Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ακροφωνικό

Ακροφωνικό σύστημα. Ήταν ένας τρόπος να γράφουν αριθμούς τότε. Πώς εμείς σήμερα λέμε πέντε και γράφουμε ένα σημαδάκι, 5, ε τότε, προ Χριστού, λέγαν πέντε και γράφαν Π. Από το πρώτο γράμμα της λέξης. Λέγαν, ας πούμε, δέκα και γράφαν Δ. Με το Χ εννοούσαν τους χίλιους, και με το Μ τους μύριους – τους δέκα χιλιάδες. Σαν αυτούς που κάναν κοτζάμ Κάθοδο – που δεν τους σήκωσε το κλίμα στην ενδοχώρα και κατέβηκαν στην παραλία για καλύτερα. Χίλια μύρια κύματα. Και τι λες ότι ήτανε το Η; Τι να ’ταν! Η δασεία ήταν, φίλε μου. Τι δουλειά έχει η δασεία; Πώς. Το εκατό δεν παίρνει δασεία; Παίρνει. Χεκατόν. Να λοιπόν τι ήταν το Η: το εκατό. Έγραφες ας πούμε ΗΔΙΙΙ κι εννούσες εκατόν δεκατρία. Καλό;

Και τι με κόφτει εμένα – σε βλέπω, έτοιμος είσαι ν’ αρπαχτείς. Εμ σε κόφτει γιατί αυτά τα χρησιμοποιούσε ένα από τα αρχαιότερα καλκιουλέιτορ που έχουμε βρει. Ένα τάμπλετ ήταν αυτό – μαρμάρινο, δεν είχε άιπαντ τότε. Αλλά τάμπλετ – πλάκα δηλαδή. Δε Σάλαμις Τάμπλετ. Εκεί βρέθηκε – στη Σαλαμίνα. Ένα πράμα 149 πόντους ψηλό και 75 πόντους φαρδύ. Και τεσερσήμισι παχύ. Κι είχε πάνω ένα σύστημα χαραγμένο, κάτι γραμμές οριζόντιες, κάτι κάθετες, και, αριστερά, δεξιά και αποκάτω είχε αυτά τα γράμματα του ακροφωνικού συστήματος. Κι είχε τον τρόπο του – έβαζες βοτσαλάκια πάνω στις γραμμές κι έκανες λογαριασμούς. Κι ανάλογα πώς τα τοποθετούσες, έβγανες και το σωστό συμπέρασμα. Κάλκουλι χρησιμοποιούσε αυτό – έτσι λεγόταν το βότσαλο, κάλκουλους. Χαλικάκι δηλαδή. Ψηφίδα. Οπότε νάσου και ο υπολογισμός. Καλκιουλέισον. Αμ πώς. Κι εσύ που νόμιζες ότι καλκιουλέιτορ θα πει υπολογιστάκι. Όχι. Χαλικωτήρι θα πει. Ψηφιοποιητής. Κάλκιουλέιτ θα πει βοτσαλώνω. Ψηφιώνω. Γι’ αυτό το 5 το λέμε ψηφίο. Βοτσαλάκι.

Είδες; Και δεν είναι το μόνο – βρέθηκε κι άλλο καλκιουλέιτορ στη Σαλαμίνα. Ένα μετρολογικό ανάγλυφο. Όχι μετεωρολογικό, μη βιάζεσαι. Μετρολογικό. Ήταν εντοιχισμένο στην εξωτερική πλευρά του Ιερού Βήματος τού Άη Δημήτρη, στο εκκλησάκι στα Περιβόλια. Τι ’ταν αυτό το μετρολογικό, θα μου πεις τώρα. Ήταν ένα άλλο τάμπλετ από πωρόλιθο και πάνω είχε τα μέτρα τα αρχαία, τι θες, οργυιά, πήχυ, σπιθαμή, κανόνα, πόδι – γιου νέιμ ιτ, όλα. Και στο ένα σύστημα μέτραγες με κανόνα, που ήταν πόδι 0,322 μέτρα, και στο άλλο με το μεταγενέστερο πόδι που ήταν 0,301 μέτρα. Ένας κονβέρτερ δηλαδή. Σου ’λεγε ο άλλος τόσα πόδια, εσύ τον έκοβες τι πόδια εννοεί, και τα μετέτρεπες αυτά τα πόδια στα άλλα πόδια. Η χαρά τής σαρανταποδαρούσας.

Αποθήκη θα πει το μέρος που φυλάμε πράματα – από και θήκη. Χαίρω πολύ, θα μου πεις. Ναι, αλλά δες τι γίνεται όταν αρχίσουν τα ταξίδια τους οι λέξεις: χαλικώνω έρχεται και σημαίνει υπολογίζω, έτσι δεν είναι; Κάπως έτσι έρχεται και η αποθήκη και γίνεται φαρμακείο. Στα γερμανικά. Γιατί; Γιατί έτσι. Είναι το μέρος που αποθηκεύεις. Αποτέκε. Φάρμακα; Φάρμακα. Πού είναι το πρόβλημα. Και αποτέκερ, όχι, ποιος αποθηκάριος – ο φαρμακοποιός είναι – τι λέμε τόσην ώρα. Χοφ αποτέκερ ο φαρμακοποιός της αυλής. Μεγάλος τίτλος. Έφκιανε φαρμακάκια για τον γαλαζοαίματο, να ’ναι καλά η υγεία του. Μας ήρθε στον νου γιατί χοφ αποτέκερ ήταν ο μπαμπάς τού Τράιμπερ, αυτουνού που γίνηκε σπουδαίος γιατρός, σπούδασε λέει, και πού δε σπούδασε, σε δυο τρία πανεπιστήμια πήγε, κι ύστερα πέρασε κι απ’ το Παρίσι και ειδικεύθηκε στη χειρουργική, και μετά πήρε ένα καράβι κι έφθασε στο Μεσολόγγι, 31 Δεκεμβρίου τού 1821. Κι εκείνον τον καιρό η Σαλαμίνα γινόταν της κακομοίρας, είχαν μαζευτεί χιλιάδες πρόσφυγες, και λειτουργούσε και στρατιωτικό νοσοκομείο στ’ Αμπελάκια – να πώς τον θυμηθήκαμε τον Χάινριχ Τράιμπερ – γιατί είχε έλθει στη Σαλαμίνα και ήταν αρχίατρος εκεί, σε κείνο το νοσοκομείο.

22 Απριλίου τού 1827 τραυματίστηκε θανάσιμα ο Καραϊσκάκης στο Φάληρο και πέθανε στα χέρια τού Τράιμπερ που τον πήγε στα Αμπελάκια και τον έθαψε στον Άγιο Δημήτριο – όχι το εκκλησάκι που λέγαμε πριν, τον άλλον Άγιο Δημήτριο, στην πόλη, εκεί που έχει σκαλίσει τον άμβωνα ο Γιαννούλης Χαλεπάς. Βέβαια. Τέτοιος ήταν ο Τράιμπερ, σπουδαίος γιατρός και αγωνιστής, σ’ αυτόν πήγαν και τον Καποδίστρια – ο Τράιμπερ στο μεταξύ είχε αναλάβει αρχίατρος στο Ιτς Καλέ, στην Ακροναυπλία, κι ήταν αυτός που έκανε τη νεκροψία και συνέταξε και τη σχετική χαρτούρα. Κι ύστερα τον ταρίχευσε κι όλας. Τον Καποδίστρια.

Τι λέγαμε; Α, ναι – αποθήκη. Όχι φαρμακείο. Αποθήκη κανονική. Αποθήκη ψυχών ήταν η Σαλαμίνα, όχι μόνο στα χρόνια τού Τράιμπερ και του Αγώνα – πάντα έτσι ήταν, από τα χρόνια τ’ αρχαία, όταν ήθελες να μαζέψεις σε σχετικά ασφαλές μέρος τον κόσμο, αυτό δεν έκανε κι ο Θεμιστοκλής; Άφησε τα γερόντια στην Ακρόπολη να παραλογίζονται, ημείς δεν θα εγκαταλείψωμεν, και έκανε πακέτο τα γυναικόπαιδα και τα πήγε στη Σαλαμίνα, κι ύστερα παρέταξε τον στόλο απ’ τη μιαν άκρη στην άλλη στο στενό, μέχρι την Κυνόσουρα, την ουρά του σκύλου, και τον έχωσε τον μεγάλο βασιλέα μέσα στο στριμωξίδι, πατείς με πατώ σε, και τον έκανε καινούριον. Τα πάντα στον πάτο. Κι όσοι γλιτώναν κολυμπώντας – όσοι ξέραν και κολύμπι δηλαδή, γιατί αυτοί δεν ξέραν ούτε μπάνιο, με στεριανούς είχε γεμίσει τα καράβια του ο βασιλεύς – όσοι βγαίναν από δω, στην Αττική, έχει καλώς. Την κοπανούσαν σεμνά και χωρίς τυμπανοκρουσίες, αφού από δω είχαν στρατοπεδεύσει οι Πέρσαι. Αλλά όσοι βγαίναν από κει να σωθούν, στο νησί, τους περιμέναν οι γυναίκες και τους βγάζαν τα μάτια, ήταν το σπορ εκείνης της ημέρας.

Κόλουρις λεγόταν το μέρος τής Σαλαμίνας στα σημερινά Αμπελάκια, ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα. Τα γράφει ο Κουκουλές. Και Κουλουρί, και Κουλούρι, λέει ο Πάπε ότι την θέλει ο Πτολεμαίος. Από το σχήμα του μέρους, υποθέτουμε. Το κόλουρον. Αλλά ήδη από τότε, το νησί ολόκληρο λεγόταν Σαλαμίνα. Έτσι την έχει ο Ηρόδοτος, Ἀντίδωρος Λήμνιος μοῦνος τῶν σὺν βασιλέι Ἑλλήνων ἐόντων αὐτομολέει ἐς τοὺς Ἕλληνας, καὶ οἱ Ἀθηναῖοι διὰ τοῦτο τὸ ἔργον ἔδοσαν αὐτῷ χῶρον ἐν Σαλαμῖνι. Αυτά γράφει στην Ουρανία του, ότι ο Αντίδωρος ο Λήμνιος παράτησε τον Ξέρξη και ήρθε με το μέρος των Ελλήνων και γι’ αυτό οι Αθηναίοι τού δώσαν κλήρο στη Σαλαμίνα – να ’χει να πορεύεται ο άνθρωπος.

Νεράιδα ήταν αυτή η Σαλαμίνα, πριν γίνει νήσος. Κόρη του Ασωπού, του ποταμού, και της Μετώπης, της κόρης τού Λάδωνος, του αλλουνού τού ποταμού. Πολλά τα νερά. Και αδελφή της Αίγινας. Και της Τανάγρας. Και της Χαλκίδος. Και της Πειρήνης που έγινε δάκρυα η καημένη όταν η Άρτεμις τής σκότωσε τον γιο της, κι ανάβλυζε έξω από την Κόρινθο, της Πειρήνης το αγίασμα, τα ύδατα που λουζόσουν και έβγαινες αγνός, από την αρχή. Και την περιέλαβε κι ο αφροπορτοκάλος, ο Μάρτιν Μπέρναλ στη Μαύρη Αθηνά του, τη Σαλαμίνα, καλά και σώνει ότι η λέξη είναι σημιτική, από κει που βγαίνει και το σαλάμ και το σαλόμ, υγεία, ειρήνη. Τα πάνδεινα έχει τραβήξει η Σαλαμίνα. Που είναι σαλ- από τη ρίζα του αλατιού, και -αμίς, μες τη μέση – το μέρος καταμεσής στην αρμύρα. Αυτή φαίνεται να είναι η στοιχειωδώς σοβαρή σκέψη για τη λέξη.

Αποθετήριο μες τη μέση στη θάλασσα. Όταν χρειάζεται να αντιμετωπίσεις την υπέρτατη απειλή, τότε τον δικό σου άνθρωπο, το τζιέρι σου, την ψυχή σου δηλαδή, φροντίζεις να πάει στην κούλουρη.

Μπας και γλιτώσει.
















Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.