Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούλιος, 2024

Ισθμός

Γενόμενος δὲ κατὰ τὸν Ἰσθμὸν μυκησαμένης τῆς περὶ τὸ Λέχαιον θαλάττης, οὗτος, εἶπεν, ὁ αὐχὴν τῆς γῆς τετμήσεται, μᾶλλον δὲ οὔ. Έτσι γράφει ο Λούκιος Φλάβιος Φιλόστρατος. Ο Φιλόστρατος ο Αθηναίος – έτσι ήθελε να τον λένε. Ο εκ Λήμνου. Αν και ο Φώτιος, ο Πατριάρχης, αιώνες αργότερα, λέει ότι ήταν από την Τύρο. Τέλος πάντων, απ’ όπου κι αν ήταν, πήγε στη Ρώμη ο Φιλόστρατος, να σπουδάσει. Κι εκεί έκανε τις σωστές διασυνδέσεις ο νέος, με τους κατάλληλους σοφούς, μέχρι με την Ιουλία Δόμνα έκανε παρέα παρακαλώ, την αυτοκράτειρα, τη δεύτερη γυναίκα του Σεπτίμου Σεβήρου και μαμά τού Καρακάλα – από τη Συρία ήταν αυτή και λένε ότι είχε αραβικές ρίζες, η Ιουλία Δόμνα τώρα, και ήτανε διανοουμένη και φιλόσοφος ολκής, είπες τίποτα; έλυνε κι έδενε στη Ρώμη. Μάρε νόστρουμ σού λέω. Θα σου εξηγήσω αργότερα. Κι έγραφε που λες αυτά τα πράματα στο βιβλίο του ο Φιλόστρατος, τα ’γραφε ότι τα είπε ο Απολλώνιος ο Τυανεύς. Ότι είχε λέει βρεθεί στο Λέχαιον, στον Ισθμό της Κορίνθου, για τον Απολλώνιο μιλάμε τώρα, ...

Ανάσα

  Ανάσα. Breath.

Μαρκέλλα

Αυτό τώρα, ούτε ξέρω πώς να σου το πω. Βράχια. Βράχια που πηδάς απ’ το ’να στ’ άλλο, κορίτσι πράμα, κυνηγημένη, κατηφορίζοντας στη θάλασσα, τρέχοντας το σούρουπο, αλαφιασμένη την πλαγιά, μια πηδηξιά κάτω, στέκεσαι καλά, σιγουρεύεσαι, το μάτι ταχύ, να βρει πάτημα, οριζόντια πιο κει, πάνω απ’ τα κύρταμα και τα σχινάρια, αποκάτω το επόμενο, πηδάς, όχι από δω, ανεβαίνεις το άλλο, κοντύτερα, πάνω απ’ το μικρό κενό, προσγειώνεσαι, και πάλι προς τα κάτω μία, αγκάθια στο ρούχο, άλλη μία, στέκεσαι μια στιγμή να κάνεις λογαριασμό – ανέβηκα, κατέβηκα, ν’ ανασάνεις, κοιτάς μια πίσω αν έρχεται – ο πατέρας σου σε πόθησε, έρχεται και σε θέλει. Σαν κατσίκι. Πάντα σούρουπο είναι εκεί. Ο ήλιος δύει απέναντί σου, τα νερά παιχνιδίζουν και το φως πορτοκαλί, τα βράχια καίνε, όλη μέρα, καίνε κι ας μην τα καίει ο ήλιος πια. Γυμνή η πατούσα να πατάς καλά, να ξέρεις τι σε περιμένει. Θάλασσα ανυποψίαστη, μπλε, πόσιμη, δεν απέχεις και πολύ, αλλά χρόνο δεν έχεις. Ακούς τη βαριανάσα από μακριά, πατάει με τα ποδ...

Σάντουιτς

Τέθηκε ένα ερώτημα χθες σ’ αυτήν τη στήλη. Ένα από κείνα τα ερωτήματα που τίθενται συχνά: «Δεν είναι σωστό αντί vibes να λέμε περιρρέουσα ατμόσφαιρα;» Προφανώς το υπόβαθρο του ερωτήματος είναι: «δεν είναι σωστό να φτιάχνουμε ελληνικής καταγωγής λέξεις αντί να δανειζόμαστε»; Άλλοι απαντήσαμε έτσι, άλλοι αλλιώς, άλλοι υπέβαλαν προτάσεις, κι εγώ θα ήθελα να επισημάνω δύο από τις απαντήσεις που, κατά τη γνώμη μου αποτελούν σκαλιά για τους συλλογισμούς που θα ακολουθήσουν. Στο πλαίσιο της προσπάθειας να εξευρεθεί ελληνογενής λύση, ένα μέλος προτείνει: «Vibes απ’ το vibration. “Δονήσεις” λοιπόν». Ας το δούμε προσεκτικότερα: δονώ δεν είναι... ελληνικά. Την καταγωγή της λέξης την αναζητούμε στα πελασγικά σκότη. Είναι προελληνική. Η δε δόνηση, αυτή κι αν δεν είναι. Πρόκειται για μεταφραστικό δάνειο από τα γαλλικά: vibration. Κι ακόμη: «vibes» από «vibration(s)»; Μα είναι συγκεκομμένο. Δε θα ήταν πιο ταιριαστό να πούμε «δόνες» και όχι «δονήσεις»; Αστειεύομαι, βεβαίως – ελπίζω να μου επιτραπεί. Ό...

Ηλίας

Ο Ηλίας τού Ηλία μάς κάνει Ηλία Ηλιού. Το ’ξερες αυτό το πράμα; Παλιά έτσι γινόταν, ο Ηλίας, τού Ηλιού, όχι του Ηλία. Και γινόσουν πολιτικός, νέστωρ της παρατάξεώς σου, και τραβούσες το καράβι να περάσει από τις συμπληγάδες, ένθεν κακείθεν, μια η Σκύλλα, μια η Χάρυβδη, κι έλεγες, Παναγία μου, δε θα βγούμε γεροί απ’ αυτό το τραμπάκουλο. Ναι. Δύσκολα χρόνια. Αλλά έτσι είναι οι Ηλίες. Στα δύσκολα. Κάνουνε περάσματα, όποτε χρειάζεται. Τότε, ας πούμε, που ο Αχαάβ φαγώθηκε να του πάρει το κτήμα τού Ναβουθαί, την ξέρεις αυτή την ιστορία; Α, χάνεις. Ο Αχαάβ ήταν ο βασιλιάς τού Ισραήλ, του Βορείου, δηλαδή, γιατί τότε είχε Βόρειο και Νότιο. Ισραήλ λεγόταν το Βόρειο πράμα και Ιούδας το Νότιο. Ξεχωριστά βασίλεια. Τώρα μη ρωτήσεις γιατί και πώς – δυσκολίες, στριφνοί νόμοι, φορολογικά – τέλος πάντων έπαιζε Βόρειοι και Νότιοι. Βασιλιάς των Βορείων λοιπόν ο Αχαάβ κι είχε το ανάκτορό του στην πρωτεύουσά του, τη Σαμάρεια, αλλά μου ’θελε και μια ανακτοράρα δεύτερη ακόμη βορειότερα, στην Ιεζράελ, το ’χε φ...

Μαρίνα

Τι το ευκολώτερον από το να τρομάξης κάποιον ήδη τρομαγμένον άνθρωπον; Και τι το καλλίτερον. Έτσι εσκέφθη ο Διάβολος όταν παρουσιάσθηκε εμπρός εις την Μαρίνα ως δράκος τρομερός, δια να την φοβερίση και να την αποκαρδιώση. Ας πάρωμεν όμως τα πράγματα με την σειράν των. Ήτο ένα θερμόν απόγευμα κατά Ιούλιον μήνα όπου έσκαγεν ο τζίτζικας και η βασανισμένη ευρισκόταν κλειδωμένη εις το κελλί της. Τι εγύρευεν αύτη σε τέτοια κατάστασι μέσα σε ένα κελλί  ρωμαϊκής   φυλακής; Για ποίον λόγον η ωραιοτάτη δεκαπεντάχρονη περέμενεν κρατουμένη; Ναι. Σωστά το υπεπτεύθημεν. Διότι είχεν ωμολογήσει την πίστιν της εις τον Χριστόν, και τώρα οι ειδωλολάτραι την εβασάνιζον δια να την αρνηθεί και να προσκυνήσει τα είδωλα. Αφορμή δια την έγκλεισιν και τον βασανισμόν της είχε σταθεί η αίτησις εις γάμον παρά του τότε επάρχου της περιοχής, του ειδωλολάτρου Ολυβρίου. – Θέλεις να με υπανδρευθείς; – Όχι Μεγαλειότατε. – Μπα; Πώς έτσι; – Διότι εγώ αγαπώ τον ένα και μοναδικόν Χριστόν. Ο ειδωλολάτρης την εκύττα ...

Κόπτης

Κόπτης θα πει Αιγύπτιος. Το ’ξερες; Βέβαια. Κοπτ στα αγγλικά (Copt). Από το λατινικό Κόπτους (Coptus), από κάτι αραβικά قبطى, quftī, qiftī, που είναι η λεξούλα για τον αιγούπτιον (ⲁⲓⲅⲩⲡⲧⲓⲟⲛ) ή κούπταιον (ⲕⲩⲡⲧⲁⲓⲟⲛ), τον Αιγύπτιο δηλαδή. Όχι, δεν είναι... αρχαία. Είναι πολύ πιο αρχαία. Τα βρίσκουμε ήδη στη Γραμμική Β΄. Ορίστε τα πουλάκια μας: Τι ’ν’ αυτά; Ελληνικά είναι λέμε: a-ku-pi-ti-jo. Αλλά ελληνικά μαϊμού. Διότι άμα τα ξύσεις λίγο, την επιφάνεια, αιγυπτιακά βρίσκεις από κάτω. Hut-ka-Ptah. Εντάξει. Το χοντρύναμε τώρα το παιχνίδι, αλλά τι να κάνουμε, έτσι είναι αυτά τα πράματα. Hut-ka-Ptah, δηλαδή ο Ναός Κα τού Πτα. Επί το αναλυτικότερον, ο Nαός που κατοικούσε το πνεύμα Κα του θεού Πτα. Το ’χουμε; Α, μπράβο. Τι να γίνει. Κάπως έτσι το ακούγαν οι αρχαίοι ημών και μόνο έτσι στρογγυλεμένο κατάφερναν να το προφέρουν αυτό το Hut-ka-Ptah: Αίγυπτος. Μάλιστα φίλε μου. Μεγάλο μέρος η Αίγυπτος. Και ποιοι δεν περάσαν από κει. Με πρώτο και καλύτερο τον ημέτερον Αλέξανδρο. Που πήγε κι έχτισε την ...

Πλακούς

Πλακόεις. Από κει προέρχεται. Πλακόεις, ασυναίρετο, πλακούς συνηρημένο. Ο πλακούντας. Δηλαδή το πλατύ ζυμαρικό. Ή το πλατύ γλυκό. Ή το πλατύ γουοτέβερ, ρε παιδί μου, πάντως πλατύ. Λατινικά placenta, η λιχουδιά σαν κεκάκι, σαν πίτα, πάνω σε πλάκα που ψηνόταν. Από το *plak-, την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ριζούλα για το επίπεδο, αυτό που δεν έχει εξογκώματα. Πλάκα και ταφόπλακα, και πλάκα του γραμμοφώνου κι έχει στομάχι πλάκα. Φλατ, επί το ελληνικότερον – flat ο επίπεδος, και flat το διαμέρισμα. Κι από κει και ο πλακούς, στο τοίχωμα της μήτρας, το στρογγυλό επίπεδο πράμα μεταξύ μαμάς και εμβρύου. Γλύκισμα, λοιπόν. Και πίτα. Και επίπεδο φαΐ γενικώς φτιαγμένο με μεγάλη τέχνη. Ό,τι θες μπορούσε να είναι ο πλακούς. Πρώτα πρώτα υπήρχε πλακίτης άρτος ήδη από την αρχαιότητα. Φυσικά. Καλά κατάλαβες. Η λαγάνα στ’ αρχαία. Λάγανα, λέει ο Ησύχιος, είδος πλακουνταρίου, από σεμιδάλεως εν ελαίω τηγανιζόμενον – είδες που καταλαβαινόμαστε; Που όμως δεν ήτανε ψωμάκι σκέτο. Είχε και βότανα, είχε καρυκεύματα, βάζαν...