ένα παράπονο μένει κάθε φορά απ’ αυτή τη γιορτή, ένα κενό, ένα τίποτα, έτσι δεν είναι; πάμε και ξαναπάμε, άντε πανηγυρίζουμε, άντε ξαναπανηγυρίζουμε, κάθε χρόνο το ίδιο βιολί, κι η γιορτή βογγάει και σέρνεται, και γιορτή δε γίνεται – και ξέρεις γιατί, δεν ξέρεις;
ξέρεις, πώς δεν ξέρεις, τα ξέρουμε αυτά οι αθρώποι κι ας καμωνόμαστε – γιορτή δε γίνεται γιατί πάμε να γιορτάσουμε αυτό που έχουμε ρυθμίσει με το μυαλό μας, αυτό που έχουμε ταχτοποιήσει, που έχουμε ξεκαθαρίσει, ενωμένοι νικημένοι, αυτό που θέμε να συνέβη κι έτσι να εξηγείται —διότι πρέπει να έγινε εκείνο που πρέπει κι όχι εκείνο που έγινε— κατάλαβες; έτσι είναι ο επιστημονικός, τον φτιάχνει τον κόσμο στα μέτρα του κι εμείς πάμε και γιορτάζουμε το σωστό κι όχι το γεγονός – μα γίνεται έτσι γιορτή;
πάμε με τα σάβανα τυλιγμένοι στα κοντάρια και τις θλιβερές μας τις ντουντούκες τις υστερικές, λαέ θυμήσου, με τους μουσικούς μας ταπεινωμένους, είμαστε χίλιοι δεκατρείς, αμ δε γίνεται έτσι, στενοχώρια σου ’ρχεται, σαν κακότυχο γαμήσι, καλύτερα να είχες κρατηθεί, τι το ’θελες – πας σε γιορτή και κουβαλάς μαζί σου τα σάβανα και τα παλιόπανα, κι ύστερα αναρωτιέσαι γιατί σε πιάνει πένθος
μην πας, άστο, δεν είναι γιορτή αυτό που κάνουμε, είναι προβολή, ποιος τη φωνή μου ποιος την κυνηγά, στενοχωριέσαι κι υποφέρεις, κι εμένα με στενοχωρεί, έως θανάτου
άστο μωρέ να ξεχαστεί – ένα πένθος λιγότερο, μια θλίψη και μια κακομοιριά, άστο να πάει στην ευχή, τι είχαμε τι χάσαμε
άστο που σου λέω
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου