιά. Τέλος πάντων γίνηκε μαρτύριο φοβερό – τόσο αίμα χύθηκε που πιστέψαν, και γίναν χριστιανοί και οι βασανιστές του, ο Πορφύριος και ο Βάπτος, και αγιάσανε κι αυτοί. Την ίδια μέρα τούς γιορτάζουμε όλους. Και μέχρι και η κόρη τού Σεβήρου, έτσι λένε οι Ρώσοι, η Γαλήνη, τράβηξε τέτοιο σοκ το κορίτσι – στο αμπρατίλασι κα Χρίστου, που στράφηκε στον Χριστό! Κι έθαψε τον άγιο η ίδια προσωπικώς! Άγριες ιστορίες.
Κατάλαβες Μπάμπη μου; Κατάλαβα να λες. Έλα τώρα να σε παντρέψουμε. Να φάμε και να πιούμε, και να χορέψουμε. Εντάξει, δεν την παίρνεις – αλλά θα την πάρεις. Σαν τον άγιο και σύ. Δε θα σε βασανίσουμε βεβαίως, αλλά εν τέλει θα την πάρεις, φίλε μου. Σ’ αρέσει, δε σ’ αρέσει. Και το χαμόγελο, χαμόγελο. Αναμένουμε να διατηρηθεί ως έχει, πέρα ώς πέρα στο πρόσωπό σου, σημάδι ευδαιμονίας και πνευματικής πληρότητος.
Θα σ’ αρέσει, καλέ. Θα δεις – πώς κάνεις έτσι.
Μπάμπης λέμε. Δηλαδή Χαράλαμπος, Χαραλάμπης και Χαραλαμπίδης. Και Χαραλαμπόπουλος. Κι αφού πιάσαμε την πολιτική, ορίστε: Μπάμπος Χαραλάμπους. Βουλευτής. Μπρίτις Λέιμπορ Πάρτι μέμπερ οφ δε Πάρλιαμεντ. Με τους Εργατικούς, κύριε. Κοτζάμ σάντοου μίνιστερ, σκιώδης υπουργός, φορ δε Μιντλ Ιστ εντ Νορθ Άφρικα.
Δε μας κάνει εντύπωση. Εδώ κοτζάμ Τσέχοφ στον «Γάμο» του, που θέλει με τη μία να καταλάβουμε τον ζαχαροπλάστη ότι είναι Έλληνας, πώς τονε λέει, παρακαλώ; Καραλάμπι. Πώς να τον πει. Καραλάμπι Σπιριντόνοβιτς.
Γι’ αυτό σου λέω, φίλε μου. Μπάμπης. Τέλος. Πιο ελληνικό, πεθαίνεις.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου