Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Άζομαι










Άζομαι. Αρχαίο ρήμα που θα πει σέβομαι. Φοβάμαι – θεό μάλλον παρά άνθρωπο. Διστάζω. Κατέχομαι από φόβο. Θεού. Αναρωτιόταν ο Θέογνις: πώς είναι δίκαιο, ο δίκαιος να μη λαμβάνει δίκαιο; τίς δή κεν βροτὸς ἄλλος [...] ἔπειτα ἅζοιτ’ ἀθανάτους; μετά ποιος θνητός [...] θα είχε δέος για τους αθανάτους; Κι ο Τυφλός στην Ιλιάδα του έβαζε τον Χρύση να παρακαλάει τους Ατρείδες, παῖδα δ᾿ ἐμοὶ λύσαιτε φίλην, λευτερώστε την κόρη μου την αγαπημένη, ἁζόμενοι Διὸς υἱὸν ἑκηβόλον Ἀπόλλωνα, ευλαβηθείτε τον Απόλλωνα, τον γιο του Δία, τον μακρυτοξευτή.

Άζομαι. Το βρίσκουμε σκέτο, μόνο του. Δεν το ’χουμε αλλιώς, ούτε σε άλλο χρόνο, πουθενά. Αλλά το συσχετίζουμε με το αγνός, που φαίνεται να έρχεται από την ίδια ρίζα. Στον Όμηρο θα πει ιερός. Κι η Σαπφώ, ἄγνα κατάγοισι, γράφει, αγνές θυσίες προσφέρουν. Που συνδέεται με τον αμόλυντο, κι απ’ την ίδιο δρόμο αργότερα, αγνή θυσία θα γίνει η αναίμακτη. Τα χρόνια θα περάσουν κι η Παρθένος θα γίνει αγνή, και το ίδιο θα γίνουν και οι αξιωματούχοι και οι κρατικοί λειτουργοί – όσοι από δαύτους είναι καθαροί και άμεμπτοι. Ώσπου στο τέλος θα φτιάξουμε και αγνό παρθένο μαλλί – να το γράφει στην ούγια, να ξέρουμε τι αγοράζουμε. Και Γάλα Αγνό.

Αλλά το άζομαι το συσχετίζουμε και με το άγιος. Ιερός. Αφιερωμένος. Και βέβαια και καταραμένος. Γιατί ιερός, ότι ανήκει στους θεούς ή προέρχεται απ’ αυτούς, αυτό πάει να πει. Άρα, μακριά κι αγαπημένοι. Άστο καλύτερα. Δεν είναι τώρα λέξεις αυτές για πολλά πολλά. Ούτε το ιερός, ούτε το άγιος. Θέλουν την προσοχή τους.

Άγιο μέρος, λοιπόν, τα άγια των αγίων, ο αγιασμός των υδάτων και ο άη Νικόλας, η αγία Μαρίνα, και όλα τα σχετικά. Holy Bible που λεν και οι αγγλοτέτιοι. Η Αγία Γραφή. Αυτονών βγαίνει από δικό του δρόμο: halig στα παλαιά αγγλικά, hellig, heilagr, hailags και helich σε παλαιές γερμανικές γλώσσες, δες εδώ τι γίνεται, από τη ριζούλα *kailo-, που θα πει ολόκληρο. Ανέπαφο. Αυτό που δεν έχει τραυματιστεί. Ναι, μ’ αυτό σχετίζεται και το well, το καλό στα αγγλικά, αυτό που είναι οκέι. Σώο.

Από την οποία ριζούλα προκύπτει και η υγεία. Health. Ως ολότητα. Ως ανέπαφη, ανέγγιχτη οντότητα. Σχετικό με το παλαιό αγγλικό hælan, που σήμερα είναι heal, γιατρεύω. Με το οποίο σχετίζεται και το σημερινό γερμανικό Heil – υγεία, ευτυχία, μακροημέρευση. Ολότητα σήμαινε και η παλαιά αγγλική λέξη hælþ, σήμερα health, καθώς και η παλαιά σκανδιναβική heill. Κι απ’ αυτήν την τελευταία προκύπτει και το helge, το ιερό, το άγιο.

Τι δρόμο που μπορούν να πάρουν οι σκέψεις και τα πράματα και πού να καταλήξουν! Ήταν κάποτε, λέει, μια Βαράγγαινα, μια Ρως, παιδούλα πριγκιπέσα, που της κάναν τον άντρα της και βασιλέα, τον Ιγκόρ, τόνε κάναν κοματάκια κάτι Δρεβλιανοί, έτσι λέγονταν αυτοί, κάτι ντόπιοι του Κιέβου, και τα πήρε η μικρή στο κρανίο και τους την έπεσε με στρατό, και τους έκλεισε μέσα σε πλοία και τα βύθισε λέει και τους χάζευε καθώς πνιγόνταν, κι άλλους τους έκαψε ζωντανούς στα λουτρά —ως σπορ, ας πούμε— και το καλύτερο το έκανε στο τέλος, καθώς πολιορκούσε την Ισκορόστεν, λέει, εντάξει παιδιά, δύσκολη πόλη, τι να σκοτωνόμαστε τώρα, πείτε στους πολιορκημένους να μου στείλουν όλοι από ένα περιστέρι κι ένα σπουργίτι, από κάθε σπίτι, κι εγώ λύνω την πολιορκία και τα μαζεύω και φεύγω. Της τα δώσαν αυτοί καταχαρούμενοι, ένα πουλί από κάθε σπίτι, κι είπε αυτή και βάλαν από ’να πανάκι θειάφι στο κάθε πουλί και τ’ άναψαν, κι αυτά πετάξαν αλαφιασμένα σπίτια τους, κι έγινε η πόλη παρανάλωμα και δεν απέμεινε τίποτε όρθιο. Χρόνια μετά τα μέρη αυτά παραχωρήθηκαν από τον Πρίγκιπα Γιαροπόλκ Βλαντιμίροβιτς ως οικόπεδα. Με χωρίς κόσμο – δεν είχαν πια ανθρώπους.

Χέλγκα λεγόταν αυτή. Helga. Ιερή, δηλαδή. Αγία. Που θα πει Ольга. Όλγα. Ήταν μάλιστα κόρη του Όλεγκ. Ιερός κι αυτός. Και άγιος. Αυτή λοιπόν η Χέλγκα, κοινώς Όλγα, ήρθε στην Τσάρογκραντ —στην πόλη των Τσάρων, δηλαδή των Καισάρων, δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη— ήλθε λοιπόν με την ακολουθία της και τη φρουρά, άλογα, κακό, βαστάζοι, μπαούλα, και την έπιασε η Ελένη Λεκαπηνή, η γυναίκα τού Κωνσταντίνου Ζ’, πού πας χριστιανή μου κορίτσι πράμα, και την βάφτισε. Και της έδωσε το δικό της όνομα, Ελένη την είπε, αλλά της έμεινε το Όλγα κι έτσι την έγραψε η ιστορία, κι έτσι την ξέρουμε. Ως Όλγα. Κνιάγκινια Κιέφσκαγια – Πριγκίπισα του Κιέβου. Και διέδωσε τον χριστιανισμό στους Ρως κι ο εγγονός της ο Βλαντίμιρ θα βαφτιζόταν κι αυτός και θα γινόσαντε οι Ρως χριστιανοί, κι έγινε και η γιαγιά αγία, κι ας ήταν ήδη helga.

Ταυτολογίες.


----------------------------
Chantraine, Buck, Μπαμπινιώτηδες, Wiktionary.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.