Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τ’ αντρός



– Ποιος είναι για μπαράκι;

Σηκώθηκαν δυο χέρια.

– Καφετέρια ποιος θέλει;

Τρία χέρια εδώ.

– Χτες ρε δεν ήμασταν καφετέρια; Για δεν πάμε λίγο ν’ αλλάξουμε;
– Εντάξει, δε θα το κάνουμε θέμα ρε φίλε. Όποιος θέλει ακολουθεί.
– Παιδιά, όποιος γουστάρει.

Έτσι είπαν όλες μαζί και χαθήκαν σαν τα πουλιά. Κελαριστές, σοβαρές, αποφασισμένες. Μια παρέα κορίτσια. Τα ’πανε, τα βρήκαν, τα ρυθμίσαν. Η μια πιο αστραποβόλα από την άλλη, υποσχέσεις, κατακλυσμός, δόντια λαμπερά και βλέμμα καθαρό, φρύδια ζωγραφιστά – θεότητες ετών δεκαπέντε. Το πολύ.

Και κάτσε εσύ στα σόσιαλ να ψάχνεσαι, όχι βουλευτές και βουλευτίνες, όχι πρόεδροι και προεδρίνες, όχι γιατροί και γιάτρισσες – τι πρέπει τι δεν πρέπει, και πώς είν’ το σωστό. Η γραμματική και το φύλο, και τα μπαρμπούτσαλα. Και το κοινωνικόν το ζήτημα.

Κολώνει ρε η γλώσσα; Τι λες, δεν ξέρει; Ούτε μετρήσεις, ούτε πεδικλώματα, ούτε κοινωνικές θεωρίες. Το ’πε η ψηλή στις υπόλοιπες: καλά, είστε και πολύ μ@λ@κες – έτσι τις είπε στο φινάλε, γυναίκες πράματα.

Σιγά που θα περίμενε η γλώσσα απ’ την κατάληξη.

Τ’ αντρός σήμερα. Και με και χωρίς κατάληξη.









Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.