Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Nickname

Παρακαλώ βάλτε το νίκνέιμ και τον κωδικό σας. Εντάξει, δε σου το λέει, αλλά το γράφει: νίκνέιμ εδώ και τον κωδικό εκεί. Και περιμένει να πληκτρολογήσεις εσύ μέσα στα κουτάκια. Τι νίκνέιμ ρε φίλε; Πάντα σκεφτόμουν έναν Νίκο να βάζει τ’ όνομά του εκεί, σ’ εκείνο το μέρος. Νίκνέιμ, τ’ όνομα του Νίκου, όπως λέμε σαρανταπέντε Γιάννηδες, ενός Νικόλα όνομα.

Τι θα πει νίκνέιμ; Παρατσούκλι, λέει το λεξικό. Ψευδώνυμο. Υποκοριστικό. Μπορεί και χαϊδευτικό. Εντάξει. Το ξέραμε. Ο Ράτης, ο Τάτης, ο Μπίλης ο Γατόπαρδος. Υπόκοσμος όμως. Που τώρα με τα κομπιούτερ έχει ανέβει στον αφρό, κατάλαβες; Όλοι από ένα νίκνέιμ έχουμε, κι ας μην είμαστε γκάνγκστερ. Έναν κωδικό χρήστη, επί το λαϊκότερον. Μα στο σμάρτφοουν, μα στο γουέμπ μπάνκινγκ, μα στο φέισμπουκ, μα στο βίβα γουόλετ, γιού νέιμ ιτ. Δε μπορείς σήμερα να πας Ομόνοια - Σύνταγμα χωρίς νίκνέιμ και πάσγουορντ. Τζονπαπς, Μιράνταξεν, Βασιλ99, Γιούζερέιτ, τέτοια και χειρότερα. Εκεί κατήντησε το νίκνέιμ. ΤζούλιουςΓκρ44. Ότι να ’ναι.

Και, ρε φίλε, από πού βγαίνει; Από το Νικ και το όνομα; Νικ και νέιμ; Και από πού του ’ρθε; Μεγάλε μιλάμε δεν καταλαβαίνω γρυ. Όπα όμως. Το λεξικό λέει δεν είναι nick και name. Λάθος. Μπουρδούκλωμα. Έρχεται από το neke name, προφέρεται νικ νέιμ αλλά καμία σχέση με τον Νίκο, το βλέπεις και μόνος σου. Το βρίσκουμε στα χειρόγραφα τα μεσαιωνικά, κύριε! Σαν eke name. Ικ νέιμ. Που πες πες an eke name και an eke name, κόλλησε το n και γίνηκε neke name, νικ νέιμ. Όπως λέμε ο σκύλος και η νουρά του. Μάλιστα. Eke name, λοιπόν! Εντάξει. Φωτιστήκαμε. Και πού ξέρω ’γω τι είναι eke name – ικ νέιμ δηλαδή; Ορίστε, το λέει εδώ: an eke name ήταν ένα υποκοριστικό, και μάλιστα χλευαστικό, αποδοκιμαστικό, όνομα μεν, πρόσθετο δε – αυτή είναι η σημασία τού eke, αρχαϊκό είναι και θα πει αυξάνω, αβγατίζω. Κι ακόμη σήμερα στ’ αγγλικά λέει ικ άουτ, eke out, ότι τα βγάζω πέρα, τα καταφέρνω, την παλεύω.

Μάλιστα. Ώστε ικ πάει να πει αυξάνω κι αβγατίζω. Κι αβγατίζω τι θα πει; Κάτι με αβγά; Στάσου να το ψάξουμε: θα πει λέει εβγατίζω, άκου τώρα, έκπληξη, αλλά είναι κι εδώ μπάχαλο το πράμα γιατί δεν βγαίνει από το βγαίνω, έβγα κατηραμένε όφη, αλλά από το εγβατίζω, γβ ρε φίλε, γβ, εγβατός λέει, κι αυτό από το εκβατός, que llega a efectuarse λέει το λεξικό το σπανιόλικο, αυτός που έρχεται και γίνεται, αυτός που καταλήγει σε έκβαση.

Ήταν ένα μικρό σοκ τώρα αυτό, αλλά ας το καταπιούμε. Καλά. Αβγατίζω λοιπόν θα πει εκβατίζω, φέρω εις πέρας, από το εκβαίνω δηλαδή. Μάλιστα. Αλλά αυξάνω; Τι θα πει;

Α, όχι φίλε, έρχεται και σου λέει. Το αυξάνω είναι άλλο πράμα. Αυξάνω, αυξήσω, αύξησα και πήρα αύξηση – ξέρεις τι θα πουν όλ’ αυτά, δεν ξέρεις; Μεγαλώνω θα πει, στυγνὸν δ᾽ ὀφρύων νέφος αὐξάνεται γράφει ο Ευριπίδης στον Ιππόλυτό του, μαύρη συννεφιά στα μάτια της μαζεύεται. Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε γράφουν οι Εβδομήκοντα, καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς. Και προάγω και ενισχύω, και υψώνω, μεγαλύνω, ανυψώνω, όλα αυτά θα πει το αυξάνω. Και αύξημα, αυξητέον – κάποτε αυξητής ήταν αυτός που προκαλούσε αύξηση στον κόσμο, και ποιος τα έκανε αυτά; Ο κοσμοκράτωρ, φίλε μου: σύγχορε των Νυμφών, [...], αὐξητά, φαεσφόρε, κάρπιμε Παιάν, λέει ο ύμνος ο Ορφικός.

Αυξητά! Ο αυξητής, λοιπόν. Ο που αυξάνει τα πράματα. Που τα μεγαλώνει. Αύξησις λέει ο Ησύχιος είναι η βλάστησις. Και αύξη τη λέει ο Σουίδας ο Βυζαντινός. Και στο λήμμα αυξητική σού λέει βλέπε γεννητική! Κι εκεί σού αναλύει τα τρία: γεννητική, αυξητική και θρεπτική, τις τρεις μεγάλες δυνάμεις των ζωντανών, τη δύναμη να αναπαράγονται, τη δύναμη να αυξάνονται και τη δύναμη να προσλαμβάνουν στοιχεία από το περιβάλλον και να τα μετατρέπουν για να διατρέφονται. Τι λες ρε φίλε.

Αυξώ, η θεά της βλάστησης και αυξίδημος ο Ερμής, ο έφορος της αυξήσεως των οίκων. Κι έρχεται λέει από ένα πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *ə₂ew-g-, κι αυτό με τη σειρά του από το *ə₂w-eg-, τώρα μάλιστα, μας φώτισες, τρέχα γύρευε τι θα πουν αυτά τα ακαταλαβίστικα, α να, το βρήκαμε, από αυτά βγαίνει και το auctor, λέει, ο δημιουργός —καλά λέγαμε κοσμοκράτορας εμείς— auctor λέγαν και τον θεό λατινικά, – όπα: και τον συγγραφέα. Εδώ σε θέλω τώρα. Ο autore των ιταλικών και ο auteur των γαλλικών – θυμάσαι που λέγαν τους μεγάλους σκηνοθέτες του κινηματογράφου, κάτι σύγχρονους κι έτσι, τους λέγαν οτέρ, auteur, δηλαδή δημιουργούς και καλά, γιατί φκιάναν όλη την ταινία, γράφαν και σενάριο δηλαδή. Ρε μικρός που είναι ο κόσμος. Άρα author στα αγγλικά, ο συγγραφέας, αυτό θα πει: ο δημιουργός. Ίδια ρίζα με τον αυξίδημο και το αυξάνω. Κι από κει και το authority και autorité. Που επίσημη δήλωση, θα πει. Απόσπασμα από τη Βίβλο. Αυτό θα πει. Κάτι που παράγει Νόμο. Σήμερα author θα πει συγγραφέας και authority θα πει εξουσία, αλλά και τα δύο προέρχονται από την ίδια ρίζα και κάνουν το ίδιο: ποιούν κάτι που δεν υπήρχε. Αυξάνουν. Όπως authorize: εξουσιοδοτώ. Με μια δόση από την έννοια αυξάνω κρυμμένη καλά στη ρίζα κι αυτής τής λέξης. Γιατί άμα είσαι εξουσιοδοτημένος, δεν είσαι και δυο πόντους ψηλότερος απ’ το κανονικό; Είσαι, πώς δεν είσαι.

Πολύ βαθύ πηγάδι ανοίξαμε κι έπεσε ζάλη. Και ικ, δηλαδή eke, πώς θα πει αυξάνω; Ορίστε. Στραβός είσαι κύριε; Το λέει εδώ: μακραίνω, επιμηκύνω, απ’ τα παλιά αγγλικά ecan, eacan, eacian, αυξάνω δηλαδή, από το πρωτογερμανικό *aukan, και την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *aug-.

Στάσου όμως μια στιγμή. Είπαμε ότι (n)ekename, δηλαδή (ν)ίκνέιμ, έχει αυξητική σημασία. Εντάξει. Και μου λες ότι έχει στη βάση το *aug-, που τι θα πει; Μπράβο. Κερδίζεις έπαινο. Αυξάνω θα πει κι αυτό. Και συνομιλεί, το *aug-, με κείνα τα αλαμπουρνέζικα που λέγαμε προηγουμένως, τα *ə₂ew-g- και *ə₂w-eg-. Τέλειο. Και τι άλλα βγάζει αυτό το *aug- αγαπητέ;

Κρατήσου. Βγάζει το wax στα αγγλικά, που εκτός από κερί θα πει και μεγαλώνω, μεγάλε. Και βγάζει και το waist, τη μέση, δηλαδή, από το παλιό αγγλικό wæst που θα πει μεγάλωμα, ανάπτυξη. Και βγάζει και το augur, λατινικά, auguria ex avibus Car a quo Caria appellata που γράφει ο Πλίνιος, οι οιωνοί από πουλιά εφευρέθηκαν από τους Κάρες, απ’ τους οποίους πήρε τ’ όνομα και η Καρία. Έτσι λέει. Οπότε και το inaugurate στα αγγλικά, που πια σήμερα θα πει διορίζω, ξεκινάω, εγκαινιάζω, αλλά πάντα με μια κρυφή αναβάθμιση, με ένα κρυφό αυξάνω. Και auxilium λατινικά και auxiliary αγγλικά, ο βοηθητικός, ο επικουρικός, αλλά πάλι με κρυμμένη μια αύξηση, αυτός δηλαδή που ανεβάζει ένα σκαλί τα πράματα. Και augmentative, αυξητικός. Φόρα παρτίδα. Χωρίς τίποτα κρυφό εδώ.

Ε, αυτό δεν το περίμενα από σένα. Οπότε να μην εκπλαγώ που ο augustus, κι αυτός από κει βγαίνει. Ο μεγαλοπρεπής, ο αρχοντικός, ο αυξητής, ο σεβάσμιος. Αύγουστος κι Αυγούστα. August, Augusto και Ογκίστ δηλαδή Auguste γαλλικά. Austin χαϊδευτικό στα αγγλικά, δηλαδή Agustin > Aostin > Austin. Και Άγιος Αυγουστίνος. Και Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός Αύγουστος. Ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας. Ο αυξητής. Ο κοσμοκράτορας. Αυτός που έφαγε λάχανο τον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα. Ο μικρανηψιός του Ιούλιου.

Το ψευδώνυμο, ο συγγραφέας, ο δημιουργός, η εξουσία και η εξουσιοδότηση. Τα εγκαίνια και ο Καίσαρ.

Και ο Αύγουστος. Ο πέτρινος. Με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά.



-----------------------------------------

Πλίνιος, Ευριπίδης, Εβδομήκοντα.

LSJ, Etymonline, Ησύχιος, Σουίδας, Chantraine, Pokorny, Μπαμπινιώτης, Liddell-Scott, Cassel’s, Κούβελας, Κάουφμαν, Wiktionary.

Και Διαδίκτυο.








Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.