Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούλιος, 2023

ΗΕΑΠ ΑΕ

Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών Πειραιώς Α.Ε. Αθήναι: Οδός Σταδίου αρ. 4 - Τηλ. 24.521 Πειραιεύς: Οδός Αγ. Διονυσίου & Χαϊδαρίου - Τηλ. 40.531 Απόδειξις Νο 113176 Ο Θράσων ήταν Ινδοέλληνας βασιλιάς στο Παντζάμπ. Όχι, μην αρχίσουμε τώρα τη συζήτηση πώς είχαν ελληνικά ονόματα στο Παντζάμπ – όλοι ξέρουμε πώς. Και η οδός Θράσωνος ήταν —και είναι ακόμη δηλαδή—, ένα τυφλό στενό πίσω από το Καλλιμάρμαρο που βγάζει στην Ζάππα κι ύστερα στην Άγρας. Εκεί βρισκόταν ο μετρητής 4236011 κι εκεί στάλθηκε αυτή η απόδειξη.  Τω καιρώ εκείνω η Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών Πειραιώς Α.Ε. είχε γραφεία στη Σταδίου 4. Είναι το Μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού που ανηγέρθη τω 1927-29 – στο οικοδομικό τετράγωνο Σταδίου - Αμερικής - Πανεπιστημίου - Βουκουρεστίου σε σχέδια του Βασιλείου Κασσάνδρα και Λεωνίδα Μπόνη. Εξαώροφο θηρίο. Βασιλικοί στάβλοι ήταν το οικόπεδο, κι όταν πέρασε στο δημόσιο έγινε αλάνα, κι είχε και τσίρκο. Πενήντα εκατομμύρια έδωσε ο Στρατός για να το αποκτήσει. Τηλέφωνο 24.521. Αυτό που μετ...

Ακροφωνικό

Ακροφωνικό σύστημα. Ήταν ένας τρόπος να γράφουν αριθμούς τότε. Πώς εμείς σήμερα λέμε πέντε και γράφουμε ένα σημαδάκι, 5, ε τότε, προ Χριστού, λέγαν πέντε και γράφαν Π. Από το πρώτο γράμμα της λέξης. Λέγαν, ας πούμε, δέκα και γράφαν Δ. Με το Χ εννοούσαν τους χίλιους, και με το Μ τους μύριους – τους δέκα χιλιάδες. Σαν αυτούς που κάναν κοτζάμ Κάθοδο – που δεν τους σήκωσε το κλίμα στην ενδοχώρα και κατέβηκαν στην παραλία για καλύτερα. Χίλια μύρια κύματα. Και τι λες ότι ήτανε το Η; Τι να ’ταν! Η δασεία ήταν, φίλε μου. Τι δουλειά έχει η δασεία; Πώς. Το εκατό δεν παίρνει δασεία; Παίρνει. Χεκατόν. Να λοιπόν τι ήταν το Η: το εκατό. Έγραφες ας πούμε ΗΔΙΙΙ κι εννούσες εκατόν δεκατρία. Καλό; Και τι με κόφτει εμένα – σε βλέπω, έτοιμος είσαι ν’ αρπαχτείς. Εμ σε κόφτει γιατί αυτά τα χρησιμοποιούσε ένα από τα αρχαιότερα καλκιουλέιτορ που έχουμε βρει. Ένα τάμπλετ ήταν αυτό – μαρμάρινο, δεν είχε άιπαντ τότε. Αλλά τάμπλετ – πλάκα δηλαδή. Δε Σάλαμις Τάμπλετ. Εκεί βρέθηκε – στη Σαλαμίνα. Ένα πράμα 149 πόντ...

Πολύπτυχο

Που ’χει δηλαδή τρεις, τέσσερεις, πέντε, ξέρω ’γώ, πολλές πτυχές – η κάθε μία και μια εικονίτσα. Μια σκηνή. Και πιάνονται στις ράχες τους οι εικονίτσες με μικρούλια μεντεσεδάκια, καλά καλά ούτε να τα δεις δεν είσαι σίγουρος, όλο μαζί μια παλάμη, ζήτημα είναι, και το ’χεις έτσι διπλωμένο κι έχει τον βίο του – τα διάφορα συμβάντα Στο πρώτο τον έχει ας πούμε με τη στολή του τη στρατιωτική, τον θώρακα τον αλυσιδωτό, και κρατάει το κοντάρι και σε κοιτάει στα μάτια, και στο δεύτερο στο άνυδρο τοπίο, με τον ποδήρη χιτώνα του, χρυσός ο ουρανός και τα βουνά ρωγμές και πτυχώσεις και είναι όλα ένα μπόι, τα βουνά κι αυτός, και άνθρωποι μπουλούκι, ο ένας πα στον άλλον, τα πρόσωπα τα αποστεωμένα που γέρνουνε λιγάκι, και κοιτάν, και οι παλάμες ολονών στραμμένες να τις βλέπεις, χέρια μακριά λιγνά και μήλα στο πρόσωπο και ρυτίδες Και στο τρίτο ευλογεί – ας πούμε τα σπαρτά, είναι άλλη φάση της ζωής του, τα μαλλιά του σα χαίτη λέοντος, και οι ανθρώποι πάλι τον κοιτούν μες τα ιμάτιά τους, είναι εκεί που κ...

Λα φετ

Εντάξει. Χθες ήτανε. Φετ νασιονάλ φρανσέζ. Όχι φέτα, καλέ. Φετ. Φιέστα που έχουνε φάει το σου. Το κρύβουν – το κάνουν καπελάκι στο έψιλον, αξάν σιρκομφλέξ, κι αντί φεστ λένε φετ. Όπως κάνουν και στο όμικρον και λένε οπιτάλ αντί οσπιτάλ. Και πατέ αντί παστέ. Μικρό το κακό. Έχουν κι αυτοί τις ιδιορρυθμίες τους. Λα φετ. Η γιορτή. Νασιονάλ φρανσέζ – εθνική γαλλική. Ναι, πρώτα λεν το ουσιαστικό, κι ύστερα βάνουν επίθετα, προσδιορισμούς, ό,τι τραβάει η ψυχή σου. Ένα, δύο, πολλά, όσα να ’ναι. Πρώτα η ντιζελομηχανή, κι ύστερα τα βαγόνια. Έτσι πάει το τρένο. Στα χίλια οχτακόσια εβδομήντα εννέα, λα τρουαζιέμ ρεπιμπλίκ νεσάντ σερσ ιν ντατ, αναζητούσε ημερομηνία, κατάλαβες, πουρ σερβίρ ντε σιπόρ α ιν φετ νασιονάλ. Για τη γιορτή του έθνους και της δημοκρατίας. Οπότε σου λέει, πριζ ντε λα Μπαστίγ, η κατάληψη της Βαστίλης ρε σεις, νάτο, το ’χουμε. Βγάλαν μάνι μάνι μια λουά, έναν νόμο —δες τώρα, θηλυκός ο νόμος, όπως και στα λατινικά, γι’ αυτό τις είπε ο άλλος Νεαρές τους νόμους του, λατινικά τις κατα...

Άζομαι

Άζομαι. Αρχαίο ρήμα που θα πει σέβομαι. Φοβάμαι – θεό μάλλον παρά άνθρωπο. Διστάζω. Κατέχομαι από φόβο. Θεού. Αναρωτιόταν ο Θέογνις: πώς είναι δίκαιο, ο δίκαιος να μη λαμβάνει δίκαιο; τίς δή κεν βροτὸς ἄλλος [...] ἔπειτα ἅζοιτ’ ἀθανάτους; μετά ποιος θνητός [...] θα είχε δέος για τους αθανάτους; Κι ο Τυφλός στην Ιλιάδα του έβαζε τον Χρύση να παρακαλάει τους Ατρείδες, παῖδα δ᾿ ἐμοὶ λύσαιτε φίλην, λευτερώστε την κόρη μου την αγαπημένη, ἁζόμενοι Διὸς υἱὸν ἑκηβόλον Ἀπόλλωνα, ευλαβηθείτε τον Απόλλωνα, τον γιο του Δία, τον μακρυτοξευτή. Άζομαι. Το βρίσκουμε σκέτο, μόνο του. Δεν το ’χουμε αλλιώς, ούτε σε άλλο χρόνο, πουθενά. Αλλά το συσχετίζουμε με το αγνός, που φαίνεται να έρχεται από την ίδια ρίζα. Στον Όμηρο θα πει ιερός. Κι η Σαπφώ, ἄγνα κατάγοισι, γράφει, αγνές θυσίες προσφέρουν. Που συνδέεται με τον αμόλυντο, κι απ’ την ίδιο δρόμο αργότερα, αγνή θυσία θα γίνει η αναίμακτη. Τα χρόνια θα περάσουν κι η Παρθένος θα γίνει αγνή, και το ίδιο θα γίνουν και οι αξιωματούχοι και οι κρατικοί λειτουρ...

Φρουτιέρα

  Φρουτιέρα.

Φιλί

Τοῖο δ' Ἀπόλλων εὐξαμένου ἤκουσεν, ἐπεὶ μάλα οἱ φίλος ἦεν. Την εισάκουσε ο Απόλλων την κατάρα [του γέροντα], γιατί τον είχε φίλο. Φίλο όχι όπως ξέρουμε σήμερα - τι φίλο να χε ο Απόλλων έναν γέροντα. Ήταν όμως δικός. Αγαπημένος. Και αγαπήθηκε από τον Δία, ἠδὲ φίληθεν ἐκ Διός. Αγάπες είναι αυτές. Ομηρικές. Καί μοι εἰπέ· ἐπειδάν τίς τινα φιλῇ, πότερος ποτέρου φίλος γίγνεται, ὁ φιλῶν τοῦ φιλουμένου ἢ ὁ φιλούμενος τοῦ φιλοῦντος· ἢ οὐδὲν διαφέρει; Όταν κανείς αγαπάει κάποιον, ποιος γίνεται φίλος ποιανού, αυτός που αγαπά εκεινού που αγαπιέται, ή ο αγαπημένος εκείνου που αγαπά; ή μη δεν κάνει διαφορά; Τί δέ; οὐκ ἔστιν φιλοῦντα μὴ ἀντιφιλεῖσθαι ὑπὸ τούτου ὃν ἂν φιλῇ; Δηλαδή; δε γίνεται κανείς να αγαπάει αλλά να μην αγαπιέται απ' τον αγαπημένο του; Τα κουβέντιαζε ο Πλάτων, δηλαδή ο Σωκράτης με τον Λύσι και τον Μενέξενο. Καλή ερώτηση. Ποιος είναι ο φίλος; Ο που αγαπάει ή που αγαπιέται; Xαμοπετώντας τα πουλιά εγλυκοκιλαδούσαν, στα κλωναράκια τω δεντρών εσμίγαν κ εφιλούσαν, γράφει ο Κορνάρο...