Ποιες γάτες; Καμία σχέση. Ένα κοριτσόπουλο ήταν. Δέκα χρονών. Και της κανονίσαν γάμο – έτσι τα ρυθμίζαν τότε αυτά, από μωρά, να σπεύσουν, μην τυχόν και χαθεί η ευκαιρία και μείνουν οι περιουσίες απάντρευτες. Τη μια μέρα τρέχαν στην εκκλησιά και την άλλη, πρωί πρωί, φωνάζαν τον συμβολαιογράφο: τόσα τα κτήματα, τόσοι οι δούλοι, τόσα τα σπαρτά και τόσοι οι θησαυροί. Κι αυτά τα σπίτια κι αυτά τα κάστρα. Και γράψε και την κοιλάδα πίσω από τους λόφους, και την πεδιάδα της γιαγιάς. Κι αυτά δικά μας.
Όχι, δε μιλάμε για ένα τριάρι στην Κολιάτσου κι ένα εκτός σχεδίου πόλεως στο Πόρτο Ράφτη. Όπως είδες μιλάμε για εκτάσεις. Για βασίλεια. Ο μπαμπάς της αυτηνής ήτανε μαγιορντόμος. Τι θα πει αυτό; Δώσε βάση: μέιορ, δηλαδή μείζων και δόμος, δηλαδή οίκος. Ο μεγάλος τού οίκου. Ο Κύριος του Παλατιού. Ο Χάουσμάιρ. Εντάξει. Μεροβίγγειο σόι. ξέρεις τι ήταν αυτοί; Όχι. Πού να ξέρεις και γιατί να ξέρεις. Ήσαντε Φράγκοι οι Μεροβίγγειοι. Δηλαδή Γερμανοί. Ένα από τα γερμανικά φύλα που ξεχύθηκαν στην Ευρώπη καθώς οι ρωμαϊκές λεγεώνες τραβιόνταν προς τα πίσω και το σύμπαν κατέρρεε. Τέταρτος αιώνας, μιλάμε, πέμπτος, ξέρωγω, Χλωδοβίκος Α΄ περικαλώ, επιφανής φύλαρχος, γιος του Χιλδερίχου και της Μπασίν τής Θουριγγίας με τ’ όνομα. Ω ρε μεγαλεία. Ξέρω. Ανατρίχιασες.
Λοιπόν, ποιες γάτες. Καμία σχέση. Για τον μαγιορντόμο μιλάγαμε, που κατέληξε να είναι ο κατεπάνω. Ο αρχιαρχηγός. Ο πανισχυρότατος. Αυτός που όλα τα κανόνιζε στην πραγματικότητα, όλα τα πάντα – ο βασιλιάς απλώς βασίλευε. Εθιμοτυπικώς. Ρουά φενεάν. Τεμπελοβασιλιάς. Ε, λοιπόν αυτηνής ο μπαμπάς της αυτό ήτο, μαγιορντόμος, αυτό λέμε τόσην ώρα. Ο Πεπίνος τού Λάντεν, έτσι λεγότανε. Ήταν αυτός που έψησε τον Χλωτάριο Β΄, τον μόνο και πανενδοξότατο βασιλέα όλης και πάσης της Φραγκίας, τον έπεισε να στέψει βασιλιά τον Δαγοβέρτο Α΄, τον γιό του. Βασιλιά της Αυστρασίας. Διότι ποιοι θα ασκούσαν την κηδεμονία, αφού ο Δαγοβέρτος Α΄ ήτονε πιτσιρικάς; Ο Αρνούλφος του Μετς, ο γενάρχης των Καρολιδών, και, ποιος άλλος; Ο δικός μας, ο Πεπίνος τού Λάντεν. Ο μπαμπάς τής περί ης ο λόγος. Κατάλαβες για τι πράμα μιλάμε; Τι τύπος ήταν, κατάλαβες;
Όχι ρε, ποιες γάτες. Εδώ έχουμε μεσαιωνικό μυθιστόρημα. Της κακομοίρας. Τι ήταν η Αυστρασία; Άσε – θα σου το πω εγώ – δε θα το ’βρεις που να χτυπιέσαι. Βγαίνει λέει από κει που βγαίνει και η Αυστρία. Όστερ Ράικ. Ανατολικό Βασίλειο. Αυστρασία είναι δηλαδή η Ανατολική Επικράτεια. Ρήνος, νότια της Σαξονίας, δυτικά της Θουριγγίας, βόρεια της Βουργουνδίας. Σήμερα, ας πούμε, Λουξεμβούργο, ανατολικό Βέλγιο, βορειοανατολική Γαλλία, κεντροδυτική Γερμανία και νότια Ολλανδία. Όλο μαζί ένα βιλαέτι. Ζαλίστηκες; Βέβαια. Πολλά τα λεφτά.
Και της κανονίζει δείπνο λοιπόν ο πατήρ τής μικράς, τού Βασιλέως παρόντος —αν κόταγε ας μην πήγαινε ο Βασιλεύς— και της ξηγιέται ο Βασιλεύς της μικράς, σου ’χω έναν πρίγκιπα Αυστρασιανό, ωραίο παλικάρι, ξανθό, γαλανομάτικο, και με κάτι ωραίες εκτάσεις, κάτι εδάφη μούρλια, άλλο τόσο θα το κάνουμε το μαγαζί, τι λες καλό μου κοριτσάκι; Και τα παίρνει στο κρανίο η δεκαέτις και της γυρίζει το μάτι, μες τις αυλές και τα παλάτια από μικρή και ήξερε να τους κουλαντρίζει τους τράγους, τι λέτε ρε, τους λέει, εμένα ένας είναι ο κύριός μου, ο Κύριος και Ιησούς Χριστός μου. Απίστευτα πράματα. Έμεινε ο Βασιλέας ξερός και τρέχαν οι δούλοι με τα ανεμιστήρια. Άκου να του πει τέτοια κουβέντα!
Όχι, ποιες γάτες, εδώ είναι το θέμα, ότι η μικρά τα στήλωσε – αλλά βέβαια στο μεταξύ η φουκαριάρα η Μπέγκα, η αδερφή της, πήρε τον Ανσέγκιζελ του Οίκου των Αρνουλφιδών και προπάτορα του Καρλομάγνου, και κάπως κανονίστηκε το εδαφικό. Για τέτοια σόγια μιλάμε ρε. Τέλος πάντων πάει πόθανε αυτός ο μπαμπάς της —γιατί μπορεί και να μη του γλίτωνε αν ζούσε, καλός ο Ιησούς Χριστός αλλά ’δώ πέρα έχουμε κι ένα μαγαζί να κρατήσουμε— πέθανε όμως ο μπαμπάς, πέθανε κι ο Γκρίμοαλντ ο αδερφός της, κι απόμεινε η μικρά ως καλαμιά στον κάμπο με μόνο στήριγμα και επίτροπο τη μαμά της, την Αγία Ίτα τού Μετς! Την πιάνει την πιτσιρίκα η Ίτα, σου λέει αυτοί θα μου τη σκίσουνε την καημένη οι λυσσάρηδες, της τραβάει ένα κόντρα ξύρισμα στην κεφαλή κι άφησε μόνο μαλλιά ένα γύρω σαν στέμμα. Όπως ξυρίζονται οι μοναχοί που βλέπουμε στο σινεμά. Ιδρύει κι ένα μοναστήρι, το Αββαείο τής Νιβέλ, και πάνε και κλείνονται οι δυο τους και προσευχόσαντε για τη σωτηρία της ψυχής τους. Κούκλα.
Ποιες γάτες. Πέρασε ο καιρός, πόθανε η Ίτα, κι ανέλαβε το μοναστήρι η μικρά, που πια δεν ήτο ακριβώς μικρά. Και εικοσιπέντε θα ’τανε – σιγά μη βρούμε άκρη από τα αρχεία της εποχής, μιλάμε για τον έβδομο αιώνα, κάπου το 650 ιδρύθηκε το μοναστήρι αυτό. Έξυπνη, μορφωμένη και με χέρι στιβαρό, δεν ήταν καμιά χαζή να την παίρνει ο αέρας, τα φρόντιζε όλα, χήρες, ορφανά, άλλα μοναστήρια έχτιζε – μιλάμε για δραστηριότητα, όχι αστεία. Οι Γερμανοί είχανε μαγευτεί ομαδικώς κι είχαν γίνει χριστιανοί, εντάξει, μια δικιά τους εκδοχή, πολύ αρειανή, αλλά τώρα σιγά σιγά αυτοί εδώ οι Φράγκοι παθαίναν έναν έρωτα με τη Ρώμη και γινόντουσαν καθολικοί. Κι ό,τι τους έλειπε από πολιτική, αναπληρωνόταν από τη νέα θρησκεία. Η απόλυτη θεία κυριαρχία. Κομπλέ. Κανονισμένα πράματα.
Κι έζησε αυτή καλά κι εμείς καλύτερα, και θαυματούργησε, κι έσωσε και ναυτικούς, κι έσωσε και τους ανθρώπους απ’ τα ποντίκια με το μαγικό ραβδί της, να μην παθαίνουνε πανούκλα, κι όλα τα ’κανε, κι έμεινε μισή απ’ τη νηστεία και την προσευχή, εξαϋλώθηκε, με τον τρίχινο χιτώνα της, κι όταν ήρθε η ώρα, ο Άλταν, ο Ιρλανδός μοναχός, την αμόλησε την προφητεία: θα φύγει χαρούμενη κι ευλογημένη, και θα την παραλάβουν οι άγγελοι Κυρίου. Οπότε αφού το προφήτευσε αυτός, έτσι κι έγινε. Δεκαεφτά Μαρτίου 659. Ετών τριάντα τριών.
Και σήμερα τής κάνουν το τουρ της, μια ωραιότατη βόλτα, ιν φετ προφεσιονέλ ε φολκλορίκ ανιέλ, οργκανιζέ νταν λα βιλ Μπέλτζ ντε Νιβέλ. Κατάλαβες; Και παίρνουν το λείψανο και το τριγυρνάν όλη μέρα στην πόλη και κάνουν και όλα τα μαγικά, κουβαλάν και τα ραβδάκια που διώχνουν τα ποντίκια – ορίστε πού κολλάν οι γάτες, γι’ αυτό αυτήνε την έχουν στο μυαλό τους σα γάτα ένα πράμα, και την έχουνε κάνει και μόδα εσχάτως, η προστάτις των γατών και καλά, το ’χουμε αυτό οι αθρώποι, μια τις φοβούμαστε, μια τις λατρεύουμε τις γάτες, τον μεσαίωνα τις κυνηγούσαμε, φτου φτου, ότι και καλά ήταν του διαβόλου πλάσματα, συντρόφισσες των μαγισσών, μαύρες γάτες, αλλά πώς να τις βγάλεις απ’ την ψυχή σου τις μάγισσες, γίνονται αυτά; Αλλάζει ο άνθρωπος; Ωραίο πράμα οι μάγισσες. Και οι γάτες.
Άλλωστε και η μικρά γάτα ήτανε, άκου να πει τέτοιο πράμα στον Βασιλέα το παλιοκόριτσο! Γκερ, μάλλον έρχεται απ’ τα παλιά γερμανικά, εκείνο το γκερ που θα πει δόρυ. Λόγχη. Και τρουντ πάλι παλιά γερμανικά μάς φαίνεται ότι είναι, þruþ, δρουδ, που θα πει δύναμη. Ισχύς. Γκέρτρουντ. Η γερή λόγχη. Ή η δυνατή με τη λόγχη. Γερτρούδη. Κοινό όνομα τον μεσαίωνα. Έτσι τήνε λέγαν αυτήνε.
Γερτρούδη. Γερτρούδη τής Νιβέλ. Η αγία των γάτων.
...γάτες και κοριτσόπουλα, μαγιορντόμος,Χλωδοβίκος και Αυστρία, Αυστρασία και Παπίνοι, Αρνουλφίδες έχουν κάποια προβλήματα με γάτες, μέχρι που βρήκαν την Γερτρουδη με τις γάτες....απορώ και θαυμαζω!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή.
:-)
Διαγραφή