Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πλακούς

Πλακόεις. Από κει προέρχεται. Πλακόεις, ασυναίρετο, πλακούς συνηρημένο. Ο πλακούντας. Δηλαδή το πλατύ ζυμαρικό. Ή το πλατύ γλυκό. Ή το πλατύ γουοτέβερ, ρε παιδί μου, πάντως πλατύ. Λατινικά placenta, η λιχουδιά σαν κεκάκι, σαν πίτα, πάνω σε πλάκα που ψηνόταν. Από το *plak-, την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ριζούλα για το επίπεδο, αυτό που δεν έχει εξογκώματα. Πλάκα και ταφόπλακα, και πλάκα του γραμμοφώνου κι έχει στομάχι πλάκα. Φλατ, επί το ελληνικότερον – flat ο επίπεδος, και flat το διαμέρισμα. Κι από κει και ο πλακούς, στο τοίχωμα της μήτρας, το στρογγυλό επίπεδο πράμα μεταξύ μαμάς και εμβρύου.

Γλύκισμα, λοιπόν. Και πίτα. Και επίπεδο φαΐ γενικώς φτιαγμένο με μεγάλη τέχνη. Ό,τι θες μπορούσε να είναι ο πλακούς. Πρώτα πρώτα υπήρχε πλακίτης άρτος ήδη από την αρχαιότητα. Φυσικά. Καλά κατάλαβες. Η λαγάνα στ’ αρχαία. Λάγανα, λέει ο Ησύχιος, είδος πλακουνταρίου, από σεμιδάλεως εν ελαίω τηγανιζόμενον – είδες που καταλαβαινόμαστε; Που όμως δεν ήτανε ψωμάκι σκέτο. Είχε και βότανα, είχε καρυκεύματα, βάζανε μέλι, βάζαν τυρί – ό,τι θέλαν βάζαν. Και το ψήναν πάνω σε θερμασμένες πλάκες. Κι απ’ τ’ αρχαία, πάμε στις βασιλόπιτες στην Ήπειρο – εντάξει, κάτι πολλούς αιώνες αργότερα, αλμυρές, με γέμιση κοτόπουλο, το ’ξερες; Ή με χοντροκομμένο κιμά αρνίσιο. Με χοιρινό, με πράσο, με αυγά – ό,τι να ’ναι λέμε. Ή βασιλόπιτα απ’ τη Λέσβο, πικάντικη, με τυρί, κανέλα, μοσχοκάρυδο και πιπερόριζα. Ακόμη και σήμερα, πάνω σε μαντεμένια πλάκα τα ψήνουν αυτά.

Και σακχαροπλακούς εις το Βυζάντιον, και πάστελλος ή πάστιλλος, που του τη λέγαν οι αντίπαλοί του του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, μετά τη μεταλαβιά, λέει, πήγαινε ο παππούλης και απεγεύετο παστίλλου, χτυπούσε κάνα γλυκούλι, κατάλαβες, να ’ρθει στα ίσα του. Σιγά το αμάρτημα, ρε παιδιά. Και στα μεσαιωνικά γλωσσάρια πλακόπιτα. Και ξανά πολύ πριν απ’ αυτά ο πλακούς ο τετυρωμένος του Αρτεμίδωρου του Ονειροκριτικού. Αμέ. Τετυρωμένος. Τυρόπιτα λέμε.

Εξ ου και πλακουντάριοι. Καλά, μιλάμε για πολύ επάγγελμα. Πιτάδες, δηλαδή. Φκιάναν ό,τι μπορείς να φανταστείς, επίπεδο, όλη μέρα το μαγειρεύαν, από βραδίς το ζύμωμα κι απ' τις πέντε το άναμμα του φούρνου, πέντε αξημέρωτα, γλυκό, αλμυρό, με γέμιση, πικάντικο, σπιρτόζικο, να γλείφεσαι, ρε παιδί μου, να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει. Πεινάω – πήδα. Κοφ’ τον λαιμό σου.

Με τέτοιους πήγε και τα ’βαλε ο σαλός, ο Συμεών. Έτσι μας λέει ο Λεόντιος Νεαπόλεως, ο Επίσκοπος – Νεάπολις ήταν η Λευκωσία της Κύπρου τον έβδομο αιώνα, κι αυτός έπιασε κι έγραψε για τον Ιωάννη τον Ελεήμονα και για τον Συμεών, τον δια Χριστόν σαλό – απ’ τα ελάχιστα κείμενα που βρήκαμε σε καθομιλούμενη ελληνική εκείνου του καιρού, που μετά μεταφράστηκαν και στα λατινικά και τα βρίσκουμε και στην Πατρολογία Γκρέκα.

Για τον Συμεών λοιπόν λέγαμε που πήγε κυριακάτικα στην εκκλησία καθώς ξεκινούσε η λειτουργία και πετροβόλαγε με καρύδια τον κοσμάκη και τον βγάλαν σηκωτό και στο έβγα λέει, αναποδογύρισε και τους πάγκους των πλακουντάριων και τον πλακώσανε στο ξύλο αυτοί και τον σακατέψαν, παραλίγο να τους μείνει στα χέρια. Τους έκανε τα φαγιά λίμπα, δεν έμεινε τίποτα όρθιο.

Τέτοιος ήταν αυτός. Απρόσμενος. Έκανε παλαβομάρες ξαφνικές και αναποδογύριζε τον κόσμο και μαζί και τα μυαλά των ανθρώπων, εκεί που το πράγμα νόμιζες ότι ήξερες πώς πάει, ερχόταν αυτός και το σύμπαν γινόταν άλλ’ αντ’ άλλων, αλλιώς, αλλά είχε τον σκοπό του ο σαλός, σκοπό Κυρίου, σε περνούσε στην άλλη μεριά κι αποχτούσες νέες πιθανότητες πια, έκανες επανεκκίνηση, ανοίγαν μάτια, σηκωνόταν η κουρτίνα.

Ερχόταν μια φορά ένας τέτοιος κατά πάνω μου στο ρέμα του Ποδονίφτη, εδώ, στην Αθήνα – είχα βγάλει το παιδί βόλτα, κι είχαμε κατέβει στον Ποδονίφτη, ιδέα που την είχα κι εγώ, κάτω, μέσα στο ρέμα, νεράκια, καλάμια, πετρούλες, σκουπίδια, και το παίζαμε μικροί εξερευνητές, περιπέτεια κι έτσι, απογευματάκι καλοκαιρινό, ήταν δεν ήταν πέντε χρονώ ο μικρός, κι εκεί που περπατούσαμε στις καλαμιές, νάσου ο σαλός να ’ρχεται κατά πάνω μας, χοροπήδαγε από πέτρα σε πέτρα σαν κατσίκι κι απήγγελλε στίχους, λαχανιασμένος, αλλούτερος, παρανάλωμα, κι αντηχούσαν οι πλαγιές, αφιερωμένος στους στίχους, κραυγές, ουρλιαχτά, βροντές, κι εγώ τον κοίταζα αποσβολωμένος, λέω πάει, αυτό ήταν, τι θα κάνω, το παιδί! και βγάνει αυτός ένα ουρλιαχτό αφρισμένο, μη φοβάστε κύριε, κι εγώ να σφίγγω τον μικρό παραλυμένος και να σκέφτομαι ούτε ξέρω τι σκεφτόμουνα, αλλά δες τώρα: μόνο εγώ φοβήθηκα, το παιδί τίποτα, μια χαρά κανονικά τα βρήκε όλα, και πέρασε ο σαλός ουρλιάζοντας και χτυπιόντας, σαν ρόλος θεατρικός που ξέφυγε, και χάθηκε ανάμεσα στις καλαμιές, κι εμείς συνεχίσαμε ν’ ακούμε τα ουρλιαχτά, κι εγώ μετά κατάλαβα ότι ακόμα έσφιγγα το παιδί, εξ αρχής άνευ λόγου, μια χαρά ήταν αυτός και με κοίταζε απορημένος, σου λέει τι με σφίγγει αυτός εδώ, τι έπαθε;

Προστάτης των κουκλοπαιχτών είναι ο Συμεών, ο δια Χριστόν σαλός, και των ψυχικώς πασχόντων, που σου άνοιγε την πόρτα και περνούσες αλλού, στίχους λένε αυτοί και κάνουν άλλα, έχεις ποτέ βρεθεί μια ανάσα από ηθοποιό; σου φαίνεται πως χάνεις τον κόσμο, μεταβαίνεις, αλλά μην ξεχαστείς κι αντιδράσεις  να τον ελέγξεις τον εαυτό σου, να μη φοβηθείς, ούτε να βγάλεις απόφαση, δεν έχεις λόγο, αυτό κάνει αυτός, αυτός είναι, άστο κι όπου σε βγάλει, μην τρομάζεις. Τρομάζεις δηλαδή, αλλά δεν πειράζει, δεν κινδυνεύεις. Άκουγε και μη φοβάσαι.

Άγιοι άνθρωποι. Δε βλέπεις τα παιδιά; Δεν τρομάζουνε με δαύτους.


---------------------------------

Του Συμεών του δια Χριστόν σαλού για τους Καθολικούς σήμερα πρώτη Ιουλίου. Για τους Ορθόδοξους στις 21 Ιουνίου, μαζί με τον κολλητό του, τον Άγιο Ιωάννη της Εδέσσης.

---------------------------------

Πηγές: Κούβελας, Ησύχιος, Κουκουλές, Λουκάτος, Κουτούκη, Krueger, Γκουγκλ.








Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.