Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου.

Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου.

Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε.

Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστατεύει απ’ όλα τα κακά και τας αναστατώσεις. Ο λιμήν που σήμαινε και τόπο συγκέντρωσης, και αγορά, εκεί δηλαδή που μαζεύονται ο κόσμος —αγορά και ενδιατριβή το ’χει ο Ησύχιος, ότι έτσι το λένε στην Πάφο—, και λιμένα κλυτόν αναφέρει, που κλυδωνίζεται από τη θαλασσίτσα, αλλά και άκλυτον. Και πήραν οι λέξεις να χοροπηδάν, αλίμενος ο αφιλόξενος, λιμενίτης ο λιμανιώτης, λιμενιτικά τα λιμενικά τέλη, άστο, μην το τραβήξουμε, δε θα μαζεύεται.

Κι εκεί που, τελοσπάντων, νομίσαμε ότι το ’χουμε, κάνει κι άλλο τσαλίμι η λεξούλα και νάσου η λίμνη, με το στάσιμο το νερό, με λιμναίους και λιμνήτες, αυτούς που ζουν στα παράλιά της, με τα λιμνώδη αλλά και με τα ζητήματα που λιμνάζουν και να και ο λατινικός ο limus – ο βούρκος και η λάσπη και ο βόρβορος.

Ε, δεν ήθελε και πολύ να εγκατασταθεί στα τουρκικά το liman και να σημάνει τον λιμένα, κι από κει πια να το ξαναδανειστούν τα ελληνικά ως λιμάν(ι) πια, φερ’ το πίσω φίλε, αλλά και τα ρώσικα, όχι πως δεν είχαν λέξη για το λιμάνι αυτοί, порт το λένε, αλλά λέξη για τις εκβολές των ποταμών όπου λιμνάζουν τα νερά και φκιάνουν λιμνοθάλασσες, ρηχές, προσχώσεις, φερτά υλικά, υγρασία και βλάστηση, τέτοια λέξη είχαν; εμ, δε φαίνεται να την ευκολύνονταν. Лиман, λοιπόν. Γεμάτη η Μαύρη Θάλασσα. Ο Δνείστερος, ο Δνείπερος, ο Μπουγκ, ο Δούναβης, ο Κουμπάν, ο Σασούκ, μόνο τους μεγαλύτερους ν’ αναφέρουμε, όλη η Μαύρη Θάλασσα μες τη λασπουριά τους, ένας лиман είναι, που δεν προλαβαίνει καλά καλά να τελειώσει εδώ, και νάσου ξαναρχίζει λίγο παρακάτω.

Κατάλαβες; Τα ’ξερε αυτά ο Ποτέμκιν και σου λέει άμα δε φκιάξω εγώ καράβια ρηχά, με μικρή καρίνα, να μπορούν να βολτάρουν σ’ αυτούς τους λιμάνοι για να βάλουμε χέρι στους Τούρκοι, να μη με λένε Γκριγκόρι. Διότι εκείνον τον καιρό η Ρωσία γινότανε δύναμη, όχι παίξε γέλασε, είχε ανέβει στο θρόνο η Σοφία, η πριγκιπέσα Άνχαλτ-Τσελμπστ, η γερμανίδα με τ’ όνομα, και είχε πάει κι είχε βαφτιστεί ορθόδοξη, και τ’ άλλαξε τ’ όνομά της, Γιεκατερίνα το ’κανε, Αικατερίνη, κατάλαβες; ναι, αυτή που μετά θα γινότανε Μεγάλη, αυτή, έκατσε κι έμαθε ρώσικα καλύτερα από τους Ρώσους και τους έβανε τα γυαλιά, όχι δεν ξέρετε σεις, και τους ψάρωνε, μιλάμε, δεν είχαν τόπο πού να τη βάλουν, τέτοια εκτίμηση την είχαν.

Αλλά συνομιλούσε και με τους Ευρωπαίους η Γιεκατερίνα, τι Βολτέρο, τι Ντιντερό, σύγρονοί της ήταν αυτοί, πηγαινοερχόταν η αλληλογραφία, το 1762 που αυτοκρατόρεψε αυτή ο Ντιντερό ήταν σαράντα εννέα, ήδη συγγραφέας της Encyclopédie – και τον κουβάλησε αυτή στην Αγία Πετρούπολη, έλα να μας κάνεις καμιά προτασούλα για το εκπαιδευτικό μας, πήγε αυτός, κάτι μήνες κάθισε, της είπε τα γαλλικά του, θα καμωμέ, θα διαξωμέ, καλά, είπε αυτή, θα σας ειδοποιησωμέ, και επέστρεψε ο άνθρωπος ζεματισμένος στα Παρίσια να προχωρήσει με τη Γαλλική την Επανάσταση, αλλά ούτε αυτό το πρόλαβε, πέθανε το 1784. Και τον Βολτέρο παραλίγο κι αυτόν να τον φιλοξενήσει αλλά πλακώσαν οι παπάδες οι Ρώσοι, τι; τον αντίχριστο; αυτός θα μας τινάξει στον αέρα, ξεσηκώθηκε μαζί κι ο κοσμάκης, έξω σατανά, άσε καλύτερα, σκέφτηκε αυτή, γέρος άνθρωπος, ήδη ογδοντάρης τότε, αεροπλάνα δεν υπήρχαν, έπρεπε να ’ρθει με άμαξα, άσε μην κάτσει καμιά στραβή.

Αλλά ήτον του Διαφωτισμού λέμε η πριγιπέσα, και διανοουμένη, και γλώσσες μίλαγε, έξω απ’ τα γερμανικά, τη μητρική της, έσκιζε και ρώσικα, το ’παμε αυτό, κι άστραφτε και γαλλικά κι έγραφε η ίδια και διάβαζε και μελετούσε και λειτουργικά, την παλιά σλαβονική της εκκλησίας, κι έτσι τσιμπήθηκε με τον Ποτέμκιν, αυτός ο αλήτης την κορόιδευε, την παρίστανε μπροστά της παρακαλώ, κατάμουτρα, πώς μίλαγε ρώσικα με γερμανική προφορά και τη δούλευε, και την πάτησε η πριγκιποπούλα και σου λέει αυτός εδώ δεν είναι σαν τους άλλους.

Και βέβαια δεν ήταν σαν τους άλλους, οι άλλοι ήταν οι Ορλόφ – είπαμε: διαφωτισμός αλά ρωσικά, που θα πει να αναβιώσουμε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, πρωτεύουσα η Κωνσταντινούπολη, αυτοκράτορες οι Ρώσοι, και οι Οθωμανοί στην απέξω. Και οι δουλοπάροικοι, δουλοπάροικοι, να παραμείνουν ως έχουν. Αυτό ήταν το σχέδιο. Και πιάσαν τ’ αδέρφια κι οργάνωσαν τον Μωριά και ξεκίνησαν τα Ορλοφικά και γίνηκε το ζήτημα κακός χαμός.

Αλλά ναι, ο Ποτέμκιν δεν ήταν από τα ήσυχα τα παιδιά, πρώτα πρώτα ήταν θεολόγος, ήξερε πώς δουλεύει ο κόσμος, δεύτερον ήξερε τον αλίμονο, ελληνικά ήξερε φαρσί, λατινικά το ίδιο, στα γαλλικά φυσούσε, κι ήταν και στρατιωτικός από κούνια – στα έντεκά του είχε καταταγεί. Όχι παίζουμε. Και ήταν και των προσόντων τύπος, αεράτος και γοητευτικός και μονόφθαλμος – ε, δεν τον ερωτεύεσαι τώρα; κι ας σε κοροϊδεύει, ένας λόγος παραπάνω, εδώ σε βοηθάει να ξεφορτωθείς τον καραγκιόζη τον άντρα σου, εκείνο τον Πέτρο τον σαχλαμάρα που βαριότανε και που ζούσε, και που τον στόλιζε αυτή, από κέρατο σε κέρατο τον πήγαινε.

Τον ερωτεύεσαι, πώς δεν τον ερωτεύεσαι. Αφού σε κάνει και γελάς. Και μοιράζεσαι μαζί του και το Ελληνικό το σχέδιο το Греческий проект, πώς θα αναβιώσει το Βυζάντιο με σένα Αυτοκρατόρισσα κι όλη τη Μαύρη Θάλασσα δικιά σου, τι Σεβαστούπολη, τι Συμφερόπολη, τι Οδησσός, τι Χερσόνησος, ελληνιστική δόξα μιλάμε, θα σε βλέπουν οι Τούρκοι και θ’ αλλάζουν δρόμο, ούτε ψύλλος στον κόρφο τους. Και πλακώθηκε στη δουλειά ο Ποτέμκιν, να οι πόλεις με τα ελληνικά τα ονόματα, να ο στρατός κι ο στόλος, αυτός με τις ρηχές τις καρίνες που λέγαμε, και τα πάτησε όλα τα λιμάνια, τους лиманы, και γίνηκε η Μαύρη Θάλασσα λίμνη ρωσική.

Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι άμα είσαι του ερωτευτικού, από ερωτευτικό θα πας. Ποιος Ορλόφ και ποιος Ποτέμκιν, απ’ τον καιρό που ήταν παντρεμένη με τον Πέτρο η Γιεκατερίνα ήδη είχε γιο και κόρη που δεν ήταν του Πέτρου, σκέψου – και μετά έκανε κι έναν γιο τού Ορλόφ, ύστερα τα ’φτιαξε με τον Βασίλτσικοφ, και μετά ήρθε ο Ποτέμκιν. Κι ύστερα παρήλθε κι αυτός αλλά παρέμεινε ο πρώτος και καλύτερος, δε βέρι μπεστ. Ποτέ δεν χωρίσανε οι δυο τους – σαν αντρόγυνο ήσαντε. Αυτός της κανόνιζε τα ραντεβού με τους γκόμενους κι αυτός τους τσεκάριζε να ’ναι προσοντούχοι, καταπώς έπρεπε και άρμοζε. Τέτοια αγάπη μιλάμε.

Κι όταν αυτός πέθανε, ο Κολοσσός της, έτσι τον έλεγε, πάει αυτή, έπεσε καταθλιψάρα και μαράθηκε, έφτασε στη χώρα κι ο απόηχος από τη Γαλλική Επανάσταση και τα πράματα στριμώξαν, βέβαια κερδήθηκε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος, εντάξει, άνθισαν οι πόλεις, η Οδησσός κι η Σεβαστούπολη κι η Χερσώνα, αλλά η στενοχώρια στενοχώρια και το κενό κενό. Έμεινε μια θλίψη μόνη της και τα λιμάνια τ’ απάγκεια, τα υγρά, τα φιλόξενα. Οι лиманы.

Εγκεφαλικό το είπαν οι γιατροί της Αυλής.

Είσαι λιμάνι μου κι αυτό μου φτάνει
Είσαι ο μόνος μου σταθμός
Έριξα άγκυρα στην αγκαλιά σου
κι έγινα δίπλα σου ακίνητος συρμός.


------------------------------------

Είσαι λιμάνι μου. Μαρία Γκιτζένη, Πιπίτσα Κληροπούλου.










Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.