Αμπού Μινά, λεγόταν. Κι ήταν πόλη ολόκληρη. Και μοναστήρια και κοιτώνες και λουτρά κι υποδομές – σηκωνόταν ο κοσμάκης και πήγαινε εκεί για το μεγάλο του προσκύνημα – στην Αίγυπτο όλα αυτά, την ελληνορωμαϊκή, λίγο παρακεί από την Αλεξάνδρεια, καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα νοτιοδυτικά. Κι ανάμεσα στις δυο πόλεις υπήρχε και λίμνη. Η Μαρεῶτις, بحيرة مريوط, η υφάλμυρη – χυνόνταν εκεί του Νείλου τα νερά, καμιά εφτακοσαριά τετραγωνικά χιλιόμετρα η λιμνούλα, τι λιμνούλα δηλαδή, είχε και κανάλι, και συνέβησαν διάφορα στους αιώνες, βάλε νερά, βγάλε νερά, μέχρι που οι Άγγλοι ανακάτεψαν την τράπουλα όταν βρέθηκαν στην περιοχή, και τα γλυκά με τα αλμυρά τα νερά κι αυτά τα ανακάτεψαν, κι άλλαξε ο κόσμος – κάπου εκατόν πενήντα χωριά γίνηκαν υποβρύχια.
Τέλος πάντων, δεν είναι η λίμνη το θέμα μας, αλλά η Αμπού Μινά. Η πόλη. Μνημείο σήμερα. Πολιτιστική κληρονομιά, λέει. Τι να το κάνεις; Ερείπια απομένουν, και στο μεταξύ κάτι προσπάθειες που γίναν για άρδευση της περιοχής ανέβασαν τον υδροφόρο ορίζοντα κι άρχισαν τα ερείπια να πλέουν σε ασταθή εδάφη, και κάνε προσχώσεις, ρίξε άμμο, καλά, άμα σωθούν μάς λέτε να πάμε κι εμείς να τα δούμε.
Αλλά τι μας νοιάζουν όλ’ αυτά θα μου πεις τώρα. Μας νοιάζουν – πώς. Γιατί εκεί ευρίσκετο το λείψανον. Λέει το Συναξάριον το Αιθιοπικόν:
Κι ο Θεός ηθέλησεν να φανερώσει το σώμα τού Αγίου. Και ήτο εις την έρημον αυτήν ποιμήν, και αμνός τις ψωριάρης εβούτηξε στα νερά τής πηγής και εκυλίσθη εν αυτή και δια μιάς εθεραπεύθη. Και είδεν ο ποιμήν και εθαύμαζεν και διερωτάτο και εξεπλήττετο. Κι επήρε σκόνη από το αγίασμα και έτριψε και τ’ άλλα τα πρόβατά του τα ψωριάρικα κι εθεραπεύθησαν κι αυτά. Και ήνοιξε κατάστημα και μαγαζί, κι όποιος ήρχετο με πρόβατα ψωριάρικα, ο ποιμήν μας τα εθεράπευεν.
Εντάξει, δική μας η μετάφραση – φανερό δεν είναι; – κι όχι απ’ το πρωτότυπο, ποιος γνωρίζει τώρα αιθιοπικά, στ’ αγγλικά το βρήκαμε, αλλά η ουσία είναι ότι τα πήρε πρέφα τα καθέκαστα κι ο Κωνσταντίνος, ότι εκεί γινόνται θαύματα, ναι καλέ, ο οικείος Κωνσταντίνος, του Κώνσταντος και της Ελένης, την ανθίστηκε τη δουλειά κι είχε κόρη ψωριάρα αυτός και του την έστειλε του βοσκού, για κάντηνε καλά σε παρακαλώ, και έλαβε λάσπην ο βοσκός και την πασάλειψεν, τήνε μουτζούρωσε καλά καλά, και ξεψωριάστηκε το κορίτσι κι έγινε καινουργές και λαμπερό. Δε λένε τα κιτάπια ποια κόρη έστειλε ο βασιλέας, πάντως κόρη του λέει ήταν αυτή, και είχε πάρει την τέχνη από τη γιαγιά της την Ελένη η μικρά: ανεκάλυπτε κι αυτή ιερά λείψανα κι απομεινάρια, κατάλαβες; Και ίδρυε και προσκυνήματα, το ’χαν στο σόι το ταλέντο, οπότε τσουπ, να σου και βρίσκει τα λείψανα του αγίου η θεραπευθείσα!
Ποιανού αγίου θα μου πεις τώρα. Και τι δουλειά είχε καταμεσής στην Αίγυπτο ο άγιος. Λοιπόν: ένα ένα τα ζητήματα. Ο άγιος ήτο ο Μηνάς, φίλε μου. Ο Μηνάς της Αιγύπτου. Ο Αμπά Μινά. Σε ωραιότατα κοπτικά, Ⲁⲃⲃⲁ Ⲙⲏⲛⲁ. Μάρτυς και θαυματουργός. Νόμισες ότι ήταν ελληνικά ο Μηνάς; Αμ δε. Υπήρχε στα ελληνικά Μηνάς, ήδη από τον Θουκυδίδη, αλλά αυτά εδώ είναι Αιγυπτιακά καραμπινάτα. Κόπτης στρατιώτης στον Ρωμαϊκό στρατό – αμάν πια αυτός ο Ρωμαϊκός στρατός, λειμών των αγίων ένα πράμα. Έναν έσφαζες, εκατό ξεπεταγόνταν. Κι οι Κόπτες ήταν οι Αλ Κιπτ – έτσι πρόφεραν τους Αιγύπτιους οι Άραβες – όλους τους Αιγύπτιους θα πει ο όρος αλλά σήμερα είναι συνώνυμο των ντόπιων χριστιανών, δηλαδή από τους ντόπιους αυτοί που επέμειναν και δε γίναν μουσουλμάνοι μετά τη μουσουλμανική κατάκτηση του έβδομου αιώνα, που κρατήσαν τα διδάγματα του Μάρκου τού Ευαγγελιστή, εθνοθρησκευτική ομάδα, τέτοιο πράμα θα πει οι Κόπτες.
Πάμε τώρα τι δουλειά είχε εκεί ο Μηνάς. Αυτός λοιπόν ήταν Μεμφιδιώτης. Εκ Νικίου ορμώμενος, από την πόλη του Νικία – έτσι λεγόταν τότε η Ζαουιάτ Ραζίν. Μάλιστα. Και ήτο υιός του Ευδοξίου και της Ευφημίας. Και δεν είχανε παιδί η Ευφημία και προσευχόνταν, δώσε καλέ ένα παιδί, αμάν πια, τόσο δύσκολο είναι κι εσύ; ένα τόσο δα παιδάκι, και εισηκούσθη η προσευχή, κι εφώναξεν η εικόνα «αμήν» και τ’ άκουσε η Ευφημία και αφενός έπιασε παιδί, αφετέρου το ’βγαλε Μηνά, εκ του αμήν και καλά. Τρέχα γύρευε. Μάνα είναι, ό,τι θένε λένε αυτές. Αλλά δε θα την πιστέψουμε. Είπαμε: αιγυπτιακά είναι ο Μηνά και ο Μινά και ο Μενά. Πλάκα κάνουμε τώρα;
Τέλος πάντων, και γίνηκε αξιωματικός ο Μηνάς απ’ τα δεκαπέντε του παρακαλώ, παιδίον λαμπρόν, και πάρε μετάθεση εδώ, τράβα από κει, λάστιχο τον κάναν, ώπα είπε ο νέος και την έκανε στην έρημο. Σιχτίρ και σεις και ο στρατός σας. Εγώ έχω άλλη αποστολή. Θα πάω ν’ αγιάσω. Πάει λοιπόν στην έρημο και καθότανε. Κι ένα πρωί ενεφανίσθη άγγελος Κυρίου και του την είπε:
– Ευλογημένος, αγαπητέ. Τρία στέμματα αθάνατα θα στεφανώσουν την ευσέβειά σου: η παρθενία σου, ο ασκητισμός σου και το μαρτύριό σου.
Υπό κανονικάς συνθήκας, άμα έρθει κάτι τις φτερωτό και σου πει τέτοιες ασυναρτησίες, παίρνεις τηλέφωνο τον ψυχίατρο που σε παρακολουθεί και κλείνεις ραντεβού. Αμ δε. Αυτός εδώ ενθουσιάστηκε. Πες μου πού μαρτυρά ο κόσμος, να πάω κι εγώ να σκοτωθώ.
Άμα σου πω ότι τον κόψαν οι Ρωμαίοι κομμάτια κι ύστερα τον καίγαν τρεις μέρες και δεν καιγόταν ο άνθρωπος; Κι ότι πήγε η αδερφή του κι έδωσε στους στρατιώτες το κατιτίς τους, μαύρα, αφορολόγητα, και της δώσαν το σώμα το άγιο και το ’βαλε σε καράβι κι έπλευσε στην Αλεξάνδρεια;
Και μόλις τελειώσαν οι διωγμοί και πέρασε ο καιρός κι ηρέμησε η κατάσταση, βλέπει ο Αθανάσιος της Αλεξανδρείας, ο πάπας ο ευσεβής, βλέπει όραμα φίλε μου – τον ίδιο τον φτερωτό τον τύπο που λέγαμε, τον άγγελο, και του λέει να τον φορτώσει τον Μηνά – ό,τι είχε απομείνει τέλος πάντων, να τον αμπαλάρει, και να τον πάει στην έρημο τη Λιβυκή.
Κατάλαβες; Κι έτσι έρχεται και δένει η ιστορία μας. Διότι η γκαμήλα – πρόσεχε τώρα: λίγο πριν φτάσει στη λίμνη την Μαρεώτιδα, αυτήν που αργότερα την κάναν χάλια οι Άγγλοι, μουλάρωσε η δικιά σου. Βρε αμάν. Τίποτα. Προχώρα καλή μου. Μπα. Επ’ ουδενί. Στρίτζωσε κι ούτε μπρος, ούτε πίσω. Είδαν κι απόειδαν οι χριστιανοί, την κατάλαβαν τη δουλειά.
– Θέλημα Κυρίου.
– Λες;
– Όπως σε βλέπω και με βλέπεις. Ρώτημα θέλει;
Κατεβάσαν τον Μηνά – είπαμε, ό,τι είχε απομείνει, και τον θάψαν εκεί. Ον δε σποτ. Ναι. Και γίνηκε η λάσπη θαυματουργή που λέγαμε και γιατρευόσαντε τα πρόβατα από την ψώρα και ήρθε και η κόρη του Κωνσταντίνου και γιατρεύτηκε κι αυτή. Κι ανέσκαψε τον τόπο και ηύρε τα λείψανα τα άγια, αυτά δε λέμε τόσην ώρα; Αυτά λέμε. Και πήρε τηλέφωνο στην Πρωτεύουσα.
– Για στείλτε. Το βρήκαμε το λείψανο.
Αυτό ήταν. Σε χρόνο ντε τε καταφθάσαν μηχανικοί, καταφθάσαν πολεοδόμοι, χτιστάδες, αρχιτέκτονες, παπάδες, πλήρες προσωπικό, και φτιάξαν πόλη άπαιχτη και προσκύνημα τρανό, την Αμπού Μινά που λέγαμε, κι έκτοτε πήγαινε εκεί ο κόσμος πατείς με πατώ σε, κι είχε και κεραμοποιία και φκιάναν τα φλασκιά του Αγίου Μηνά, το τίμιο το άγιο το νερό μέσα, το θαυματουργό, και τα παίρναν ο κοσμάκης σπίτια του – ξέρεις πού έχουν βρεθεί τέτοια φλασκιά; Βγάλε χαρτί και γράφε: βρέθηκαν στην Κροατία, στη Μασαλία, στη Χαϊδελβέργη, στο Σουδάν, στην Αγγλία, στην Ιερουσαλήμ, στην Τουρκία, στο Μιλάνο, στην Αιθιοπία – κατάλαβες τώρα τι θα πει καταναλωτικόν αγαθόν; Πραματούλι φτιαγμένο ν’ αγοραστεί από ιδιώτη για τις προσωπικές του ανάγκες, ρούχο, κινητό, γκατζετάκι, επιπλάκι – έ, τέτοια ήταν τότε και τα φλασκιά με το αγίασμα.
Να σου πω και το κλου να δεις πώς έρχονται και δένουν τα πράματα; Ξέρεις γιατί γίνηκε της κακομοίρας και πάθαν συφορά οι Γερμανοί και ο Ρόμελ στο Ελ Αλαμέιν και καταστραφήκαν; Μπαγάσα, το βρήκες. Γιατί οι Εγγλέζοι είχαν κι Έλληνες μαζί τους κι ο Μηνάς και ελληνικός είναι, και άγιος στρατιωτικός, δεν είναι παίξε γέλασε φίλε, ορθοδοξία μιλάμε, μην τα βάζεις με πράματα που δεν ξέρεις, και ήταν Ιούνιος τού ’42, και σταθήκαν οι Ρόμελ κοντά στην Αλεξάνδρεια να ξεϊδρώσουν, στην Αμπού Μινά, εμ δεν ξέραν κι αυτοί, δε ρώταγαν; και ξαφνίστηκε ο άγιος κι έβγηκε απ’ την εκκλησιά του τα ερείπια, κι εμφανίστηκε με το καραβάνι του τις καμήλες μες τη μέση στο γερμανικό στρατόπεδο κι είδαν και θαύμασαν οι φριτς και πάθαν την πλάκα της ζωής τους και φάγαν μια ήττα ώς εκεί, γι’ αυτό κι ο Τσόρτσιλ βγήκε την άλλη μέρα και είπε πριν το Ελ Αλαμέιν δεν είχαμε νίκες, και μετά το Ελ Αλαμέιν δεν είχαμε ήττες.
Ηλίου φαεινότερον, κατάλαβες; Τι άλλη απόδειξη;
Του Μηνά σήμερα. Του Αμπά Μινά, που γιορτάζεται στις 11 Νοεμβρίου. Και στις 10 Δεκεμβρίου θα ’ναι του αλλουνού Μηνά. Του Μηνά του Αθηναίου τού Καλλικέλαδου. Που όμως κι αυτόν στην Αλεξάνδρεια τον στείλαν. Βλέπεις τώρα τι γίνεται; Μηνάς ο ένας, Μηνάς κι ο άλλος, και στη μέση μια Αλεξάνδρεια.
Ας είναι όποτε να ’ναι. Ο χρόνος αναδιπλώνεται και τα ίδια έρχονται και ξανάρχονται, και μαζί και οι Μηνάδες. Σαν τα πολύπτυχα των αγίων. Όπως κι αν τα διπλώσεις, το νόημα βγαίνει και παραβγαίνει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου