Οι Να’βι, ο λαός της Πανδώρας. Τα ανθρωποειδή που κατοικούν το φεγγάρι του Πολύφημου, στον Άλφα του Κενταύρου. Αυτοί οι μπλε τρίμετροι με τα μεγάλα μάτια σα θάλασσες παιδιού και τις μακριές ουρές. Με τα μαλλιά πλεξούδα που όμως δεν είναι μαλλιά, είναι απολήξεις – μαλλιά διασύνδεση, μπούκλα γυμνοί νευρώνες, ένα πράμα φωτεινό, τριχίδια έτοιμα να συμπλεχθούν με τους αντίστοιχους γυμνούς νευρώνες τού Ίκραν – με τα Ίκραν πετάνε, κι αν δεν είναι συνδεδεμένοι, αν αυτοί οι νευρώνες δε συντυλιχτούν, του Ίκραν και του καβαλάρη του, οι δύο δεν ταιριάζουν. Αλλά άπαξ και ταιριάξουν, μετά δε σπάει να χαλάσει. Μια ζωή πάει συνδεδεμένο το ζευγάρι. Πακέτο. Στο εξής, καβαλάρης και Ίκραν έχουν ιερό δεσμό. Έχουν δει ο ένας τον άλλον. I see you. Σε βλέπω.
Αρχαία ριζούλα της ευρύτερης ομογλωσσίας μας, των αδερφάδων και των ξαδερφάδων, οι γλώσσες που ξαπλώνονται από την Ισλανδία ώς τις Ινδίες – με συγγενικό τρόπο όλες, και βλέπουν και γνωρίζουν: *weid-. Λατινικά videō και vidēre, vedea ρουμάνικα, εFιδον > είδον ελληνικά, vedere ιταλικά, και κάνει κύκλους και στροβιλίζεται, μπλέκει και με κοντινές ρίζες, věděti γνωρίζω στα τσέχικα, vedeti (वेदेति) στα πάλι και στα σανσκριτικά, ξέρω, γνωρίζω, αντιλαμβάνομαι, και vedana (वेदना), ισλανδικά vitni ο αυτόπτης, και witness στα αγγλικά, giwizzi η γνώση στα παλαιά άνω γερμανικά, свидетель ο αυτόπτης στα ρώσικα, вижу - видишь - видит, βλέπω - βλέπεις - βλέπει, πάντα ρώσικα, το παλιό γοτθικό ξέρω ήταν witan, τι να δεις και τι να μολοήσεις, view, visage, vision, interview, wise ο σοφός και wisdom η σοφία, ich weiß γνωρίζω γερμανικά, gwyn ουαλλικά, widzieć βλέπω στα πολωνικά και Rig Veda (ऋग्वेद), τα δέκα βιβλία τής σοφίας με τους 1.028 ύμνους, ποιος είδε τον θεό και δεν τον φοβήθηκε· deja vu, που λεν οι γραμματιζούμενοι – ήδη ιδωμένο.
Δε λέει να σταματήσει, από τόσες μεριές φυτρώνουν και περιπλέκονται οι ριζούλες οι διπλανές, belvedere, advise, revise και review, και providence, pro- και videre δηλαδή. Ριζούλες που ξεπετάγονται και περιστρέφονται και περικοκλαδίζονται γύρω απ’ το εἰδέναι, και μπλέκονται με τους δράκοντες του δέρκω και του σανσκριτικού दृश्, dṛś, δηλαδή βλέπω, κοιτάζω, και ξεπετιούνται τα Νταρσάνα και οι Βέδες, πάμε πάλι πίσω, εκεί είχαμε μείνει, στις Βέδες από το *weid-, βλέπω.
Τι ζητά ο άνθρωπος; Να δει ζητά. Πολλά ζητά; Δε βλέπει που δε βλέπει – να μην κάνει κάπως να δει τι γίνεται; Όπως σε βλέπω και με βλέπεις. Που δεν το βλέπεις – δε γίνεται. Δεν υπάρχει τρόπος να το δεις – δεν είσαι φτιαγμένος για να το δεις. Βλέπεις; δε μπορούν τα μάτια τα ανθρώπινα, δε γίνεται, ούτε να δουν, ούτε ν’ αντέξουν.
Παραδηλώσεις μόνο και συνδηλώσεις – όσο κοιτάς κι όσο βλέπεις, τόσο σου φανερώνεται – αν επιθυμείς τι κοιτάς. Και δε θα δεις την ουσία – τα ’χουν πει οι παλαιότεροι. Δεν έχει τι να δεις, μην ταράζεσαι. Δεν φαίνεται. Τας ενεργείας θα δεις. Τας εκδηλώσεις του. Μ’ αυτές ξεκαθαρίζει. Μ’ αυτές γίνεται προφανές. Κάμε συ ησυχία και εκεί είναι· θα φανεί. Θα δεις.
Ο Οιδίπους απαλλάσσεται από τα μάτια του για να δει. Σαν σήμερα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου