Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Στα τρία

Στα τρία. Θα πει ότι όπως κι αν τον πάρεις τον χορό, σε δίσημο ή τρίσημο μέτρο, πάντα τρία μετράς, στα έξι ολοκληρώνεις: ένα το δεξί, δύο το αριστερό αποπάνω, τρία πάλι το δεξί, τέσσερα όπα μπρος το ένα πόδι, πέντε πατάς, έξι όπα τ’ άλλο πόδι. Και πάμε πάλι.

Συρτός λέμε. Αργός δηλαδή. Όλος ο κόσμος. Εντάξει. Μπορεί να ’χει και κανέναν παλικαρά στο κεφάλι, να του κρατάει ο δεύτερος το μαντήλι να κάνει αυτός τα δικά του, αλλά η νουρά έχει ό,τι θέλεις, άντρες, γυναίκες, παιδιά, γέρους και γιαγιές, ό,τι κάτσει – όπως σηκώνονται όλοι μαζί από το τραπέζι πάνω που θ’ ακουστούν τα πρώτα μέτρα, έρχεται από μόνο του.

Μώρη κοντού, μωρή κοντούλα λεϊμονιά. Και βγαίνουν που λες όλοι, πόδια κοιτάμε τώρα, ελβιέλες, αθλητικά, πούμα, αντίντας, άντρες, γυναίκες, γιαγιές με παπούτσι χαμηλό, μεσήλικες και βάλε με υπόδημα από τις ευκαιρίες, μαύρο, με κορδόνι, ταπεινό, παλιομοδίτικο, σκονισμένο, άμα χορεύεις στο χώμα, παντελόνι με τσέπη πλαϊνή που συνήθως παραφουσκώνει, κλειδιά, πορτοφόλι και μαντήλι. Και τα κορίτσια, καλσόν μαύρο, γαμπούλες νέες, και πιο ώριμες, κι άλλες τροφαντές, όλο υποσχέσεις για καλούς απογόνους – ξέρουν αυτές. Κι οι πιο μετρημένες, ποδεμένες με το παπούτσι το μαύρο με το φαρδύ τακούνι κανα τεσσάρι πόντους το πολύ και λουράκι μπροστά στο κουντεπιέ σφιχτό, να χαλιναγωγεί το σφρίγος, να θυμίζει τι είναι πλασμένο να κάνει λυτό αυτό το πόδι.

Παιδιά της Σαμαρίνας, κι ας είστε λερωμένα. Και χωρίς νταούλι και χωρίς κλαρίνα. Καλά, τις πιο πολλές φορές είναι από κάποια μικροφωνική που ζαλίζει. Αλλά γίνεται και χωρίς, εκεί είναι το νόημα. Παλάμες να πιαστούν, ο ένας με τον άλλον, κι άμα γίνει αυτό, όλα καλά. Παλάμες, και πάει μόνο του μετά. Τραγουδώντας. Καλόφωνα, παράφωνα, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει που γίνεται. Το δρώμενο, που λένε και οι γραμματιζούμενοι. Που πιάνονται ο κόσμος και τραγουδάν, κι ακολουθούν τα βήματα, τα ξέρουν όλοι, αυτό έχει σημασία. Και τελευταίος ο μπόμπιρας που του δείχνει ο πατέρας του – ρε το άτιμο, με τη μία τα πιάνει, εμ σε ποιον θα ’μοιαζε.

Δρώμενο για να συλλογίζεσαι τα δύσκολα πετώντας. Πότε μικρή μεγάλωσες, κι έγινες για στεφάνι. Τα λες αυτά εκτός τραγουδιού; Σε φίλησα κι αρρώστησα, και το γιατρό δε φώναξα. Μπα. Μέσα θα σε πάνε. Με κάποια δικαιολογία, αλλά μέσα. Προσβολή της δημοσίας αιδούς, ξέρω ’γω. Σεξιστικός λόγος – περίμενε και σου ’ρχεται. Αλλά στο τραγούδι δεν πιάνεται. Έτσι φτερακίζει και πετάει – μην πείτε πως παντρεύτηκα, πως είμαι παντρεμένος, πήρα την πλάκα πεθερά, τη μαύρη γης γυναίκα. Άει πες το αλλιώς αν κοτάς.

Άσπρο τριαντάφυλλο κρατώ, μωρ’ Γιαννιωτοπούλα μου, και τα χέρια κρατημένα και τα τριαντάφυλλα υπονοούμενα, πας και πιάνεις αυτηνής το χέρι ότι και καλά έτυχε, κατάλαβες, και το ’χει κανονίσει και κείνη να ’τυχε, οπότε πιανόστε και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Έτυχε. Λουλουδάκι μου γαλάζιο, σε φιλώ κι αναστενάζω. Και πού ’σαι. Μην είσαι χαζός. Αν δεν έτυχε, θα πει δε θα τύχει. Χαζή δεν είναι καμία. Άμα δεν έτυχε, ξέχνα το. Πάμε γι’ άλλα.

Κι αν πας Μαλάμω μ’ για νερό, κι εγώ στη βρύση καρτερώ, να σου τσακίσω το σταμνί, να πας στη μάνα σ’ αδειανή. Κατάλαβες; Έχει και σπρωξιές και θύματα το πράμα, έχει και τσακίσματα. Πώς θα γίνει. Πρέπει να σπάσει η σφραγίδα, αλλιώς πώς θα συμβεί. Να σπάσει να θραυστεί, εντάξει δεν τρομάζουμε, αλλά και δεν το κάνουμε στα χαζά. Ν’ αξίζει. Να ’χουμε να πληρώσουμε τα σπασμένα.

Ο συρτός στα τρία [...] προσαρμόζεται εις τας ρυθμικάς μορφάς τού τετρασήμου ρυθμικού ποδός [...] οι οποίοι αντιστοιχούν ως προς την διάρκειαν των χρόνων, ο μεν πρώτος προς τον αρχαϊκόν δάκτυλον, ο δεύτερος προς τον ανάπαιστον και ο τρίτος προς τον προκελευσματικόν αρχαϊκόν πόδα, γράφει ο Περιστέρης. Από πάντα δηλαδή. Από τις τελετές και τα μάγια, από τότε που με το κορμί ρωτούσες τον κόσμο να σου πει, και του ’λεγες τα δικά σου, και κανόνιζες και ρύθμιζες. Μπα, δεν το χάσαμε, απλώς το τυλίξαμε, το πακετάραμε, το αναλύσαμε, και δεν το πολυκαταλαβαίνουμε, έχουμε γίνει τύποι επιστημονικοί και καλά, αλλά πάντα το ίδιο κάνουμε – δεν αλλάζει ο άθρωπος.

Εκεί που σταματάει ο λόγος κι ο ορισμός, εκεί αρχίζει ο μύθος κι ο θεός. Και μαζί κι η τελετή κι ο χορός. Αφήνεις τον νου να μισοκάθεται κι εσύ σηκώνεσαι και τα ρυθμίζεις. Ένα το δεξί, δύο τ’ αριστερό, ορέ Μαρία, τρία δεξί, λεν, όπα το αριστερό, Μαρία, λεν την Παναγιά.

Μαρία λεν την Παναγιά, Μαρία λεν κι εσένα.

Πώς αλλιώς να το πεις για να συνεννοηθείς.


----------------------------------
Πηγές
Πανδέκτης του Ελληνικού χορού.
Βυζαντινό Μουσείο Θεσσαλονίκης.







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.