Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Λα φετ

Εντάξει. Χθες ήτανε. Φετ νασιονάλ φρανσέζ. Όχι φέτα, καλέ. Φετ. Φιέστα που έχουνε φάει το σου. Το κρύβουν – το κάνουν καπελάκι στο έψιλον, αξάν σιρκομφλέξ, κι αντί φεστ λένε φετ. Όπως κάνουν και στο όμικρον και λένε οπιτάλ αντί οσπιτάλ. Και πατέ αντί παστέ. Μικρό το κακό. Έχουν κι αυτοί τις ιδιορρυθμίες τους.

Λα φετ. Η γιορτή. Νασιονάλ φρανσέζ – εθνική γαλλική. Ναι, πρώτα λεν το ουσιαστικό, κι ύστερα βάνουν επίθετα, προσδιορισμούς, ό,τι τραβάει η ψυχή σου. Ένα, δύο, πολλά, όσα να ’ναι. Πρώτα η ντιζελομηχανή, κι ύστερα τα βαγόνια. Έτσι πάει το τρένο.

Στα χίλια οχτακόσια εβδομήντα εννέα, λα τρουαζιέμ ρεπιμπλίκ νεσάντ σερσ ιν ντατ, αναζητούσε ημερομηνία, κατάλαβες, πουρ σερβίρ ντε σιπόρ α ιν φετ νασιονάλ. Για τη γιορτή του έθνους και της δημοκρατίας. Οπότε σου λέει, πριζ ντε λα Μπαστίγ, η κατάληψη της Βαστίλης ρε σεις, νάτο, το ’χουμε. Βγάλαν μάνι μάνι μια λουά, έναν νόμο —δες τώρα, θηλυκός ο νόμος, όπως και στα λατινικά, γι’ αυτό τις είπε ο άλλος Νεαρές τους νόμους του, λατινικά τις καταλάβαινε— μια λουά, λοιπόν κι αυτοί εδώ, σινιέ παρ εξήντα τέσσερεις ντεπιτέ – τόσοι ντεπιτέ την υπογράψαν, και την δημοσίευσαν στις έξι ζουλιέτ —ναι, τον Ιούλιο και όλους τους μήνες τούς γράφουν με μικρό αυτοί— δημοσιεύθηκε λοιπόν η λουά, και όλα καλά. Λα Ρεπιμπλίκ αντόπτ λε κατόρζ ζουλιέτ κομ ζουρ ντε φετ νασιονάλ ανιουέλ. Ορίστε, μην πανικοβάλλεσαι, θα πάμε από το τέλος προς τα πίσω, ανάποδα, και το ’χουμε: φετ νασιονάλ ανιουέλ, ετήσια εθνική εορτή. Απλό.

Και έκτοτε τη μέρα εκείνη γίνεται ένας ντεφιλέ μιλιτέρ, ένας στρατιωτικός παρέλασης που είναι σερνικός, λε ντεφιλέ, πραγματοποιείται στα Σανζ Ελιζέ ντε Παρί. Εντάξει. Επιμένεις να κοιτάς τα γένη, δε θα συνεννοηθούμε μ’ αυτό σου το χούι, άστο, έχουν τη δική τους σκέψη οι αθρώποι. Το ’παμε. Ντεφιλές είναι αυτό που κάνουνε και οι μοντέλες στην πασαρέλα, να ξες – ο ντεφιλές του ντεφιλέ.

Λοιπόν και γίνονται κι άλλοι ντεφιλέδες και διάφορες γιορτές, σε όλες τις γκραντ κομίν φρανσέζ. Όχι κουμουνιζμό – λα κομίν είναι η δήμος, εντάξει, θηλυκό κι αυτός, αλλά είπαμε: μην κολλήσουμε σ’ αυτά. Κι έχουν και λε φε ντ’ αρτιφίς. Φωτιές τεχνάσματα. Τι γελάς ωρέ; Εσύ το λες καλύτερα; Πυροτέχνημα, δε λες; Το λες πιο έξυπνα απ’ αυτούς;

Εξυπνάκια.

Κι έχουνε και διάφορoυς μπαλ ποπιλέρ, ναι ο μπαλ, όχι, δεν είναι μπάλα, μπάλος είναι. Χορός. Όπως λέμε μπαλ μασκέ, μπαλ ντε σαριτέ, κατάλαβες; λε μπαλ, ο χορός που χορεύεις. Και ο χορός ως κοινωνική εκδήλωση – ο χορός των κυριών του φιλοπτώχου, ας πούμε. Χοροί, λοιπόν, που τους διοργανώνουν οι κουμούνες. Οι δήμες δηλαδή. Πάλι τα γένη κοιτάς και δε θα συνεννοηθούμε.

Έτσι, που λες. Μια φετ νασιονάλ. Την γιορτάζουν αδιαλείπτως, ιδιαίτερα μετά τον Ναπολέοντα και την ήττα στο Σεντάν, η τρουαζιέμ ρεπιμπλίκ, η τρίτη γαλλική δημοκρατία – ήταν η πρώτη τους σταθερή κατάσταση μετά την αναστάτωση τού 1789. Και μετά την Γκραν Γκερ, την Πρώτη Παγκόσμια πόλεμο – καθόλου μη γελάς, εξυπνάκια, οκέι; τον πρώτο τους παρέλαση μετά την πόλεμο τον κάναν ο Ζοφρ, ο Φος κι ο Πετέν, και περάσαν κάτω απ’ τον Αψίδα του Θριάμβου – ναι, ο αψίδας του αψίδα, γιατί, σε χαλάει; τι σε χαλάει ακριβώς;

Κι έκτοτε τη γιορτάζουν κάθε κατόρζ ζουλιέτ και δως του ξαναπερνάνε κάτω απ’ τον αψίδα τους με όλον τον παρέλασή τους και δος του φωτιές τεχνήματα και την περνάνε ζάχαρη, αυτοί καλά και μεις καλύτερα, τα χρυσά μου. Τη γιορτάζουν τη ρεπιμπλίκ τους και την ξεφαντώνονται.

Φυσικά. Λα ρεπιμπλίκ. Η δημοκρατία, θηλυκό. Γιατί; Τι περίμενες;

Εξυπνάκια.





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.