Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σάντουιτς

Τέθηκε ένα ερώτημα χθες σ’ αυτήν τη στήλη. Ένα από κείνα τα ερωτήματα που τίθενται συχνά: «Δεν είναι σωστό αντί vibes να λέμε περιρρέουσα ατμόσφαιρα;» Προφανώς το υπόβαθρο του ερωτήματος είναι: «δεν είναι σωστό να φτιάχνουμε ελληνικής καταγωγής λέξεις αντί να δανειζόμαστε»;

Άλλοι απαντήσαμε έτσι, άλλοι αλλιώς, άλλοι υπέβαλαν προτάσεις, κι εγώ θα ήθελα να επισημάνω δύο από τις απαντήσεις που, κατά τη γνώμη μου αποτελούν σκαλιά για τους συλλογισμούς που θα ακολουθήσουν.

Στο πλαίσιο της προσπάθειας να εξευρεθεί ελληνογενής λύση, ένα μέλος προτείνει: «Vibes απ’ το vibration. “Δονήσεις” λοιπόν».

Ας το δούμε προσεκτικότερα: δονώ δεν είναι... ελληνικά. Την καταγωγή της λέξης την αναζητούμε στα πελασγικά σκότη. Είναι προελληνική. Η δε δόνηση, αυτή κι αν δεν είναι. Πρόκειται για μεταφραστικό δάνειο από τα γαλλικά: vibration. Κι ακόμη: «vibes» από «vibration(s)»; Μα είναι συγκεκομμένο. Δε θα ήταν πιο ταιριαστό να πούμε «δόνες» και όχι «δονήσεις»;

Αστειεύομαι, βεβαίως – ελπίζω να μου επιτραπεί. Όμως προσπαθώ να δείξω ότι ο λόγος που δανειζόμαστε το βάιμπς είναι ότι το πραγματικό μας πρόβλημα δεν είναι λεξιπλαστικό.

Ο πραγματικός λόγος να κάνεις δική σου μια λέξη ξένης καταγωγής, είναι ότι γι’ αυτή η λέξη υπάρχει ήδη συναίνεση τι ακριβώς σημαίνει. Δεν την δανείζεσαι για να ξεχάσεις τη γλώσσα σου, αλλά για να την πλουτίσεις. Γιατί εσύ δεν έχεις στη γλώσσα σου κάτι που προσυνεννοημένα σημαίνει το ίδιο. Και γιατί η δική σου γλώσσα δεν λειτουργεί έτσι. Ποιες δονήσεις και ποιες δόνες. Έτσι θα λέμε και τις σεισμικές; δόνες θα τις λέμε; 

Στην πραγματικότητα δεν δανείζεσαι απλώς τη λέξη. Δανείζεσαι λέξη και νοηματικό χώρο μαζί, γιατί έτσι σταθεροποιείς στη σκέψη σου το απολύτως συγκεκριμένο νόημα. Αρχίζεις να σκέφτεσαι και μ’ αυτό.

Εις επίρρωσιν θα επικαλεστώ το ακριβέστατο σχόλιο άλλου μέλους: «Έτσι κι αλλιώς τα vibes είναι κάτι ανύπαρκτο, οπότε δεν χρειάζεται να το λέμε καθόλου. Είναι κάτι του συρμού. Εμείς το 60, 70 , 80 ίσως και 90 δεν το είχαμε καθόλου...»

Δεν θα συμφωνήσω με τον φίλο ότι είναι κάτι ανύπαρκτο. Αλλά θα συμφωνήσω αναφανδόν μαζί του ότι αυτό που δανειζόμαστε με τη λέξη, ήταν απροσδιόριστο πριν την δανειστούμε. Ο ίδιος το λέει με μεγάλη ακρίβεια: εδώ και δεκαετίες εμείς δεν σκεφτόμασταν βάιμπς. Κι εμείς συμπληρώνουμε: φυσικά. Η σκέψη μας άρχισε να τα χρειάζεται μόνον όταν μετέχοντας σε κάτι πολιτισμικά διαφορετικό, δημιουργήθηκε και σε μάς η ανάγκη της νέας έννοιας, οπότε μαζί ήρθε και το δανειάκι για να την καλύψει άμεσα: βάιμπς.

Είναι βέβαιο ότι θα το χρησιμοποιήσουμε όπως οι δανειστές; Άλλη μεγάλη ιστορία αυτή. Καθόλου, είναι η απάντηση. Εμείς λέμε γκολ μόνο αυτό που μπαίνει στα δίχτυα, αλλά οι δανειστές λένε και τον σκοπό, τη φιλοδοξία, λένε το αντικείμενο του πόθου, εκατό πράματα λένε. Δεν τα δανειστήκαμε όλα. Εμείς λέμε πόρτα μόνο εκείνη του σπιτιού, αλλά οι δανειστές λένε και την Πύλη στις οχυρώσεις: Porta Nuova. Να το δούμε κι από την πλευρά του δανείζοντος; Άστο καλύτερα. Ας μη μπούμε σε λεπτομέρειες, τι εννοούν οι δανειζόμενοι ως critical, τι ως empathy και τι ως polymath.

Θα λέγαμε λοιπόν: δεν υπάρχει κανένας λόγος να δανειστώ τη λέξη καρ για το αυτοκίνητό μου. Είναι απλούστατη, είναι εύχρηστη, αλλά έχω ήδη μια χαρά λέξη που σημαίνει ακριβώς αυτό. Δεν έχω λόγο να μπω σε περιπέτειες. Αλλά υπάρχει πολύ σημαντικός λόγος να δανειστώ τη λέξη για το ψωμάκι πάνω, ψωμάκι κάτω, και το κάτι τις στη μέση, έτσι για τη λιγούρα, να μπορείς να το τυλίξεις στο αλουμινόχαρτο, να το βάλεις στην τσάντα τού παιδιού στο σχολείο, να το πάρεις στην παραλία, να το φτιάξεις ακόμα και στο σπίτι, κι ανάλογα πόσο πεινάς, να το παραγεμίσεις με χίλιων λογιών καλούδια. Και πού ’σαι: βάλε και λίγη σος μαγιονέζα. Όχι πακέτο. Εδώ θα το φάω.

Άν είναι να πρέπει να κατασκευάσω μια λεξούλα για να τα εννοήσω όλα αυτά, ας μείνω νηστικός. Δεν μπήκαν σ’ αυτόν τον κόπο ούτε οι ίδιοι οι δανειστές. Χαζοί είναι; Βάλαν τ’ όνομα του τύπου που το σκέφτηκε, John Montagu, 4th Earl of Sandwich, και καθάρισαν: σάντουιτς, κύριε. Πράγμα που ήταν και ο σκοπός τού κόμη: να φας, όχι να μπεις σε περιπέτειες.

Εγώ γιατί να μην πάρω τη λεξούλα έτοιμη;



---------------------------------

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην γλωσσική ομάδα Μιλάμε σωστά... Γράφουμε σωστά... στο Φέισμπουκ. Η εικόνα εκλάπη από την Βικιπαίδεια.









Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.