Ο Ηλίας τού Ηλία μάς κάνει Ηλία Ηλιού. Το ’ξερες αυτό το πράμα; Παλιά έτσι γινόταν, ο Ηλίας, τού Ηλιού, όχι του Ηλία. Και γινόσουν πολιτικός, νέστωρ της παρατάξεώς σου, και τραβούσες το καράβι να περάσει από τις συμπληγάδες, ένθεν κακείθεν, μια η Σκύλλα, μια η Χάρυβδη, κι έλεγες, Παναγία μου, δε θα βγούμε γεροί απ’ αυτό το τραμπάκουλο.
Ναι. Δύσκολα χρόνια. Αλλά έτσι είναι οι Ηλίες. Στα δύσκολα. Κάνουνε περάσματα, όποτε χρειάζεται. Τότε, ας πούμε, που ο Αχαάβ φαγώθηκε να του πάρει το κτήμα τού Ναβουθαί, την ξέρεις αυτή την ιστορία; Α, χάνεις. Ο Αχαάβ ήταν ο βασιλιάς τού Ισραήλ, του Βορείου, δηλαδή, γιατί τότε είχε Βόρειο και Νότιο. Ισραήλ λεγόταν το Βόρειο πράμα και Ιούδας το Νότιο. Ξεχωριστά βασίλεια. Τώρα μη ρωτήσεις γιατί και πώς – δυσκολίες, στριφνοί νόμοι, φορολογικά – τέλος πάντων έπαιζε Βόρειοι και Νότιοι. Βασιλιάς των Βορείων λοιπόν ο Αχαάβ κι είχε το ανάκτορό του στην πρωτεύουσά του, τη Σαμάρεια, αλλά μου ’θελε και μια ανακτοράρα δεύτερη ακόμη βορειότερα, στην Ιεζράελ, το ’χε φτιάξει σε μέρος κούκλα, επόπτευε όλη την περιοχή, μιλάμε δεν περνούσε τίποτα να μην το δουν οι δικοί του. Κι έφτιαξε μέχρι μόνιμες εγκαταστάσεις για άρματα και ιππικό. Και διπλά τείχη. Άμα κινδύνευε το έξω τείχος, τρέχαν και γεμίζαν το κενό ανάμεσα στο έξω και το μέσα, το γεμίζαν με πέτρες. Άντε τώρα να το περάσεις εσύ με τους πολιορκητικούς σου κριούς. Έτρωγες τα μούτρα σου.
Τι λέγαμε λοιπόν; Α ναι. Για τον Αχαάβ. Αυτός λοιπόν ο τύπος είχε πάρει γυναίκα του μια Ιεζάβελ, έτσι λεγότανε αυτή, από σπίτι, με γαλλικά και πιάνο, αλλά δεν ήταν Ισραηλίτισσα η δικιά σου, εδώ να δεις γλέντια. Ήτανε απ’ τη Σιδώνα. Λίβανος σήμερα. Κόρη του Ιθοβαάλ Α΄ της Τύρου. Βέβαια. Σου λέει να ’χουμε καλές σχέσεις με τους γειτόνοι, να ’χουμε τα νώτα μας φυλαγμένα και την υπόθεση τακτοποιημένη. Λογικό. Βασιλιάδες ήταν οι ανθρώποι – εδώ αυτά τα κάνουν και κοινοί θνητοί για ένα ρετιρέ. Εν πάση περιπτώσει, αλλού είναι το θέμα μας: η μικρά ήτο ειδωλολάτρισσα. Μάλιστα. Κάτι Βάαλ, κάτι Αστάρτες, εντάξει, ο καθείς με τα γούστα του, αλλά τότε δεν έπαιζε έτσι το πράμα, διότι, καλά, μην περιμένεις και τίποτε ακρίβειες, δεν τα ’χουμε τα βιβλία του ληξιαρχείου, έχουν χαθεί, πάντως βρισκόμαστε μετά το 874 και πριν το 850. Εμ βέβαια προ Χριστού, τι λέμε τώρα. Είναι ο καιρός που από δω μεριά, Μινωίτες και Μυκηναίοι έχουν εκλείψει, μεγάλη σκοτεινιά και ησυχία, οι δικοί μας ζαχαρώνουν τα κολυβογράμματα των Φοινίκων και σκέφτονται μήπως τα χρησιμοποιήσουν κι αυτοί, και σε μια μεριά ο Όμηρος σκαρώνει τα έπη του —αν υπήρξε και Όμηρος— άλλη μεγάλη συζήτηση, άστο.
Πού ήμασταν; Α ναι. Που είχε ζαλικωθεί την Ιεζάβελ ο Αχαάβ, κι αυτή είχε κουβαλήσει όλη την αυλή της, ιερείς και τέρατα, και δώστου λιτανείες και δώστου λατρείες, όλην ώρα αυτή η δουλειά γινόταν. Και περνάει μια μέρα ο Ηλίας από κει και λέει σα δε ντρέπεστε ξεφτιλισμένοι, πώς μιλάς έτσι, και τίνος είσ’ εσύ, μιλάμε παρεξήγηση χοντρή, ακούτε δω, λέει ο Ηλίας, πάρτε από ’να ωραίο ωραίο μοσχάρι, φτιάχτε δυο βωμούς ωραιότατους, με ξύλα έτοιμα ν’ ανάψουν, κι απάνω το ’να μοσχάρι στον δικό σας και το άλλο στον δικό μου, και ορίστε: ζητήστε από τον χαζοθεό σας να σας την ανάψει την πυρά να φάμε. Είστε; Ήσαντε. Πλακώνουν τετρακόσιοι πενήντα ιερείς τού Βάαλ —δεν τους λες και λίγους— κι άλλοι τετρακόσιοι της Αστάρτης, αρχινάν εκεί τα ξόρκια, τα μαγικά, τον χορό της φωτιάς – τίποτα τα ξύλα. Δεν ανάβαν τα ρημάδια. Αφού στο τέλος αρχίσαν οι ιερείς τα χαρακίρια τους – κοβόσαντε κι έτρεχε το αίμα, μπας και φιλοτιμηθεί ο Βάαλ, αλλά μπα. Ούτε φωνή, ούτ’ ακρόαση. Τελειώσατε; τους προγκάει ο Ηλίας. Τι να απαντήσουν αυτοί, τα ’χανε παίξει, είχε έρθει απόγευμα πια και προκοπή δε γινόταν, άντε ρε παρακεί, κάνει αυτός, πάει στον δικό του τον βωμό, και βγάζει μια φωνάρα που την άκουσε το σύμπαν, κραυγή, ορμάει η εξ ουρανού φωτιά, μιλάμε δεν έμεινε τίποτα, τα ξύλα καήκαν με μιας, ως κι οι πέτρες και το χώμα – καλά, μοσχάρι ξέχνα το, δεν έμεινε ούτε για δείγμα, εξατμίστηκε. Είδατε πώς γίνεται, γατάκια; Και πιάνουνε που λες ο λαός τον συρφετό, τους ιερείς και καλά, για ελάτε δω εσείς, και τους πάνε στον χείμαρρο Κισσών και τους περάσαν λεπίδι όλους, δεν έμεινε ρουθούνι.
Μα γιατί τα λέμε όλ’ αυτά; Α, ναι μωρέ. Για τον Αχαάβ που λύσσαξε να βάλει χέρι στο κτήμα του Ναβουθαί λέγαμε. Ναι. Διότι δες τώρα τι γινόταν: είχε που λες ο Αχαάβ την παλατάρα του στην Ιεζράελ, τη βόρεια πόλη που λέγαμε, κι είχε κι ο φουκαράς ο Ναβουθαί ένα αμπέλι και συνόρευε το αμπέλι με το βασιλικόν παλάτιον. Του καρφώνεται λοιπόν του Αχαάβ ότι το θέλει αυτό το κτηματίδιον να το κάνει λαχανόκηπο. Βρε φύγε θα σου δώσω ένα καλύτερο, όχι. Βρε φύγε θα σε πλερώσω, όχι. Με τίποτα. Είχε μουλαρώσει ο Ναβουθαί. Πω πω επιμονή. Φαρμακώθηκε ο Αχαάβ, γύρισε στην παλατάρα κι έπεσε στο κρεβάτι. Ούτε να φάει, ούτε να πιεί. Τι γίνεται ρε παιδάκι μου, ρώτησε η Ιεζάβελ η γυναίκα του, άσε δεν ξέρεις εσύ, γιατί, τι ’μαι ’γω, ξένη; αμ ξένη είσαι, είπε απομέσα του αυτός, κι απέξω του της ξεφουρνίζει την ιστορία, δε μου δίνει το παλιάμπελο ο στριμμένος.
Δες όμως τώρα ένα πράμα, γιατί η υπόθεση έχει μπακγκράουντ. Στριμμένος ξεστριμμένος, ο Ναβουθαί είχε πάτημα. Δεν ήταν κάνας σαχλαμάρας. Ήταν στον νόμο το θέμα. Η γη δεν είναι των ανθρώπων, φίλε. Είναι του θεού. Και δεν επιτρέπεται να περνάει από χέρια σε χέρια. Επ’ ουδενί. Είναι αυτουνού που τη φροντίζει, δε γίνεται να πουληθεί, κι ακόμη και να πουληθεί για χρέη, μπορεί να ’ρθεί ο συγγενής του πωλητή και να την απαιτήσει. Φέρτην πίσω κύριε. Κι ακόμα κι αν δεν υπάρξει συγγενής και δεν τη ζητήσει κανείς, στα πενήντα χρόνια επιστρέφει στον αρχικό κάτοχο. Μάλιστα. Τέτοιους νόμους είχαν τότε. Δεν ήταν τίποτε άμαθοι. Σου λέει άμα τ’ αφήσουμε ξέφραγο, ποιος θα σταματήσει τον κάθε εκατομμυριούχο να μαζεύει χωραφάκια; Κανείς. Από μόνη της η πρόταση του βασιλιά έμπαζε από χίλιες μεριές. Δεν τον ξέρεις τον νόμο ρε βασιλεύ; Πώς μου ζητάς τη γη του θεού;
Ποιος το ’λυσε το θέμα; Η καλή σου Ιεζάβελ με τ’ όνομα. Καλά, αυτές οι πρακτικές είναι από την καταγωγή του ανθρώπου.
– Κηρύσσω νηστεία. Μην τρώτε, μην πίνετε.
– Γιατί μωρέ Μεγαλειοτάτη; Τι συνέβη;
– Αίσχος. Δεινά. Πρέπει να καθαρθούμε.
– Θα μας πεις τι έγινε;
– Το κάθαρμα.
– Ποιος καλέ;
– Το κτήνος ο Ναβουθαί.
– Τι έκανε;
– Ύβρισε τα θεία και τον βασιλέα.
Απόμειναν οι αθρώποι βουβοί. Θεία και βασιλέα δεν έβριζες διότι σε παίρναν με τις πέτρες. Νόμος.
– Είστε βεβαία, Μεγαλειοτάτη;
– Τώρα παίζουμε; Ορίστε. Αυτοί εδώ οι άνθρωποι ήταν μπροστά.
Εμφανίστηκαν και δυο σκουπίδια και τ’ ορκίστηκαν, ότι ο Ναβουθαί είχε υβρίσει, οπότε, είπαμε, αυτά τότε ήταν συνοπτικές διαδικασίες, αυτόματες, σε παίρναν σηκωτό και τέλος.
Τρελάθηκε ο Αχαάβ. Έσκισε τα ρούχα του. Μιλάμε τότε φοράγαν και ρόμπες και μανδύες και στολίδια – όλα τα ’σκισε. Τι έκανες μωρή παραλοϊσμένη. Πήγε και βρήκε κι ένα τσουβάλι και το φόρεσε, να του περάσει ο καημός. Αλλά πήγε κιόλας ο δικός σου στο αμπέλι τού πετροβολημένου και εγκαταστάθηκε – έριξε και μια μαντρούλα που το χώριζε από το παλάτι και του ’κοβε τη θέα, σου λέει τι να κάνω τώρα, άλλος τον έφαγε τον ανθρωπάκο, εγώ τι φταίω.
Αμ δε. Έρχεται Κύριος και την ψιθυρίζει στον Ηλία. Το και το. Να πας να του πεις τι θα πάθει, θα τον σκίσω. Δεν έχασε στιγμή ο προφήτης. Σηκώνεται, όπως ήταν, πάει, και τον βρίσκει τον Αχαάβ μέσα στο αμπελάκι να κάνει μερεμέτια.
– Εκεί που τα σκυλιά έγλυψαν το αίμα του Ναβουθαί, εκεί θα γλύψουν και το δικό σου το αίμα, κι οι πόρνες θα λουστούν στο αίμα σου. Κι αυτήν τη δικιά σου, την Ιεζάβελ, θα τη φάνε τα σκυλιά μπροστά στο τείχος. Και θα σου εξολοθρεύσει την οικογένεια ο Κύριος, κι όποιος από την οικογένειά σου πεθάνει στην πόλη θα τον φάνε τα σκυλιά κι όποιος πεθάνει στους αγρούς θα τον φάνε τα όρνεα.
Μανούλα μου. Σταράτες κουβέντες. Ε, τώρα πια ο Αχαάβ ήξερε τι να κάνει. Ξανάσκισε τα ρούχα του και να σου τον πάλι να φοράει τον σάκο και να θρηνεί. Κλάμα και των γονέων. Αλλά επειδής είχε νηστέψει και είχε πενθήσει τον καημένο τον Ναβουθαί, ο Κύριος ανέβαλε την εκτέλεση της ποινής.
– Δε θα καταστρέψω την οικογένειά του στις μέρες του, αλλά στις μέρες του γιου του.
Εντάξει. Είναι κι αυτό μια κάποια λύσις. Κι έτσι έγινε. Αυτός ο Αχαάβ πήγε στον πόλεμο με σύμμαχο τον Ιωσαφάτ, τον βασιλέα τού Ιούδα, τους άλλους δηλαδή Ισραηλίτες, τους Νότιους. Πήγαν και βάδισαν εναντίον του βασιλιά των Συρίων. Και τι κάνει λοιπόν ο δικός σου – δεν είχε το θεό του ο άτιμος. Ψήνει τον Ιωσαφάτ να φορέσει τα δικά του τα ρούχα τα λαμπρά, κι αυτός πάει στη μάχη σαν απλός φαντάρος. Αλλά οι προφητείες είναι προφητείες. Τον Ιωσαφάτ τον πιάσαν οι Σύριοι αλλά τον είδαν που ήταν μαϊμού και τον απολύσαν. Κι ο δικός μας τρώει ένα βέλος αδέσποτο, έτσι, κατά λάθος, και μέχρι να τελειώσει η μάχη, τέλειωσε κι αυτός, διότι αιμορραγούσε ακατάσχετα, και το πήραν το πτώμα του και το φέραν στη Σαμάρεια, την πρωτεύουσα, και πλύναν το άρμα του μέσα στα αίματα να το καθαρίσουν, και πήγαν τα σκυλιά και γλύφαν το αίμα του κι οι πόρνες λουζόσαντε στο νερό της πηγής, όπως του τα ’χε πει ο Ηλίας, έτσι γίνηκαν.
Κι άλλα είχε πει αυτός ο Ηλίας, εικοσπέντε χρόνια έλεγε κι έλεγε ο στόμας του, και όλα βγήκαν κατά πώς τα είπε, ό,τι είπε, και καθώς τότε η προφητεία ήτο άθλημα διαδεδομένο, ο Μαλαχίας είχε πει ότι ο Θεός υποσχέθηκε να στείλει τον Ηλία πριν έρθει η μέρα του Κυρίου, και το λέει και ο Λουκάς, ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής θα προηγηθεί του Μεσσία, αλλά θα είναι ωσεί Ηλίας – θα ’χει το προφητικό πνεύμα και τη δύναμη εκείνου. Και στο όρος της Μεταμορφώσεως, ποιος ήταν μαζί με τον Κύριο και τον Μωυσή; Έλα τώρα, κάνεις πως δεν ξέρεις. Ο Ηλίας. Ποιος άλλος. Είναι ύποπτη περίπτωση. Ένα πράμα μόνο θα σου πω. Δεν πέθανε. Όταν ήρθε η ώρα του, έστειλεν ο Κύριος άρμα φλεγόμενον και άλογα πύρινα, και τον πήρε και τον ανέβασε στους ουρανούς. Οπότε, πες μου τώρα εσύ πού είναι. Παντού. Ντεζά βου. Ποιος είναι ποιος.
Όχι μωρέ, τι ήλιος και παρετυμολογίες μάντολες. Ηλίας. Εβρέικα. Ελιγιάχου, δηλαδή אֵלִיָּהוּ, δηλαδή θεός μου ο Γιαχβέ. Αυτό θα πει τ’ όνομά του. Ηλίας από τη Θέσβη, δυτικά του Ιορδάνη. Ο Θεσβίτης. Και τον έχουν και τον αγαπάνε πάντες άπαντες, χριστιανοί, μουσουλμάνοι – οι εβραίοι μάλιστα, έρχεται και ξανάρχεται, σου λέει, οπότε στο Σεντέρ Πεσάχ τον περιμένουν, άκου τι κάνουν, κρύβουν για τα παιδιά το ψωμάκι, το αφικομάν, το επίκωμον, το επιδόρπιο δηλαδή, να τα πιάνει αυτά ο ενθουσιασμός να ψάχνουν να το βρουν να το φάνε, και για τον προφήτη βάζουν ένα ποτηράκι κρασί. Κι ανοίγουν και την πόρτα να βρει ανοιχτά να ’ρθεί κι αυτός να κάτσει.
Παιδιά κι αγίους να ’χεις στο τραπέζι σου. Τι άλλο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου