Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μαρκέλλα


Αυτό τώρα, ούτε ξέρω πώς να σου το πω.

Βράχια. Βράχια που πηδάς απ’ το ’να στ’ άλλο, κορίτσι πράμα, κυνηγημένη, κατηφορίζοντας στη θάλασσα, τρέχοντας το σούρουπο, αλαφιασμένη την πλαγιά, μια πηδηξιά κάτω, στέκεσαι καλά, σιγουρεύεσαι, το μάτι ταχύ, να βρει πάτημα, οριζόντια πιο κει, πάνω απ’ τα κύρταμα και τα σχινάρια, αποκάτω το επόμενο, πηδάς, όχι από δω, ανεβαίνεις το άλλο, κοντύτερα, πάνω απ’ το μικρό κενό, προσγειώνεσαι, και πάλι προς τα κάτω μία, αγκάθια στο ρούχο, άλλη μία, στέκεσαι μια στιγμή να κάνεις λογαριασμό – ανέβηκα, κατέβηκα, ν’ ανασάνεις, κοιτάς μια πίσω αν έρχεται – ο πατέρας σου σε πόθησε, έρχεται και σε θέλει.

Σαν κατσίκι. Πάντα σούρουπο είναι εκεί. Ο ήλιος δύει απέναντί σου, τα νερά παιχνιδίζουν και το φως πορτοκαλί, τα βράχια καίνε, όλη μέρα, καίνε κι ας μην τα καίει ο ήλιος πια. Γυμνή η πατούσα να πατάς καλά, να ξέρεις τι σε περιμένει. Θάλασσα ανυποψίαστη, μπλε, πόσιμη, δεν απέχεις και πολύ, αλλά χρόνο δεν έχεις.

Ακούς τη βαριανάσα από μακριά, πατάει με τα ποδήματά του βαρύς στα βράχια τα ίδια, εκεί που πάτησες κι εσύ, κι αυτός από βράχο σε βράχο. Άλλο πάτημα. Άλλος ήχος. Να σε προλάβει. Δω κι εκεί. Μια στιγμή μονάχα σκέφτεσαι και μετά ορμάει ο φόβος βογγητός, υλικός – τι να σκεφτείς; ξαναπηδάς. Πιο κάτω βράχος. Και ξανά. Και ξανά. Κι εκείνος όλο πλησιάζει.

Χύνεσαι στα βάτα, μες την αγκαθιά, στο θάμνο τον φουντωμένο. Καρφώνεσαι και σχίζεσαι – αγκάθια καλύτερα. Το νου σου στο λαχάνιασμα, να το πνίξεις παλεύεις – δε λογίζεις πόνο, το λαχάνιασμα σε νοιάζει, μην ακούσει πού είσαι. Το λαχάνιασμα.

Εκεί πιο πέρα κοντανασαίνει αυτός βαριά και κοιτάει δεξιά αριστερά, πού πήγες, πού του ξέφυγες, το στήθος του μουσκίδι στον ιδρώτα, γυαλίζει, ακίνητη, τι να πεις και ποιος ν ακούσει, αυτός ρωτάει τον βοσκό.

Και κειός σε δείχνει, χωρίς μιλιά, σηκώνει το χέρι του και σε δείχνει, εκεί που είσαι κουρνιασμένη, τώρα τα βήματά του κοντινά, κι ύστερα ο καπνός. Λαμπάδιασμα. Κάψιμο. Ζέστα. Έχει βάλει φωτιά, πώς κυνηγάν τα ζωντανά, πώς τα πιάνουν, τα βάτα έχουν αρπάξει κι ο καπνός σε πνίγει.

Πετάγεσαι, αλαφιασμένη, από την άλλη τη μεριά, πηδάς στον αποκάτω βράχο κι από κει στον αποκάτω και ξανά δίπλα και ξανά κάτω, τα βαριά ποδήματα πίσω σου κι ύστερα το κάψιμο. Σα σφήκας. Σε τόξεψε. Σου ’ριξε βέλος και σε κάρφωσε. Όπως τα λάφια. Έχεις φτάσει κοντά στη θάλασσα κι ο βράχος σιγολούζεται – κανείς; Κανείς κάτι να κάνει.

Η πέτρα, να, ακούει κι ανοίγει διάπλατη, ορμάς και μπαίνεις και κλείνει αυτή μεμιάς, δε μπορεί πια να σε αγγίξει ο πατέρας, μπορεί όμως να σε κόψει, μισή μέσα και μισή έξω, κατεβαίνει η σπαθιά σού κόβει τα βυζιά σου. Στην πέτρα κλεισμένη. Μισή μέσα μισή έξω. Κάνει τα πετάει τα βυζιά σου πέρα, στο βουνό αυτός, απάνω, στην πλαγιά που καίει, στον ήλιο τον πορτοκαλί.

Βρυχάται, ξανασηκώνει το σπαθί, στο λαιμό σου βαρύ και κόβει γρήγορα – με μία. Αφρισμένος κρατάει το κεφάλι απ’ τα μαλλάκια και το πετάει στη θάλασσα, να τσούξει το αλάτι, η θάλασσα λικνίζεται, το κεφάλι πλέει στα βράχια, απλώνεται το αίμα σου κι ο ήλιος.

Έχεις διαβεί και πέρασες και πας. Λυτρώθηκες. Αυτό ήταν. Αθώα. Και πια κατέβηκε κι ο ήλιος και τώρα το χρώμα μάβιασε, οι πέτρες οι καψιές κρατάν το κόκκινο δικό τους, η θάλασσα ακούγεται που μουρμουρίζει, σκούρηνε κι αυτή κι έκανε ησυχία.

Πού και πού κάνα κυματάκι τελευταίο, να προλάβει κι αυτό. Γαλήνη.

Της Αγια Μαρκέλλας σήμερα. Έναν πόθο και μια σπαθιά.








Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...