Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Παράπονο

ένα παράπονο μένει κάθε φορά απ’ αυτή τη γιορτή, ένα κενό, ένα τίποτα, έτσι δεν είναι; πάμε και ξαναπάμε, άντε πανηγυρίζουμε, άντε ξαναπανηγυρίζουμε, κάθε χρόνο το ίδιο βιολί, κι η γιορτή βογγάει και σέρνεται, και γιορτή δε γίνεται – και ξέρεις γιατί, δεν ξέρεις;

ξέρεις, πώς δεν ξέρεις, τα ξέρουμε αυτά οι αθρώποι κι ας καμωνόμαστε – γιορτή δε γίνεται γιατί πάμε να γιορτάσουμε αυτό που έχουμε ρυθμίσει με το μυαλό μας, αυτό που έχουμε ταχτοποιήσει, που έχουμε ξεκαθαρίσει, ενωμένοι νικημένοι, αυτό που θέμε να συνέβη κι έτσι να εξηγείται —διότι πρέπει να έγινε εκείνο που πρέπει κι όχι εκείνο που έγινε— κατάλαβες; έτσι είναι ο επιστημονικός, τον φτιάχνει τον κόσμο στα μέτρα του κι εμείς πάμε και γιορτάζουμε το σωστό κι όχι το γεγονός – μα γίνεται έτσι γιορτή;

πάμε με τα σάβανα τυλιγμένοι στα κοντάρια και τις θλιβερές μας τις ντουντούκες τις υστερικές, λαέ θυμήσου, με τους μουσικούς μας ταπεινωμένους, είμαστε χίλιοι δεκατρείς, αμ δε γίνεται έτσι, στενοχώρια σου ’ρχεται, σαν κακότυχο γαμήσι, καλύτερα να είχες κρατηθεί, τι το ’θελες – πας σε γιορτή και κουβαλάς μαζί σου τα σάβανα και τα παλιόπανα, κι ύστερα αναρωτιέσαι γιατί σε πιάνει πένθος

μην πας, άστο, δεν είναι γιορτή αυτό που κάνουμε, είναι προβολή, ποιος τη φωνή μου ποιος την κυνηγά, στενοχωριέσαι κι υποφέρεις, κι εμένα με στενοχωρεί, έως θανάτου

άστο μωρέ να ξεχαστεί – ένα πένθος λιγότερο, μια θλίψη και μια κακομοιριά, άστο να πάει στην ευχή, τι είχαμε τι χάσαμε

άστο που σου λέω










Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.