Τι το ευκολώτερον από το να τρομάξης κάποιον ήδη τρομαγμένον άνθρωπον; Και τι το καλλίτερον. Έτσι εσκέφθη ο Διάβολος όταν παρουσιάσθηκε εμπρός εις την Μαρίνα ως δράκος τρομερός, δια να την φοβερίση και να την αποκαρδιώση.
Ας πάρωμεν όμως τα πράγματα με την σειράν των. Ήτο ένα θερμόν απόγευμα κατά Ιούλιον μήνα όπου έσκαγεν ο τζίτζικας και η βασανισμένη ευρισκόταν κλειδωμένη εις το κελλί της. Τι εγύρευεν αύτη σε τέτοια κατάστασι μέσα σε ένα κελλί ρωμαϊκής φυλακής; Για ποίον λόγον η ωραιοτάτη δεκαπεντάχρονη περέμενεν κρατουμένη; Ναι. Σωστά το υπεπτεύθημεν. Διότι είχεν ωμολογήσει την πίστιν της εις τον Χριστόν, και τώρα οι ειδωλολάτραι την εβασάνιζον δια να την αρνηθεί και να προσκυνήσει τα είδωλα.
Αφορμή δια την έγκλεισιν και τον βασανισμόν της είχε σταθεί η αίτησις εις γάμον παρά του τότε επάρχου της περιοχής, του ειδωλολάτρου Ολυβρίου.
– Θέλεις να με υπανδρευθείς;
– Όχι Μεγαλειότατε.
– Μπα; Πώς έτσι;
– Διότι εγώ αγαπώ τον ένα και μοναδικόν Χριστόν.
Ο ειδωλολάτρης την εκύττα αποσβολωμένος. Πώς τόσον νεαρόν κοράσιον τον αψηφούσε; Πώς ήτο δυνατόν; Και τι τέλος πάντων ήτο αυτή η τρέλλα που επ’ εσχάτων κατελάμβανε τα πνεύματα τόσων υπηκόων τής Αυτοκρατορίας ως λαίλαψ – τι ήτον αυτή η παλαβομάρα που δεν έδιδον δυάραν δια τα φανερά και χειροπιαστά, ενώ εν αντιθέσει παρεμυθιάζοντο με αλλοκόσμους υποσχέσεις περί αιωνίου ζωής;
– Εντάξει. Τώρα θα σε μάθω εγώ γράμματα.
Και την έκλεισεν εις την φυλακήν. Η βαρεία αμπάρα έπεσε με βρόντον οπίσω της και οι υγροί σκοτεινοί διάδρομοι του μπουντρουμιού αντιλάλησαν. Η δεκαπενταέτις απέμεινεν μονάχη να συλλογισθεί. Αλλά τι να λέμε τώρα. Ήδη εφλέγετο να μαρτυρήση την πίστιν της εις τον Χριστόν και δεν έβλεπε την ώρα να το πράξη. Την άλλην ημέραν οι στρατιώται την οδήγησαν εμπρός εις τον έπαρχον.
– Τι γίνεται; Το εσκέφθης;
– Τι να σκεφθώ, Άρχοντά μου. Ένας είναι ο αληθινός θεός.
Ο Έπαρχος απέμεινεν εν αμφιβόλω. Άλαλος. Ήκουε πραγματικώς τα λόγια της νέας; Μήπως παρησθάνετο; Ένιωσε να του ανεβαίνη το αίμα εις το κεφάλι.
– Τι είπες, παιδί μου. Και τι ξέρεις εσύ από τον θεόν;
Παρευθύς διέταξεν τους στρατιώτας του να την μαστιγώσουν. Να προσαρτήσουν δε εις τα μαστίγια μεταλλικάς αιχμάς και τζουγκράνια κοφτερά, ούτως ώστε να κατασχίζονται αι σάρκες της. Αλλ’ εκείνη υπέμενεν το μαρτύριον αγογγύστως. Ούτε ένα τοσοδούλι βογγητόν εξέφυγε των χαμογελαστών χειλέων της, όσην ώρα τής εδίδετο η θεόσταλτη ευκαιρία να μαρτυρήσει. Το αίμα επλημμύριζεν το μέρος. Ώσπου οι βασανισταί της, ικανοποιημένοι από το έργον των, την έσυραν αιμόφυρτον οπίσω εις το κελλί της.
Εκεί λοιπόν ο οξαποδώ ηύρηκεν κατάλληλον στιγμήν και εφώρμησε. Μετεμορφώθη εις δράκον τρομερόν και κατέλαβε τον χώρον. Ήρχισεν να γελά μαζί της και να την πειράζη και να την απειλεί. Και να την προκαλεί να λιποψυχήση.
– Είδες τι παθαίνεις με τους παραλογισμούς σου;
Εκείνη δεν απήντα. Ήξευρεν τα τεχνάσματα του δαίμονος και εγνώριζεν πώς να αντισταθή εις αυτά. Παρέμενεν σιωπηλή και άφοβος.
– Δεν απαντάς; Δεν στέργεις να μιλήσωμε; Να ιδής το λάθος σου και να συνετιστής; Τι θα κάμης; Θα σε σκοτώσω. Θα σε φάω. Για μιαν ιδέαν. Για ένα τίποτα.
Και δώστου να πετάν οι φλόγες από το στόμα του το φοβερόν. Τίποτα εκείνη. Με τα μάτια κλειστά και τα χείλη χαμογελαστά, απελάμβανεν την ευλογίαν του μαρτυρίου της και δεν έδιδε σημασίαν εις τον Διάβολον. Εκείνος απεθρασύνθη. Έβαλε τα μεγάλα μέσα και ήρχισεν τας κολακείας.
– Τι κάνεις; Είσαι με τα καλά σου; Δεν ηξεύρεις τι ζωήν χαρισάμενην θα διαγάγεις εις το πλευρόν του Άρχοντός μας; Γνωρίζεις ποίαι και πόσαι θα ήθελαν να ευρίσκωνται εις την θέσιν σου; Οποία τύχη! Οποία καλωσύνη της μοίρας! Ποιος στη χάρη σου, καημένη. Και συ κάθεσαι και βασανίζεσαι. Τι τρέλα είναι αυτή; Γιατί, παιδί μου;
Ε, πολύ δεν ήθελεν. Τον ήξευρε, και ήξευρε και τα καμώματά του. Ήρπασεν τον δράκον από τας τρίχας του και τον εκράτει γερά. Θεία δύναμις εγέμισε τα χέρια της και δεν τον άφηνε, όσο κι αν αυτός προσεπάθει να απελευθερωθή. Στο υγρόν σκότος του κελλίου της, ψηλαφώντα ψηλαφώντα, ανηύρε το σφυρίον. Αυτό ήτον. Πού σε πονεί και πού σε σφάζει. Τον αρχίνησε τον δράκον εις τις σφυριές, να και τούτη, να κι εκείνη, και τον έκαμε, να σε χαρώ, καινούριον. Ώσπου ήρχισε ο δαίμων τα αλυχτήματα.
– Μη, μη, έλεος κυρά μου. Σταμάτα να χτυπάς με το σφυρί.
Κι εγίνηκεν μεμιάς σκύλος μαύρος και τρισάθλιος, κι έβαλεν την ουράν κάτω απ’ τα σκέλια, ο τρισκατάρατος, κι όπου φύγει φύγει, ένα σίχαμα, εχάθη στο σκότος της νυχτιάς.
Αυτά λοιπόν συνέβησαν εις το κελλίον τής πολυμνήτου ημών, κι έτσι κατετροπώθη ο Διάβολος, κι ας μην το πιστεύουν αυτό το πράγμα οι αιρετικοί. Επί παραδείγματι, ο Άγιος, λέμε τώρα, ο Ιάκωβος ο Βαραγινός, εις το περίφημον έργον του, την Λεγένδα Αυρήα, όπου αγιογραφεί εκατόν πενήντα τρεις αγίους, γράφει ότι είναι δήθεν υπερβολική η περιγραφή τής μάχης της με τον Δράκον.
Αλλά τι μπορεί να γνωρίζη ένας αιρετικός από την αλήθειαν; Εδώ καλά καλά δεν την αναφέρει καν ως Αγίαν Μαρίνα και διατείνεται ότι πρόκειται περί της Αγίας Μαργαρίτας. Ουδέν ανακριβέστερον. Πρόκειται για την Αγίαν Μαρίναν εξ Αντιοχείας, και μάλιστα της Αντιοχείας της Πισιδίας, την παρά την μεθόριον Φρυγίας και Πισιδίας πόλιν, την ελευθέραν, παρά την άμεσον γειτνίασιν, την υπό του ημετέρου Σελεύκου του Νικάτορος οικοδομηθείσαν. Εκεί που σήμερον λέγεται Γιάλοβα, του βιλαετίου του Χαμινταμπάντ. Εκεί εγεννήθη η Αγία.
Η οποία με το που εγεννήθη, μόλις ολίγας ημέρας αργότερον, απέθανεν η μαμά της. Τότε ο πατέρας της, ο Αιδέσιος, ειδολολάτρης ιερέας, την ανέθεσε σε χριστιανή γυναίκα να τηνε μεγαλώσει, κι εκεί διδάχθηκε τον Χριστό. Μάλιστα όταν το ανεκάλυψε ο Αιδέσιος, με μίσος την διέγραψε από κόρη του, να πα να βγάλεις τα μάτια σου μοναχή σου, έτσι της είπε. Και μόνη της κατάμονη η αγία εβόσκαγε τα ζωντανά γι’ αυτό και σήμερον την εικονίζουν πότε ως ποιμένισσαν, πότε ως σφυροκρατούσαν με το εργαλείον να περιλαμβάνει τον μαύρον Διάβολον εις τις σφυριές, και είναι πάντοτε πανέμορφη και νεωτάτη.
Και ούτε με την Αγίαν Πελαγίαν σχετίζεται, μεγάλη η χάρη της, διότι αν και Μαρίνα εις τα ρωμαϊκά σημαίνει Πελαγία, είναι άλλη η μία και άλλη η άλλη – η Πελαγία είναι εκείνη που τής έγραψε την αγιογραφίαν της ο Ιάκωβος ο διάκονος, άλλος Ιάκωβος αυτός, και το μόνο κοινόν είναι ότι κατά κόσμον ελέγετο και αυτή Μαρίνα.
Ναι, Μαρίνα είναι η πελαγινή. Η του πελάγους. Η της μεγάλης θαλάσσης τής ημετέρας.
Αρχίζει το σχολείο η Μαρίνα
θέλει να γίνει κάποτε γιατρίνα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου