Ὦ ξεῖν᾿, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις.
Έρρωσο παροδίτα, εσύ που περνάς και πας. Γίνε άγγελος. Πες στους Λακεδαιμονίους. Μην και δεν τα μάθαν; Τα μάθαν. Πώς δεν τα μάθαν. Μα τότε, τι να πεις;
Το άρρητο να πεις παροδίτα. Που δεν λέγεται. Το ζωντανό το μέρος. Την ουσία. Αυτό που δε λεν τα νέα. Αυτό που τα λόγια αποκρύπτουν. Που τα μαντάτα δε μηνούν. Πες αυτό που δεν κομίζεται, που δεν παραδίδεται.
Αυτό κάνουν οι αγγέλοι. Συμβαίνουν. Κι η χορδή πάλλεται. Κλείνουν το κύκλωμα. Κάνουν επαφή.
Φρόντισε, παροδίτα, ως μόνος εσύ ξαφνικός, ως κατάπληκτος, ως δονηθείς ως δυνηθείς – φρόντισε. Τώρα ξέρεις – εκομίσθη ήδη.
Ως άγγελος ως έκπληξη. Ως θαυμασμός παιδικός μπροστά στο ον. Που οι άνθρωποι μόνο στα τυφλά. Μόνο μερικώς. Ο άγγελος ως αγωγός.
Πήγαινε τώρα, παροδίτα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου