Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κόπτης

Κόπτης θα πει Αιγύπτιος. Το ’ξερες; Βέβαια. Κοπτ στα αγγλικά (Copt). Από το λατινικό Κόπτους (Coptus), από κάτι αραβικά قبطى, quftī, qiftī, που είναι η λεξούλα για τον αιγούπτιον (ⲁⲓⲅⲩⲡⲧⲓⲟⲛ) ή κούπταιον (ⲕⲩⲡⲧⲁⲓⲟⲛ), τον Αιγύπτιο δηλαδή. Όχι, δεν είναι... αρχαία. Είναι πολύ πιο αρχαία. Τα βρίσκουμε ήδη στη Γραμμική Β΄. Ορίστε τα πουλάκια μας:

Τι ’ν’ αυτά; Ελληνικά είναι λέμε: a-ku-pi-ti-jo. Αλλά ελληνικά μαϊμού. Διότι άμα τα ξύσεις λίγο, την επιφάνεια, αιγυπτιακά βρίσκεις από κάτω. Hut-ka-Ptah. Εντάξει. Το χοντρύναμε τώρα το παιχνίδι, αλλά τι να κάνουμε, έτσι είναι αυτά τα πράματα. Hut-ka-Ptah, δηλαδή ο Ναός Κα τού Πτα. Επί το αναλυτικότερον, ο Nαός που κατοικούσε το πνεύμα Κα του θεού Πτα. Το ’χουμε; Α, μπράβο. Τι να γίνει. Κάπως έτσι το ακούγαν οι αρχαίοι ημών και μόνο έτσι στρογγυλεμένο κατάφερναν να το προφέρουν αυτό το Hut-ka-Ptah: Αίγυπτος. Μάλιστα φίλε μου.

Μεγάλο μέρος η Αίγυπτος. Και ποιοι δεν περάσαν από κει. Με πρώτο και καλύτερο τον ημέτερον Αλέξανδρο. Που πήγε κι έχτισε την Αλεξάνδρεια και πέρασε και μια βόλτα από το Ιερόν τού Άμμωνος και γίνηκε και Φαραώ. Κι ύστερα το κατάστημα το κράτησαν οι Πτολεμαίοι. Φαραώ κι αυτοί. Ο Πρώτος, ο Σωτήρ, και οι απόγονοι. Καμιά τρακοσαριά χρόνια. Διάστημα κατά το οποίο κόσμος πήγαινε κι ερχόταν. Τότε που πλακώσαν και οι γραμματικοί, οι αλεξανδρινοί, αυτοί που βάλαν τους γνωστούς τόνους και τα πνεύματα και τα στολίδια τα διάφορα, διότι δεν ξέραν πια πώς να τα προφέρουν τα ελληνικά τους οι αθρώποι. Για τέτοια αναστάτωση μιλάμε. Αλλά ούτε τα αιγυπτιακά τους ξέραν πώς να τα προφέρουν. Τι να προφέρεις από τα παλιά τα αιγυπτιακά – κάτι ιερογλυφικά και κάτι ιερατικά; Ή μήπως η δημοτική ήταν καλύτερη; Κι αυτή απλοποιημένα ιερατικά ήταν. Δε βάνεις λέω ’γω να τα γράψεις με ελληνικούς χαρακτήρες, που τους ξέρεις, που είναι και πολύ προχώ, και πολύ ιντερνασιονάλ; Οπότε μια χαρά θα ξέρεις τι να προφέρεις – τι πρόβλημα θα ’χεις;

Τα φτιάξαν λοιπόν οι Πτολεμαίοι ωραία και καλά και τα ’χαν και πορευόντουσαν. Αλλά τι τα θες. Τα κάνουν μούσκεμα ένα πρωί Κλεοπάτρα και Αντώνιος, και να ’σου οι Ρωμαίοι εγκαθίστανται στην Αίγυπτο. Αλλά μόνοι τους. Πτολεμαίοι τέλος. Και μαζί με τους Ρωμαίους, ή σχεδόν μαζί, τέλος πάντων, άρχισε να κατηφορίζει και ο χριστιανισμός κατά τα μέρη εκείνα. Και χριστιανισμός κατέφθασε, και άγιοι διάφοροι, κι είχε και ερήμους εκείνο εκεί το μέρος και πλακώσαν κι ερημίτες – από κει βγαίνει ο έρμος ο ερημίτης, από την έρημο, κατάλαβες;

Αχ, πάθια που ’χει ο κόσμος – κι αρχινάν αυτοί τα μοναστικά τους, οι χριστιανοί οι ερημίτες, και πάει ένας ένα πρωί από δαύτους, ένας πετσί και κόκαλο, μιλάμε έχουν πια περάσει κι άλλοι αιώνες, στον τέταρτο βρισκόμαστε, ποιοι Ρωμαίοι, οι Ρωμαίοι είναι πια χριστιανοί, έχουν διατηρήσει νομοθεσία καραμπινάτη και λεγεώνες ανίκητες, και μιλάν ελληνικά και μελετούν αρχαίους. Συνδυασμός που σκοτώνει. Άπαιχτος.

Και κάθεται μπροστά στον τάφο τού Μεγαλέξανδρου ο εν λόγω χριστιανός ο ερημίτης, που λες, και κει που κοίταζε το μνήμα τού στρατηλάτη και φιλοσοφούσε, τρώει μια φλασιά, έναν ντουβρουντζά, και του ’ρθε αλλαξοφέγγαρο. Τι έγινε ρε, σου λέει, όλος ο κόσμος δε σε χώρεσε εσένα, και στο τέλος σε χώρεσε και σε παραχώρεσε ένας ταφούλης τοσοσδά; Μπα, τι σου είναι ο άθρωπος. Μπα κούφια η ώρα. Να τι απομένει. Τίποτις. Μπα σε καλό μας.

Εντάξει. Η πετριά υπήρχε βαθιά ριζωμένη προ πολλού. Ελληνικά μελετάγαν οι άνθρωποι λέμε. Και το ζήτημα ήδη στον Φαίδωνα εξετάζεται – κοντά οκτακόσια χρόνια πριν από τον ερημίτη μας: ο πραγματικός φιλόσοφος δεν γίνεται να φοβάται τον θάνατο, έγραφε ο Πλάτων. Τι να φοβηθεί; Ίσα ίσα. Είναι η στιγμή που απαλλάσσεσαι από τα δεσμά του σώματος, έτσι δεν είναι; Τι; Όχι; Πετάς, κύριε. Ελεύθερος – επιτέλους. Η ψυχή είναι αθάνατη διότι είναι ζωή και πώς θα πεθάνει – πεθαίνει η ζωή;

Είδες τι παθαίνεις άμα μελετάς ελληνικά; Κι έπεσε κι έβαλε τα κλάματα ο ερημίτης, και θρήνησε. Ὁρῶν σε τάφε, δειλιῶ σου τὴν θέαν καὶ καρδιοστάλακτον δάκρυ χέω, χρέος τὸ κοινόφλητον εἰς νοῦν λαμβάνων, πῶς οὖν μέλλω διελθεῖν πέρας τοιοῦτον; Αἴ, αἴ, θάνατε, τίς δύναται φυγεῖν σε; Αυτά κραύγασε ο παππούλης και άλλαξε η ζωή του διαμιάς και γίνηκε άλλος άνθρωπος, μέγας αθλητής, και φωτίστηκε, κι άρχισε να προσεύχεται για τους πάντες, για δικαίους και αδίκους – για τον κόσμο όλο.

Κι όταν ήρθε η ώρα του κι αυτουνού να ποθάνει, τα ’χε πια κανονισμένα τα ζητήματα εντός του, κι έλαμψε το προσωπάκι του κι είπε στους παρευρισκόμενους ότι ήρθε να τον δει ο Άγιος Αντώνιος. Καλά, είπαν αυτοί, και κουνήσαν το κεφάλι. Κι ήρθε κι ο χορός των προφητών, τους είπε αυτός. Τι γίνεται; Βλέπεις πράματα, ρωτήσαν αυτοί. Κι ούτε που τους άκουσε, μόνο έβγαλε κι άλλο φως κι άρχισε λέει να μιλάει με τους Αποστόλους και με τους αγγέλους που είχαν έρθει να παραλάβουν την ψυχή του. Ναι. Καταχαρούμενος. Κι ύστερα τόνε πήρε ο ύπνος και πάει. Διάβηκε. Και γέμισε το κελί ευωδία.

Έτσι γίνηκαν τα πράματα. Πέμπτος αιώνας είχαμε μπει πια. Βέβαια θα ’παιρνε στους Ρωμαίους άλλα χίλια χρόνια να τα συλλογιστούν αυτά τα ζητήματα και να τον ζωγραφίσουν, την εικόνα του – τη στιγμή καθώς που κοιτούσε τον πεθαμένο Μεγαλέξανδρο και φιλοσοφούσε, όλους ο θάνατος πως παραμονεύει καθώς σκεφτόταν. O ⲁⲡⲁ ϫⲓϫⲱⲓ, κοπτικά. Αμπά Σισώη στα ρωμαϊκά. Πατήρ Σισώης. Η γιορτή του σήμερα. Του Οσίου Σισώη του Αιγυπτίου.

Άλλα χίλια χρόνια πήρε, που λες. Αρχίσαν να τα σκέφτονται αυτά και να τον αγιογραφούν μπροστά στον πεθαμένο στρατηλάτη, μόνο μετά που έπεσε η Πόλη, απ’ τον δέκατο πέμπτο αιώνα και δώθε. Αλλά έτσι είναι. Άμα δεν πέσει πρώτα η Πόλη, πώς θα συνδυάσεις Μεγαλέξανδρο με θάνατο;

Έχουν τη σειρά τους αυτά τα πράματα.








Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.