Ντε βιένι αλά φινέστρα, ο μίο τεζόρο. Αχ, βγες στο παραθύρι σου, θησαυρέ μου! Λορέντζο ντα Πόντε στιχάκια, και Βόλφγκανγκ Αμαντέους μουσικούλα. Ο Ντον Τζιοβάνι που τραγουδά στην υπηρέτρια τής Ντόνα Ελβίρα. Μελωδικός και γλυκύς. Κι αψύς λιγουλάκι. Μελωμένες μαχαιριές – ξέρεις τώρα. Ερωτική κακία. Νταβάντι α λι όκι τουόι μορίρ βολ’ ίο. Μπροστά στα μάτια σου να πεθάνω θέλω.
Υποβόσκον βαλσάκι και μαντολίνο. Και τύλιγμα. Νότες και γλυκιά φωνή. Σαν εσάρπα. Μυρίστηκε θηλυκό ο κύριος και της τα ρίχνει αγρίως και στριμωξίδικα. Έτσι παίζει αυτό το παιχνίδι. Τ’ ακούς εσύ που είσαι καλλίκομος και καλλίκορμος νεαρά, στο μπαλκόνι, στα ντουζένια σου πάνω και στις κάψες σου, και λες, Χριστέ μου, πού ήτο κρυμμένος τέτοιος γλυκύς νέος! Και κάνει η καρδούλα σου και χάνει έναν χτύπο. Ωπ!
Διότι αυτός είναι ο σκοπός τής καντάδας. Η απώλεια ενός χτύπου. Ωπ! Πάει. Και λες, καλέ ποιος κακός λύκος και μπαρμπούτσαλα – ηλίθια θα είναι η μαμά. Ορίστε. Μια χαρά κύριος. Τι έχει, δηλαδή. Θα με φάει; Άκου τι ωραία που τραγουδάει. Και πού είναι το κακό πια να ’ναι κανείς και λίγο κακός λύκος; Δε χαλάει ο κόσμος.
Τέτοια είσαι, τέτοια σκέφτεσαι. Αχταρμάς. Και ξεχνάς τη διδαχή τού παραμυθιού: ότι αυτή είναι η δουλειά τού λύκου – να είναι τρυφερός. Δε θα σου ’ρθει ουρλιάζοντας. Λύκος είναι – όχι βλαξ. Κάτι σαν γιαγιά θα φέρνει. Μια γλύκα και μισή. Το λέει, δεν το λέει το παραμύθι; Πώς δεν το λέει. Πεντακάθαρα το λέει. Αλλά είναι ώρα ν’ ακούς εσύ τα παραμύθια; Όχι. Έχεις άλλο σκοπό.
Σκοπό τίμιο και αγαθό, που είναι ώρα να επιτελεσθεί: ν’ ακούσεις τη δίψα σου. Πράγμα που πρακτικώς επιτυγχάνεται δια της χρήσεως μαντολίνου. Που είναι έγχορδον νυκτόν. Όχι βρε επειδή είναι νύχτα – καμία σχέση. Νυκτόν – θα πει που βγάζει ήχο με νύξη. Με τσίμπημα – τής χορδής δηλαδή. Με δάχτυλα, ξέρω γω, κατάλαβες; με το νύχι, με πένα – κάτι απ’ όλα αυτά, όπως ας πούμε η κιθάρα.
Μαντολίνο. Μικρό έγχορδο. Χωράει αγκαλίτσα. Όργανο παλιό. Από τη μάντολα έρχεται, από τον μεσαίωνα – μικρούλα μάντολα θα πει. Συνήθως με τέσσερα ζευγάρια χορδές, κουρδισμένο σαν βιολί, Σολ, Ρε, Λα και Μι – ορίστε, για όποιον σκαμπάζει απ’ αυτά. Αλλά έχει και τάστα. Το μπράτσο του δηλαδή έχει αυτές τις κάθετες μεταλλικές μπάρες πάνω του. Που πατάς εσύ τη χορδή κι αυτή μπλοκάρεται πάνω στην επόμενη μπαρίτσα. Όργανο συγκερασμένο, λοιπόν. Οι ήχοι που μπορεί να παίξει είναι προκαθορισμένοι από τις μπαρίτσες στο μπράτσο του. Όχι σαν το βιολί που δεν έχει τάστα και σούρνεις το δάχτυλο πάνω κάτω στο μπράτσο κι ο ήχος γλιστράει σαν νοσοκομειακό που έρχεται κι ύστερα περνάει και χάνεται. Όχι. Στο μαντολίνο οι ήχοι που θα βγάλεις είναι προκάτ. Προαποφασισμένοι. Εκ κατασκευής.
Μπα, χαθήκαμε. Πιάσαμε την οργανολογία. Εδώ για αμαρτήματα μιλούσαμε. Βεβαίως! Να το πάρεις, το κορίτσι. Μην το παιδεύεις. Είναι κρίμα να κοροϊδεύεις. Κορίτσι που βέβαια εδώ είναι σε άλλη φάση. Τον έχει χάσει τον χτύπο που λέγαμε. Ωπ! Και τώρα είναι έτοιμο να αποκατασταθεί. Να γενεί ο γάμος κι αυτή να πετάξει το μπουκέτο κι όποια το πιάσει, για να βρούμε ποια θα παντρευτεί νεξτ. Καλά δε λέμε; Ή μήπως προτρέχουμε;
Ναι, προτρέχουμε. Λαλούν τ’ αηδόνια και πλαντάζω, λέει. Ανθούν τα ρόδα και μεθώ. Το φεγγαράκι κουβεντιάζω, και μου ’ρχεται να τρελαθώ. Κατάλαβες; Είμαστε ακόμη στα προκαταρκτικά. Μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά. Δεν είσαι ακόμη σίγουρος. Πας λοιπόν κάτω απ’ το μπαλκόνι με δυο τρεις φίλους σου, μαζεύεις όλο σου το θάρρος και τραγουδάς. Μπορεί να μη γίνει τίποτε. Ή μπορεί να βγει ο μπαμπάς της. Ή να πέσει μπουγέλο. Ποτέ δεν ξέρεις. Και κανένας να μη βγει, και πάλι δεν ξέρεις: μπορεί να ’θελε να βγει αλλά δε μπορούσε, κατάλαβες; γιατί ήταν ο μπαμπάς της εκεί. Το ξέρεις; Όχι. Δεν το ξέρεις. Δεν ξέρεις με τι απ’ όλα ν’ απελπιστείς.
Δυο γλυκά ματάκια, μάτια ζαφειρένια, μ’ άνοιξαν πληγή. Πολέμης, παρακαλώ. Ιωάννης Πολέμης. Και μουσική Γεράσιμος Λαυράγκας. Αγρυπνώ απ’ την ώρα που γλυκοφιλιούνται τ’ άστρα ζηλευτά. Μιλάμε για αγωνία τώρα, όχι αστεία. Που κάθεσαι και κοιτάς τις πλάκες στο πεζοδρόμιο και λες πέρασε από δω το ποδαράκι της, ναι, από δω πέρασε. Και να την κοιτάς την πλάκα αποκαμωμένος και να σου ’ρχεται να πέσεις να τη φιλήσεις. Την πλάκα.
Είναι μη σου τύχει.
Καντάδα, λοιπόν. Που δεν έμεινε στους έρωτες. Πήγε μακριά η βαλίτσα με το συγκεκριμένο είδος. Καντάδα, από το καντάρε – τραγουδώ. Ό,τι θέμα να ’ναι. Ρετσίνα μου ρετσίνα μου, μαζί σου θα πεθάνω, έλεγε ο Χατζηαποστόλου. Κελαηδήστε ωραία μου πουλάκια – Δροσίνης φίλε μου. Παίρνεις έναν καημό, τον κάνεις ανάλαφρο, σαν ψεύτικο πόνο, σαν ψέμα, βάνεις μουσικούλα να τη θυμάσαι εύκολα, κλίμακες χαρωπές, ματζόρε, και το ’χεις. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να τα πάρεις τα πράματα. Μες την Αθήνα την παλιά, με τη γλυκιά της χάρη κατάλαβες; Αθήνα, κόρη τ’ ουρανού, Χατζηαποστόλου κι αυτό.
Καντάδες, λοιπόν. Με κιθάρες και μαντολίνα. Τέτοια θα τραγουδήσουμε, αυτό θέλω να σου πω τόσην ώρα, να μας φύγει ο ψευτοκαημός. Κι όχι δυο και τρεις – καμιά δεκαπενταριά νοματέοι είμαστε παρακαλώ. Δε μας λες και λίγους. Ο κόσμος είναι ψέμα, Όμορφη Τετέ, Ο σόλε μίο, Απόψε μελαγχόλησα, και Το γελεκάκι. Και Μπάρμπα Γιάννη κανατά! Και Το παπόρο! Αμέ. Τέτοια θα πούμε.
Πάρε μολύβι και χαρτί και σκρίβε: μαέστρος ο Γιώργος Ζιάκας. Κιθάρα ο Διονύσης Πομώνης και μαντολίνα ο Νίκος Ρογκάκος και ο Λάμπρος Ανυφαντής. Τραγούδι ο Νίκος Αρμενιάκος, ο Απόστολος Καλαντζής, ο Δημήτρης Κωστόπουλος, ο Νικόλας Παντελούκας και ο Βασίλης Πνευματικός. Μιλάμε για κόσμο. Και στα σόλι ο Κώστας Φλωράκης, ο Αιμίλιος Ξενίδης, ο Θεόδωρος Παλτόγλου, ο Χρίστος Δεληζώνας και ο γράφων!
Κυριακή 19 Φεβρουαρίου. Αύριο, δηλαδή! Μην ξεχαστείς. Στις έξι το απόγευμα, στο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Βριλησσίων, Κισσάβου 11, 152 38 Βριλήσσια. Είσοδος €10,00.
Απόψε μελαγχόλησα, γιατί ονειροπόλησα. Δυο μάτια. Δυο χείλια.
Είναι να μη σου τύχει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου