Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Νοέμβριος, 2024

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Τ’ αντρός

– Ποιος είναι για μπαράκι; Σηκώθηκαν δυο χέρια. – Καφετέρια ποιος θέλει; Τρία χέρια εδώ. – Χτες ρε δεν ήμασταν καφετέρια; Για δεν πάμε λίγο ν’ αλλάξουμε; – Εντάξει, δε θα το κάνουμε θέμα ρε φίλε. Όποιος θέλει ακολουθεί. – Παιδιά, όποιος γουστάρει. Έτσι είπαν όλες μαζί και χαθήκαν σαν τα πουλιά. Κελαριστές, σοβαρές, αποφασισμένες. Μια παρέα κορίτσια. Τα ’πανε, τα βρήκαν, τα ρυθμίσαν. Η μια πιο αστραποβόλα από την άλλη, υποσχέσεις, κατακλυσμός, δόντια λαμπερά και βλέμμα καθαρό, φρύδια ζωγραφιστά – θεότητες ετών δεκαπέντε. Το πολύ. Και κάτσε εσύ στα σόσιαλ να ψάχνεσαι, όχι βουλευτές και βουλευτίνες, όχι πρόεδροι και προεδρίνες, όχι γιατροί και γιάτρισσες – τι πρέπει τι δεν πρέπει, και πώς είν’ το σωστό. Η γραμματική και το φύλο, και τα μπαρμπούτσαλα. Και το κοινωνικόν το ζήτημα. Κολώνει ρε η γλώσσα; Τι λες, δεν ξέρει; Ούτε μετρήσεις, ούτε πεδικλώματα, ούτε κοινωνικές θεωρίες. Το ’πε η ψηλή στις υπόλοιπες: καλά, είστε και πολύ μ@λ@κες – έτσι τις είπε στο φινάλε, γυναίκες πράματα. Σιγά ...

Εσχάτος

Παρασοβαρέψαμε εσχάτος.

Παράπονο

ένα παράπονο μένει κάθε φορά απ’ αυτή τη γιορτή, ένα κενό, ένα τίποτα, έτσι δεν είναι; πάμε και ξαναπάμε, άντε πανηγυρίζουμε, άντε ξαναπανηγυρίζουμε, κάθε χρόνο το ίδιο βιολί, κι η γιορτή βογγάει και σέρνεται, και γιορτή δε γίνεται – και ξέρεις γιατί, δεν ξέρεις; ξέρεις, πώς δεν ξέρεις, τα ξέρουμε αυτά οι αθρώποι κι ας καμωνόμαστε – γιορτή δε γίνεται γιατί πάμε να γιορτάσουμε αυτό που έχουμε ρυθμίσει με το μυαλό μας, αυτό που έχουμε ταχτοποιήσει, που έχουμε ξεκαθαρίσει, ενωμένοι νικημένοι, αυτό που θέμε να συνέβη κι έτσι να εξηγείται —διότι πρέπει να έγινε εκείνο που πρέπει κι όχι εκείνο που έγινε— κατάλαβες; έτσι είναι ο επιστημονικός, τον φτιάχνει τον κόσμο στα μέτρα του κι εμείς πάμε και γιορτάζουμε το σωστό κι όχι το γεγονός – μα γίνεται έτσι γιορτή; πάμε με τα σάβανα τυλιγμένοι στα κοντάρια και τις θλιβερές μας τις ντουντούκες τις υστερικές, λαέ θυμήσου, με τους μουσικούς μας ταπεινωμένους, είμαστε χίλιοι δεκατρείς, αμ δε γίνεται έτσι, στενοχώρια σου ’ρχεται, σαν κακότυχο γαμήσι, ...

Για δες

Οι Να’βι, ο λαός της Πανδώρας. Τα ανθρωποειδή που κατοικούν το φεγγάρι του Πολύφημου, στον Άλφα του Κενταύρου. Αυτοί οι μπλε τρίμετροι με τα μεγάλα μάτια σα θάλασσες παιδιού και τις μακριές ουρές. Με τα μαλλιά πλεξούδα που όμως δεν είναι μαλλιά, είναι απολήξεις – μαλλιά διασύνδεση, μπούκλα γυμνοί νευρώνες, ένα πράμα φωτεινό, τριχίδια έτοιμα να συμπλεχθούν με τους αντίστοιχους γυμνούς νευρώνες τού Ίκραν – με τα Ίκραν πετάνε, κι αν δεν είναι συνδεδεμένοι, αν αυτοί οι νευρώνες δε συντυλιχτούν, του Ίκραν και του καβαλάρη του, οι δύο δεν ταιριάζουν. Αλλά άπαξ και ταιριάξουν, μετά δε σπάει να χαλάσει. Μια ζωή πάει συνδεδεμένο το ζευγάρι. Πακέτο. Στο εξής, καβαλάρης και Ίκραν έχουν ιερό δεσμό. Έχουν δει ο ένας τον άλλον. I see you. Σε βλέπω. Αρχαία ριζούλα της ευρύτερης ομογλωσσίας μας, των αδερφάδων και των ξαδερφάδων, οι γλώσσες που ξαπλώνονται από την Ισλανδία ώς τις Ινδίες – με συγγενικό τρόπο όλες, και βλέπουν και γνωρίζουν: *weid-. Λατινικά videō και vidēre,  vedea  ρουμάνικα ,...

Αμπά Μινά

Αμπού Μινά, λεγόταν. Κι ήταν πόλη ολόκληρη. Και μοναστήρια και κοιτώνες και λουτρά κι υποδομές – σηκωνόταν ο κοσμάκης και πήγαινε εκεί για το μεγάλο του προσκύνημα – στην Αίγυπτο όλα αυτά, την ελληνορωμαϊκή, λίγο παρακεί από την Αλεξάνδρεια, καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα νοτιοδυτικά. Κι ανάμεσα στις δυο πόλεις υπήρχε και λίμνη. Η Μαρεῶτις, بحيرة مريوط, η υφάλμυρη – χυνόνταν εκεί του Νείλου τα νερά, καμιά εφτακοσαριά τετραγωνικά χιλιόμετρα η λιμνούλα, τι λιμνούλα δηλαδή, είχε και κανάλι, και συνέβησαν διάφορα στους αιώνες, βάλε νερά, βγάλε νερά, μέχρι που οι Άγγλοι ανακάτεψαν την τράπουλα όταν βρέθηκαν στην περιοχή, και τα γλυκά με τα αλμυρά τα νερά κι αυτά τα ανακάτεψαν, κι άλλαξε ο κόσμος – κάπου εκατόν πενήντα χωριά γίνηκαν υποβρύχια. Τέλος πάντων, δεν είναι η λίμνη το θέμα μας, αλλά η Αμπού Μινά. Η πόλη. Μνημείο σήμερα. Πολιτιστική κληρονομιά, λέει. Τι να το κάνεις; Ερείπια απομένουν, και στο μεταξύ κάτι προσπάθειες που γίναν για άρδευση της περιοχής ανέβασαν τον υδροφόρο ορίζοντα κι ...

Άγγελος

Ὦ ξεῖν᾿, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις. Έρρωσο παροδίτα, εσύ που περνάς και πας. Γίνε άγγελος. Πες στους Λακεδαιμονίους. Μην και δεν τα μάθαν; Τα μάθαν. Πώς δεν τα μάθαν. Μα τότε, τι να πεις; Το άρρητο να πεις παροδίτα. Που δεν λέγεται. Το ζωντανό το μέρος. Την ουσία. Αυτό που δε λεν τα νέα. Αυτό που τα λόγια αποκρύπτουν. Που τα μαντάτα δε μηνούν. Πες αυτό που δεν κομίζεται, που δεν παραδίδεται. Αυτό κάνουν οι αγγέλοι. Συμβαίνουν. Κι η χορδή πάλλεται. Κλείνουν το κύκλωμα. Κάνουν επαφή. Φρόντισε, παροδίτα, ως μόνος εσύ ξαφνικός, ως κατάπληκτος, ως δονηθείς ως δυνηθείς – φρόντισε. Τώρα ξέρεις – εκομίσθη ήδη. Ως άγγελος ως έκπληξη. Ως θαυμασμός παιδικός μπροστά στο ον. Που οι άνθρωποι μόνο στα τυφλά. Μόνο μερικώς. Ο άγγελος ως αγωγός. Πήγαινε τώρα, παροδίτα.

Super

Δεν είναι κακό που νυχτώνει νωρίς. Έτσι είναι τα πράματα. Πιο νωρίς, πιο αργά, κάποτε θα σκοτεινιάζει. Είναι μια άλλη λογική. Και πάλι μέρα είναι – αλλά με φώτα αναμμένα. Ξέρω ότι σε στενοχωρεί αλλά ούτε οι δουλειές σταματάνε, ούτε η ζωή. Αλλάζει μόνο ο τρόπος. Μπαίνουμε στον σκοτεινό διάδρομο. Κι όπου να ’ναι, σε κάνα μήνα, και πάλι θ’ αρχίσουμε να κατηφορίζουμε στην έξοδο. Τι νόμισες. Έτσι θα πάει για πάντα;

Ηλέκτρα

Το επεσήμανε ο Καρλ Γιούνγκ, ως ομόλογο τού οιδιποδείου τού Φρόιντ. Ότι κύριε, δεν είναι μόνο μάνα και γιος, παίζει και μπαμπάς με κόρη. Ψυχοσεξουαλικός ανταγωνισμός. Μάνα και κόρη συνωθούνται στην αναμονή για την προσοχή και την τρυφερότητα του μπαμπά. Μάλιστα. Επιθυμία, αντιπαλότητα και κακός χαμός. Κι έρχεται η Κάρεν Χόρνεϊ και σου λέει τι ανδροκεντρικές εξυπναδίτσες είναι αυτές παιδιά; Το γυναίκα είναι απείρως περιπλοκότερον απ’ ό,τι μπορεί να στοχαστεί ο μυαλός σας. Σιγά μη βιώνουν φθόνο του πέους τα κοριτσάκια. Αυτός που βιώνει φθόνο και μάλιστα ξεγυρισμένο είναι τα αγοράκια: τον φθόνο της μήτρας, κύριοι – μιλάμε για κομπλεξάρα. Κοινωνικόν το φαινόμενο. Και τσουπ, να και η Μέλανι Κλάιν. Δεν ξέτε ρε τι λέτε. Ποιος πατήρ και κουραφέξαλα. Η μάνα είναι το βασικό πράμα, και στο κοπέλι και στην κοπέλα. Είναι από την κοριτσίστικη αμφιθυμία προς τη μαμά – πολύ πριν ανακατευτεί ο μπαμπάς στην υπόθεση. Άντε με τις απλοποιήσεις σας. Αλλά οι άνθρωποι δε διαβάζουν Φρόιντ, ούτε Γιούνγκ, ούτε ξ...