Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ισθμός

Γενόμενος δὲ κατὰ τὸν Ἰσθμὸν μυκησαμένης τῆς περὶ τὸ Λέχαιον θαλάττης, οὗτος, εἶπεν, ὁ αὐχὴν τῆς γῆς τετμήσεται, μᾶλλον δὲ οὔ.

Έτσι γράφει ο Λούκιος Φλάβιος Φιλόστρατος. Ο Φιλόστρατος ο Αθηναίος – έτσι ήθελε να τον λένε. Ο εκ Λήμνου. Αν και ο Φώτιος, ο Πατριάρχης, αιώνες αργότερα, λέει ότι ήταν από την Τύρο. Τέλος πάντων, απ’ όπου κι αν ήταν, πήγε στη Ρώμη ο Φιλόστρατος, να σπουδάσει. Κι εκεί έκανε τις σωστές διασυνδέσεις ο νέος, με τους κατάλληλους σοφούς, μέχρι με την Ιουλία Δόμνα έκανε παρέα παρακαλώ, την αυτοκράτειρα, τη δεύτερη γυναίκα του Σεπτίμου Σεβήρου και μαμά τού Καρακάλα – από τη Συρία ήταν αυτή και λένε ότι είχε αραβικές ρίζες, η Ιουλία Δόμνα τώρα, και ήτανε διανοουμένη και φιλόσοφος ολκής, είπες τίποτα; έλυνε κι έδενε στη Ρώμη. Μάρε νόστρουμ σού λέω. Θα σου εξηγήσω αργότερα.

Κι έγραφε που λες αυτά τα πράματα στο βιβλίο του ο Φιλόστρατος, τα ’γραφε ότι τα είπε ο Απολλώνιος ο Τυανεύς. Ότι είχε λέει βρεθεί στο Λέχαιον, στον Ισθμό της Κορίνθου, για τον Απολλώνιο μιλάμε τώρα, είχε βρεθεί εκεί και είδε τον Ισθμό, και την είπε: οὗτος ὁ αὐχὴν τῆς γῆς τετμήσεται, μᾶλλον δὲ οὔ. Αυτός ο αυχένας γης θα κοπεί. Αλλά μπα.

Ναι φίλε μου. Έτσι είχε πει ο Απολλώνιος ο Τυανεύς. Ότι ο Ισθμός θα κοπεί. Αλλά δε θα κοπεί. Και τα ’γραφε ο Φιλόστρατος αυτά, και τώρα θα μου πεις ποιος δίνει σημασία στον Φιλόστρατο και ποιος στον Απολλώνιο, αλλά ήταν ένα ζήτημα αυτός ο Ισθμός. Παλιοζήτημα γιατί εκεί είχες λίγα μόλις χιλιομετράκια γης μεταξύ Κορινθιακού και Σαρωνικού, κι ερχόσουνα με το καράβι σου, κύριος εσύ, να πας απ τη μια θάλασσα στην άλλη, αλλά τέλειωνε η θάλασσα αιφνιδίως, και σου λέγαν γύρω γύρω θα πάτε κύριε, τι γύρω γύρω ρε παιδιά, είναι κάτι μερούλες ταξίδι, λυπούμεθα κύριε, αμάν ρε παιδιά, τον Κάβο Μαλιά, τον Ματαπά, λυπηθείτε μας, λυπούμεθα κύριε.

Και θέλοντας μη θέλοντας έκανες εσύ τη θυσία σου στον Ποσειδώνα, έκανες και την προσευχή σου, ό,τι μπορούσες έκανες, τάματα, τέλος πάντων, σκόρδα, φυλαχτά, ξεκίναγες να κάνεις τον γύρο της Πελοποννήσου, κι ό,τι κάτσει. Ναι, αλλά δουλειά είναι τώρα αυτή; Όχι βέβαια. Αναστάτωση είναι, και μεγάλη. Πολλά τα λεφτά, χοντρά συμφέροντα, φαίνεται ότι ο Περίανδρος ο Κορίνθιος, δεν πάει άλλο, είπε, σκάφτε το το ρημάδι, να το ανοίξουμε να περνάν τα καράβια, πόσο πια. Πλακώσαν οι παπάδες, τι λέτε Μεγαλειότατε, είναι του θεού η φύσις, αμαρτία να επέμβομε, ρε είστε καλά; κατεβάσαν αυτοί κόσμο, κάτι θεούσες, κάτι του ιερατείου, κάτι κολλητούς, κάτω τα χέρια απ’ τον Ισθμό, ντουντούκες, κακό, είδε ο Περίανδρος που δουλειά δε γινόταν, άλλαξε πλεύση.

Πιάνει και φκιάνει έναν δίολκο. Ένα πλακόστρωτο γερό, ν’ αντέχει. Πολλά τα λεφτά λέμε. Πήγαινες κι έδενες εσύ στο Λέχαιο, ή στις Κεγχρεές, εξαρτάται από πού ερχόσουνα, κι η σχετική υπερεσία σού το ξεφόρτωνε το καράβι, χαρτιά, σφραγίδες, δικαιολογητικά, κι ύστερα το ’παιρνες άδειο και πήγαινες κι άραζες εκεί που είναι σήμερα ο Ισθμός – στο έβγα ή το έμπα. Άλλη υπερεσία εκεί, σου το ξαρματώνανε, πανιά, κουπιά, κατάρτια, τζάντζαλα, μάντζαλα,  και στο φορτώναν το καράβι γδυτό φίλε μου πάνω στον ολκό, έτσι λεγόταν αυτός. Κι αυτόν τον ολκό μαζί με το καράβι το σέρναν  πάνω στον δίολκο που λέγαμε και τσουπ, νάτο το καράβι σου στην άλλη τη μεριά, και μαζί είχαν καταφτάσει και τα πράματα, ξαναρμάτωνες, ξαναφόρτωνες, κι έφευγες κύριος. Λίγο ελαφρύτερος, οικονομικώς ειπείν, αλλά κύριος. Θα τα πληρώναν οι καταναλωτές.

Πέρασαν τα χρόνια. Πολλά χρόνια. Από τον έβδομο αιώνα φτάσαμε στον τέταρτο. Δημήτριος ο Πολιορκητής, βασιλεύς της Ασίας, υιός του Αντιγόνου των Αντιγονιδών. Ανήρ επιφανής και πολύ τεχνολογικός τύπος, οι πόλεις ανά την οικουμένη το ’χουν να το λένε για τις πολιορκητικές του μηχανές και τις εφοδιαστικές τακτικές που επινόησε, είδε κι αυτός τον Ισθμό και του κακοφάνηκε.

– Αυτό εδώ τι το κοιτάμε και δεν το σκάβουμε ρε παιδιά;
– Να το σκάψουμε, Μεγαλειότατε.

Στέλνουνε μηχανικούς, στέλνουν και τοπογράφους, μετράν εδώ, μετράν εκεί, έρχονται φυσώντας, ξεφυσώντας.

– Δε γίνεται, Μεγαλειότατε.
– Γιατί ρε, τι έπαιξε;
– Γιατί Κορινθιακός και Σαρωνικός έχουν μεγάλη διαφορά το ύψος τους και άμα το ανοίξουμε το αυλάκι θα πλημμυρίσει το σύμπαν.
– Σοβαρά ρε παιδιά;
– Μετρήσαμε και ξαναμετρήσαμε, Μεγαλειότατε.

Την τύφλα τους είχαν μετρήσει. Λάθος τούς κάναν τους λογαριασμούς και βγάζαν άλλ’ αντ’ άλλων. Δεν το πήραν χαμπάρι το σφάλμα, τέλος πάντων, πάει το σχέδιο. Εγκαταλείφτηκε.

Περάσαν κι άλλοι αιώνες. Όλοι το χαρμάνιαζαν το μέρος. Πολλά τα λεφτά, πόσες φορές να το πούμε. Ο Ιούλιος Καίσαρας πρώτος και καλύτερος, αλλά πάει, τον φάγαν λάχανο και δεν επρόκαμε. Ο Καλιγούλας ύστερα, έφερε σοφούς απ’ το Μισίρι, την Αίγυπτο, ξέραν αυτοί από νερά κι από κανάλια, πάλι διαφορά στο ύψος ανάμεσα στις δυο θάλασσες μετρήσαν τα τζιμάνια και τα έργα ούτε που ξεκίνησαν. Ώσπου φτάσαμε στον Νέρωνα. Πρώτος αιώνας προ Χριστού. Τ’ απάνω κάτω. Αθλητικά, καλλιτεχνικά, και δημόσια έργα. Κι ήταν κι ελληνοκολλημένος ο Νέρων, σου λέει να σκάψουμε, ρε παιδιά, πώς θα γίνει. Έφερε έξι χιλιάδες Εβραίους δούλους από την Ιουδαία, απ τον πόλεμο που κάναν εκεί οι Ρωμαίοι, τον Ιουδαϊκό, κι ήρθε κι ο ίδιος με μυστρί και πηλοφόρι, να δώσει το καλό παράδειγμα, να θεμελιώσει το έργο. Αμ δε. Σκάψαν λιγάκι οι φουκαράδες οι Εβραίοι, τελειώσαν τα λεφτά, μπήκε στο μεταξύ ο Γάλβας στη Ρώμη, Νέρων τέλος. Εννιά Ιουνίου τού 68, μόλις εφτά χρόνια μετά την προφητεία του Απολλώνιου – έτσι μάς λέει ο Φιλόστρατος.

Ωραία. Τι κάνουμε τώρα; Τίποτα. Αραχτοί. Κάτι λένε πήγε να σκεφθεί ο Ηρώδης ο Αττικός, μπα, ούτε που ξεκίνησε. Κι ο επόμενος που του πέρασε απ’ το μυαλό ήταν πια οι Βενετοί. Δέκατος έβδομος αιώνας. Μετά που γκρέμισε ο Μοροζίνης τον Παρθενώνα, τους πέρασε, λέει, κι αυτονών απ’ το μυαλό, είχαν πάρει βλέπεις την Πελοπόννησο, ήτανε κι εμπόροι και καταλαβαίναν από κόστη, πολύ δεν ήθελε να το σκεφτούν. Ούτε κι αυτοί το ξεκινήσαν όμως.

Και φτάνουμε πού; Στον Καποδίστρια – πού αλλού. Φώναξε κάτι Γάλλους αυτός, για δείτε ρε παιδιά πόσο πάει το μαλλί, του ’παν κάτι νούμερα αστρονομικά, καράφλιασε ο Κυβερνήτης. Το νεαρό κράτος δεν είχε να πληρώσει ούτε τα χαρτιά για τα σχέδια. Το ζήτημα ξεχάστηκε. Και το ξανάπιασε ο Ζαΐμης – έφερε κάτι άλλους Γάλλους αυτός, εκείνοι χρεωκόπησαν, χρεωκοπήσαν κι οι τράπεζες που τους δανείζαν – ένα μπάχαλο. Και μετά αναλάβαν κάτι σούπερ δικοί μας, Εταιρεία της Διώρυγος της Κορίνθου και Συγγρός, και το τέλειωσαν. Επί Τρικούπη. Κι ύστερα, με το που γίναν τα εγκαίνια, αρχίσαν τα προβλήματα – όχι είναι στενό, όχι έγινε κατολίσθηση κι επέσε κάνας βράχος, όχι τα θαλάσσια τα ρεύματα, μέχρι που φτάσαν οι Γερμανοί. Τα κάναν σαν τα μούτρα τους αυτοί, και καθώς ερχόσαντε αλλά και καθώς πηγαίναν στην ευχή του θεού, πίσω στην πατρίδα τους: ανατίναξαν πρανή προηγουμένως, γκρεμίσαν τις γέφυρες, αδειάσαν μέσα στα νερά ό,τι μπορούσαν να πετάξουν, από ατμομηχανές μέχρι υλικό και σκουπίδια – το φράξαν το κανάλι. Το καθαρίσαν οι Αμερικάνοι το ’48. Το Μηχανικό τους.

Τι να το κάνεις; Σήμερα το ’χουμε και το βλέπουμε. Ειδυλλιακό μέρος. Ωραιότατον. Αλλά τα μεγάλα βαπόρια δε χωράν να περάσουν από κει, τα ’παμε αυτά. Μόνο τα μικρότερα καράβια, κι οι τουρίστες αποπάνω που τα κοιτάν, άσε που ο Ισθμός δεν είναι διάβα πλέον, κάποτε σταμάταγε και το ΚΤΕΛ εκεί και χτυπούσες και το καλαμάκι σου με το ψωμάκι καρφωμένο πάνω, και λεμόνι φυσικό – δεν είχε ακόμη λεμονοχυμό σε μπουκαλάκι πλαστικό, αυτή την αηδία που το παίζει λεμόνι, κι είχε και γλυκό σοκολάτα από το Καζινό δίπλα, γλυκά Καζινό Λουτρακίου, αγνά υλικά, τυλιχτά, μπακλαβάς, κοπεγχάγη, μαντολάτο, τη θυμάσαι τη σοκολατίτσα στο ασημόχαρτο, την παστούλα; μιλάμε μπουκιά και συχώριο.

Μεγάλα σήμερα τα βαπόρια και δε χωράνε λέμε. Γίνηκε και η Νέα Εθνική, έκλεισε το Καζινό, κι ο Απολλώνιος χαμογελά:

– Αφού σας τα ’πα εγώ, δε σας τα ’πα;


------------------------------

Φιλόστρατος, Dzielska, Τάσιος, Ιώσηπος, Α.Ε.ΔΙ.Κ, Διαδίκτυο.









Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.