Τοῖο δ' Ἀπόλλων εὐξαμένου ἤκουσεν, ἐπεὶ μάλα οἱ φίλος ἦεν. Την εισάκουσε ο Απόλλων την κατάρα [του γέροντα], γιατί τον είχε φίλο. Φίλο όχι όπως ξέρουμε σήμερα - τι φίλο να χε ο Απόλλων έναν γέροντα. Ήταν όμως δικός. Αγαπημένος. Και αγαπήθηκε από τον Δία, ἠδὲ φίληθεν ἐκ Διός. Αγάπες είναι αυτές. Ομηρικές.
Καί μοι εἰπέ· ἐπειδάν τίς τινα φιλῇ, πότερος ποτέρου φίλος γίγνεται, ὁ φιλῶν τοῦ φιλουμένου ἢ ὁ φιλούμενος τοῦ φιλοῦντος· ἢ οὐδὲν διαφέρει; Όταν κανείς αγαπάει κάποιον, ποιος γίνεται φίλος ποιανού, αυτός που αγαπά εκεινού που αγαπιέται, ή ο αγαπημένος εκείνου που αγαπά; ή μη δεν κάνει διαφορά; Τί δέ; οὐκ ἔστιν φιλοῦντα μὴ ἀντιφιλεῖσθαι ὑπὸ τούτου ὃν ἂν φιλῇ; Δηλαδή; δε γίνεται κανείς να αγαπάει αλλά να μην αγαπιέται απ' τον αγαπημένο του; Τα κουβέντιαζε ο Πλάτων, δηλαδή ο Σωκράτης με τον Λύσι και τον Μενέξενο.
Καλή ερώτηση. Ποιος είναι ο φίλος; Ο που αγαπάει ή που αγαπιέται; Xαμοπετώντας τα πουλιά εγλυκοκιλαδούσαν, στα κλωναράκια τω δεντρών εσμίγαν κ εφιλούσαν, γράφει ο Κορνάρος. Φιλιώναν. Αγαπιόσαντε. Δυό-δυό εζευγαρώνασι, ζεστός καιρός εκίνα, έσμιξες, γάμους, και χαρές εδείχνασι κ εκείνα. Ο κόσμος πήγαινε για σμίξιμο, το 'χε ρυθμισμένο. Έτσι. Όποτε χρειάζεται, μπαίνει μπρος ό,τι πρέπει να μπει μπρος, και τα πράματα φιλούν.
Θα φιλήσουν. Κι ούτε εχθρός, ούτε χάρος. Και κει που θάψανε το νιο φύτρωσε κυπαρίσσι, και κει που θάψανε τη νια φύτρωσε καλαμιώνα. Γυρνά η καλαμιώνα κι αγκαλιάζει το κυπαρίσι. Για δέστε δω το αντρόγενο, το πολυαγαπημένο. Που δε φιλήθκε ζωντανό, φιλιέτ' απεθαμένο.
Φαντάσου να 'ρθεί μια μέρα που θα τα 'χουμε μπερδέψει όλα αυτά. Φαντάσου κάποτε να 'ρθεί να λησμονήσουμε περί τίνος πρόκειται. Να μην καταλαβαίνουμε. Να φκιάνουμε χαρτιά, ο υπογραφόμενος Ρωτόκριτος επιτρέπω στην Αρετούσα να με φιλήσει, και εκείνη δηλώνει ότι αν τη φιλήσω δε θα με καταγγείλει στην αστυνομία. Και να βλέπουμε φιλιά στο σινεμά και να μη χαμηλώνουμε τα μάτια.
Σώπα ρε. Τόση παραφροσύνη; Σιγά μη θεσπίσουμε και μέρα φιλιού.
Τέτοια δυστοπία; Αποκλείεται.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου