Μπιρ, ικί, ουτς, ντορτ, μπες, αλτί, γιεντί, σεκίζ, ντοκούζ, ον. Ξες να μετράς τούρκικα;
Καμία σχέση με τις ινδοευρωπαϊκούρες μας. Ένα, ουάν, άιν, κι ύστερα δύο, ντε, του, ντο, ντβα, και πάει λέγοντας. Ξέρεις μία, τις ψιλοξέρεις όλες. Ή περίπου, τελοσπάντων. Μόνο στο εκατό τα χαλάμε η ινδοευρωπαϊκή οικογένεια. Εδώ ανοίξαν δύο κλάδοι: κέντουμ και σάτεμ. Η μία ομάδα σού λέει κέντουμ, κύριε, το εκατό. Κέντουμ, (χ)εκατόν, χάντρεντ, χούντερτ. Αμ γιατί κέντουμ, είπαν οι άλλοι. Και πώς να ’ναι για; Σάτεμ, είπαν αυτοί. Σάτα στα σανσκριτικά, στο στα ρώσικα, σαντ στα πέρσικα. Μην πιστέψεις πως πρόκειται για διαφορά στη ρίζα της λεξούλας. Αυτή παραμένει η ίδια: *km-tom. Η διαφορά είναι ότι η μία ομάδα την ανέπτυξε ως centum και (χ)εκατόν, και η άλλη σαν šimtas και suto. Όλο κι όλο δηλαδή είναι πώς συμπεριφέρεσαι με τα υπερωικοουρανικά σου – εκείνο το *k στην αρχή.
Εντάξει. Οίκοθεν νοείται ότι η διαφορά δεν είναι μόνο στο κέντουμ και το σάτεμ, αλλά παντού όπου μπήκε θέμα με τους ανάλογους ήχους: κορ και καρδία οι μεν, σέρντσε οι δε – στα ρώσικα ας πούμε. Κου από δω, σου από κει.
Αλλά μπιρ, ικί και ουτς αντί για ένα, δύο και τρία, μακριά δε βρεθήκαμε; Πράγματι. Άλλο γλωσσοσόι. Άλλες ρίζες. Καμία σχέση. Αλταϊκή γλώσσα, τουρκική ομάδα, μαζί με τα αζέρικα, τα τουρκμένικα, τα καζάκικα, τα ουζμπέκικα κ.λπ. Γλώσσα με φωνηεντική αρμονία – ένα κόλπο που θα πει ότι όταν κοτσάρεις πραματούλια στις λέξεις, θα πρέπει αυτά να συμφωνούν ακουστικά, ν’ ακούγονται ωραία. Το επίθημα για τον πληθυντικό, ας πούμε, είναι και -λαρ, και -λερ, ανάλογα τι φωνήεντα έχεις ήδη. Το σπίτι, εβ, γίνεται εβλέρ, σπίτια, ενώ το αυτοκίνητο, αραμπά, γίνεται αραμπαλάρ κι όχι αραμπαλέρ. Καλό;
Κι έχει κι άλλο: είναι γλώσσα συγκολλητική. Πάει να πει ότι αντί να φτιάξεις μια φράση με λεξούλες, είμαστε στο σπίτι σας, ας πούμε, φτιάνεις μια λεξούλα συγκολλώντας διαδοχικά μορφήματα – τσοντούλες που κάνουν αντίστοιχη δουλειά: εβ, όπως λέγαμε, είναι σπίτι. Και νιζ θα πει σας, ντε θα πει σε, και γιζ θα πει είμαστε. Όλο μαζί, νέα λεξούλα, εβινίζντεγιζ, κάτι σαν σπιτι-σας-σε-είμαστε – άρα είμεθα εις το σπίτι σας. Μάλιστα παρακαλώ.
Θες και το καλύτερο: μ’ αυτά τα πραματούλια που κοτσάρεις μετά τη λέξη σου και φανερώνεις ποιος και πού κι ένα σωρό άλλα, φανερώνεις και τι άλλο νομίζεις; Φανερώνεις πώς το ξέρεις αυτό που λες. Όταν τον βλέπεις τον άλλον μπροστά σου φάντη μπαστούνι του λες ος γκελντίν, καλώς τον, γιατί τον βλέπεις ο ίδιος. Άμα του μιλάς στο τηλέφωνο κι έχεις μάθει ότι είναι στην πόλη, του λες ος γκελμισίν – πάλι καλώς τον θα πεί αλλά τώρα η φράση αλλάζει γιατί δεν τον είδες με τα μάτια σου μπροστά σου, αλλά τα ’μαθες από άλλους ότι ήρθε. Άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μπορείς να αποφύγεις να προσδιορίσεις αν τον είδες ο ίδιος ή αν το ’μαθες από τρίτους; Μπορείς να το αφήσεις στο φλου; Όχι. Είναι υποχρεωτικό. Πρέπει να πεις ένα από τα δύο.
Ενδαφέρουσα γλώσσα. Άλλος τύπος απ’ αυτά που ξέρουμε, έτσι; Άλλη σκέψη. Ένα άλλο παράθυρο στον κόσμο.
Καλά. Όχι πως μάθαμε τούρκικα τώρα με μια κουβεντούλα τσάτρα πάτρα, και δυο πραματούλια που είπαμε για τη γλώσσα. Όχι βέβαια. Απλώς προσπαθώ να σου πω τι θα πει Γιεντί Κουλέ:
Επταπύργιον.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου